«Η κλιματική κρίση αυξάνει εκθετικά την αβεβαιότητα στην κοινωνία και στην οικονομία. Η δόμηση μιας ανθεκτικής κοινωνίας με προσαρμογή στα νέα κλιματικά δεδομένα δεν μπορεί να προχωρήσει όταν ο σχεδιασμός καθυστερεί, όταν υποτιμάται η επιστήμη ή όταν ο σχεδιασμός παραμένει στα συρτάρια με ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας και τα λόγια δεν γίνονται πράξεις», υπογράμμισε ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Σωκράτης Φάμελλος, κατά την ομιλία του στο συνέδριο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος Green Deal Greece 2023 με θέμα: «Η ανθεκτικότητα υποδομών και περιοχών, σήμερα και αύριο: προκλήσεις, απειλές και ευκαιρίες, για τον πράσινο μετασχηματισμό».
Αρχικά αναφέρθηκε στον κομβικό ρόλο του ΤΕΕ ως επιστημονικού συμβούλου της Πολιτείας: «Η επιστήμη οφείλει να θέσει πολύ πιο απαιτητικά όλα τα ζητήματα ανθεκτικότητας που αφορούν στις υποδομές, στην ασφάλεια, αλλά και στις παραγωγικές, οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες, ιδίως καθώς φαίνεται ήδη ο κίνδυνος της κλιματικής κατάρρευσης», είπε, κάνοντας αναφορά σε «θέματα όπως είναι η περίοδος επαναφοράς στο σχεδιασμό των αντιπλημμυρικών έργων, οι προδιαγραφές των λιμενικών και αποχετευτικών υποδομών, η εισαγωγή λύσεων βασισμένων στη φύση, η κυκλική οικονομία και ο αντιπυρικός σχεδιασμός οικισμών».
Στη συνέχεια ο Σ. Φάμελλος αναφέρθηκε στο βασικό σχεδιασμό, που και με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία όφειλε να έχει ολοκληρώσει η χώρα μας, όπως η Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή, ήδη θεσμοθετημένη από το 2016, που όφειλε να είχε αναθεωρηθεί βάσει των νέων κλιματικών σεναρίων, τα περιφερειακά σχέδια προσαρμογής τα οποία είτε δεν ολοκληρώθηκαν είτε καθυστέρησαν έξι χρόνια και σε κάθε περίπτωση έχουν μείνει κενό γράμμα ή η Δημόσια Πολιτική Πρόληψης Δασικών Πυρκαγιών του 2019, που έχει παγώσει, τα Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας του 2018 που δεν υλοποιήθηκαν αλλά και δεν αναθεωρήθηκαν ως όφειλε η χώρα και τα Αναθεωρημένα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής του 2017, με μέτρα τα οποία δεν προχώρησαν αλλά ούτε και αναθεωρήθηκαν έως το τέλος του 2021.
Τόνισε επίσης ότι η κυβέρνηση επέλεξε να αφήσει και το σχεδιασμό πλημμυρικού κινδύνου στο συρτάρι και να αγνοήσει τις επιστημονικές προβλέψεις: «Αν είχε προχωρήσει έστω και σε κάποιο μικρό βαθμό η εφαρμογή των Σχεδίων Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας, οι επιπτώσεις από τις πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία θα μπορούσαν να ήταν μικρότερες», επισήμανε.
Ο Σ. Φάμελλος στάθηκε ιδιαίτερα στο θέμα του πολεοδομικού σχεδιασμού: «Ο σχεδιασμός των χρήσεων γης, η χωροταξία και η πολεοδομία, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσουμε να εξυπηρετήσουμε την ανάπτυξη αλλά και για να μειώσουμε τον οποιοδήποτε κίνδυνο. Πού βρίσκονται όμως σήμερα τα τοπικά πολεοδομικά σχέδια, μετά από τέσσερα χρόνια; Έχουν προχωρήσει μόλις τρία από τους τριακόσιους τριάντα δήμους, και αυτά στην εκλογική περιφέρεια του υφυπουργού Χωροταξίας».
Έθεσε δε από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μια απαραίτητη στρατηγική αλλαγή. Να ενοποιηθεί η κλιματική πολιτική και οι πολιτικές ανθεκτικότητας και προσαρμογής στην κλιματική κρίση να επιστρέψουν στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε «δεν είναι δυνατόν οι πολιτικές για τη χωροταξία, το σχεδιασμό της ανάπτυξης, τις χρήσεις γης σε σχέση με τα έργα υποδομής, τους οικισμούς και τους φυσικούς πόρους, οι πολιτικές για το περιβάλλον, τα δάση, τα οικοσυστήματα, τις πλημμύρες και τους υδατικούς πόρους, αλλά και οι πολιτικές για την ενέργεια και την κυκλική οικονομία να βρίσκονται στο ΥΠΕΝ και η πολιτική προσαρμογής που αναφέρεται ακριβώς σε αυτές τις πολιτικές να είναι σε άλλο υπουργείο, της Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, που δεν έχει ούτε οργανόγραμμα».
Κλείνοντας την τοποθέτησή του, ο Σ. Φάμελλος στάθηκε ειδικότερα στην κοινωνική διάσταση της πράσινης μετάβασης: «Μέχρι στιγμής αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι η κλιματική κρίση γίνεται ευκαιρία για λίγους, αλλά η πλειοψηφία της κοινωνίας μένει όλο και περισσότερο απ' έξω. Ακόμη και ο πολυδιαφημισμένος κλιματικός νόμος της κυβέρνησης έγινε χωρίς την κοινωνία και χωρίς η οικονομία και η παραγωγή να συμμετέχουν, παρότι πλέον θα απαιτηθεί συνολική αλλαγή παραγωγικού υποδείγματος και τρόπου ζωής. Ο κίνδυνος να μεγαλώσουν ακόμη περισσότερο οι ανισότητες είναι ορατός».