Η ημερίδα για τα Δασικά Οικοσυστήματα «Αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις - Διασφαλίζοντας το αύριο» διοργανώθηκε από την Γενική Γραμματεία Δασών, του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, σε συνεργασία με την επιτελική αρχή ΕΣΠΑ του Υπουργείου.
Αναλυτικά, η παρέμβαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Θόδωρου Σκυλακάκη:
«Το θέμα των δασών, είχα την ευκαιρία να το διαχειριστώ από κάποια πλευρά, στο πλαίσιο του προηγούμενου ρόλου μου, τόσο στο Ταμείο Ανάκαμψης όσο και δημοσιονομικά, δίνοντας πολύ σημαντικούς πόρους για πρόληψη και για δασοπυρόσβεση.
Το Anti-Nero προήλθε από μία πρωτοβουλία και δική μου και διαπραγματεύτηκα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για να είναι διαθέσιμοι οι πόροι του Anti-Nero Ι και Anti-Nero ΙI, άμεσα, και να μπορέσουμε να ξεκινήσουμε όλα τα έργα, που πραγματοποιήθηκαν πέρυσι και τώρα είναι σε εξέλιξη.
Ακόμα δεν είμαι έτοιμος να σας κάνω μία πλήρη παρουσίαση των πολιτικών μας για τα δάση, πέραν αυτών που λέχθηκαν στις προγραμματικές δηλώσεις. Μπορώ, ωστόσο, να δώσω μία πρώτη κατεύθυνση. Και αυτή είναι, ότι πρέπει να έχουμε πολύ πιο ενεργή διαχείριση των δασικών μας οικοσυστημάτων.
Αν κάτι δεν έγινε σωστά τις τελευταίες δεκαετίες, είναι ότι δεν υπήρχαν ούτε οι ανθρώπινοι πόροι ούτε και το αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο, για να είναι πολύ πιο ενεργή η διαχείριση των δασικών μας οικοσυστημάτων. Με αποτέλεσμα, να αφήσουμε σε πολλά οικοσυστήματα, πάρα πολύ καύσιμη ύλη, που σε συνδυασμό με την, ήδη, σε εξέλιξη κλιματική κρίση, δημιουργούν ένα εκρηκτικό -στην κυριολεξία- μείγμα, πολύ υψηλής καύσιμης ύλης, λόγω δασών που δεν είχαν ενεργή διαχείριση και ακραίων, καιρικών φαινομένων, μαζί και με την υπερθέρμανση, διότι εδώ έχουμε δύο φαινόμενα μαζί. Το ακραίο καιρικό φαινόμενο, δουλεύει μαζί με την υπερθέρμανση, για να προκαλέσει μεγάλες καταστροφές. Ζήσαμε τις καταστροφές αυτές το 2021 και είναι υποχρέωση όλων μας, να κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας, για να μπορέσουμε να μετριάσουμε αυτές τις καταστροφές, στα χρόνια που έρχονται.
Αν κάτι γνωρίζω πολύ καλά -είχα ασχοληθεί για πολλά χρόνια με αυτό- είναι η κλιματική αλλαγή και η κλιματική κρίση. Και υπάρχει ένα δεδομένο σήμερα, πως οτιδήποτε και να κάνουμε, από πλευράς περιορισμού της κλιματικής αλλαγής, αυτό που ονομάζουμε “mitigation” στην κλιματική επιστήμη, μείωση, δηλαδή, των ρύπων, η πραγματική επίπτωση στο κλίμα, θα έρθει -σε τάξη μεγέθους, με ακρίβεια, δεν ξέρει κανείς- 15 με 30 χρόνια αργότερα. Που σημαίνει, ότι είμαστε «κλειδωμένοι», με τουλάχιστον δύο δεκαετίες κλιματικής κρίσης. Αυτό, με μαθηματική βεβαιότητα το ξέρουμε.
Τι δεν ξέρουμε; Και αυτό είναι η μεγάλη δυσκολία της κλιματικής επιστήμης. Δεν ξέρουμε το πότε και το που. Δεν έχουμε, ακόμα, μελέτες που να μας δείχνουν, με ακρίβεια, ούτε το πότε ούτε το που. Ξέρουμε, ασφαλώς, ότι η Μεσόγειος είναι «hotspot» κλιματικής κρίσης και έχει, ήδη, 0,4 °C μεγαλύτερη αύξηση θερμοκρασίας από τον υπόλοιπο πλανήτη.
Όταν, όμως, φύγουμε από την έννοια Μεσόγειος και πάμε στην έννοια Ανατολική Ελλάδα, Δυτική Ελλάδα, Αρκαδία, Πίνδος, Ροδόπη, κ.λπ. τα πράγματα γίνονται πολύ πιο αβέβαια. Αυτό σημαίνει, ότι μπορεί κάτι να έρθει αύριο, αλλά μπορεί να έρθει και σε πέντε χρόνια. Δεν το ξέρει κανείς. Αυτό, καθιστά όλων τη δουλειά απολύτως επείγουσα, γιατί θα πρέπει να δουλεύουμε σαν να πρόκειται να έρθει αύριο. Μπορεί να μην έρθει, αλλά η συντηρητική και συνετή στάση, είναι να δουλεύουμε με την υπόθεση ότι μπορεί να έρθει αύριο.
Με αυτή την έννοια, θα προσπαθήσουμε, στις παρεμβάσεις που θα κάνουμε να κινηθούμε με μεγάλη ταχύτητα. Θα αφιερώσουμε σημαντικούς πόρους σε αυτή την ενεργή διαχείριση των δασών. Θα σκεφτούμε μαζί καινοτομίες και μεταρρυθμίσεις και σε τεχνικό και σε θεσμικό επίπεδο. Θα εμπιστευτούμε τους ανθρώπους. Μόνο με εμπιστοσύνη και με ομαδική δουλειά επιτυγχάνουμε αποτέλεσμα. Και θα ξέρουμε κάτι, το οποίο είναι λίγο γλυκόπικρο. Αν πετύχουμε, θα έχουμε αποτρέψει μία καταστροφή, την έκταση της οποίας μία μεγάλη ομάδα συμπολιτών μας, ενδεχομένως, δεν μπορεί να πιστέψει, ότι θα μπορούσε να γίνει. Θα έχουμε επιτελέσει ένα καθήκον, η αξία του οποίου πολύ δύσκολα θα αναγνωριστεί ως επιτυχία. Αντιθέτως, αν αποτύχουμε, θα το ξέρουμε και εμείς και όλοι πάρα πολύ καλά. Η ουσία είναι ότι σε κάθε περίπτωση πρέπει να κάνουμε το καθήκον μας».