Αναφορικά με την κρίση στον Παγασητικό με τα ψάρια, αυτό που εντυπωσιάζει είναι η παντελής απουσία της Κυβέρνησης. Πιστεύω βαθιά και υποστηρίζω με πάθος εδώ και χρόνια την ενίσχυση του Α’ και Β’ βαθμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Δεν έχω, όμως, υπόψη μου κανέναν Ο.Τ.Α. της Χώρας, που να έχει την επιχειρησιακή δυνατότητα και τη στελέχωση για να ανταποκριθεί σε τέτοια κρίση. Είναι “κλασσικό” θέμα στο οποίο θα έπρεπε να έχει υπάρξει ενεργή παρουσία των συναρμόδιων Υπουργείων, μια παρουσία που δεν είδαμε. Η Κυβέρνηση πρώτη φορά εμφανίστηκε να πει τι επιδόματα θα δώσει. Δεν είναι τυχαία αυτή η επιλογή σας, ταιριάζει στη διαρκή επικοινωνιακή έννοια σας να προστατεύετε μόνο την εικόνα σας και τίποτα άλλο.
Περαιτέρω, όσον αφορά το υπό κύρωση Πρωτόκολλο και τα διασυνοριακά θέματα που ρυθμίζει, γεννάται το ερώτημα, εάν θα υπάρξει κάποια αλλαγή σε ό,τι συμβαίνει με την εξόρυξη λιγνίτη στη Δυτική Μακεδονία, ο οποίος κατευθύνεται με μεταφορικά μέσα της Βόρειας Μακεδονίας προς καύση για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε σταθμούς δίπλα στο σύνορά μας. Θα υπάρξει αλλαγή και, εάν ναι, ποια; Προφανώς η κλιματική αλλαγή και η προστασία του περιβάλλοντος δεν κλείνονται σε σύνορα. Εδώ, λοιπόν, εντοπίζεται μια παραδοξότητα στη στάση σας.
Σας έχουμε επισημάνει ότι ο ενεργειακός σχεδιασμός σας, όπως αποτυπώνεται στο νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια & το Κλίμα (ΕΣΕΚ), είναι ένας δρόμος πολλαπλά αδιέξοδος. Αντιθέτως, στο ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, από την εποχή που ήταν Πρόεδρός μας η αείμνηστη Φώφη Γεννηματά, μέχρι σήμερα με το Νίκο Ανδρουλάκη, έχουμε διατυπώσει με σαφήνεια συγκεκριμένες θέσεις από τις οποίες δεν έχουμε μετακινηθεί ποτέ. Οι εγχώριοι πόροι με τις υφιστάμενες μονάδες θα πρέπει σταδιακά και συντεταγμένα να αποσύρονται, με τη διείσδυση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (Α.Π.Ε.) και αποθήκευσης. Υπό τρεις προϋποθέσεις:
1) Αναβάθμιση των δικτύων μέσης, χαμηλής και υψηλής, για την οποία τίποτα δεν έχει γίνει, παρά τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας.
2) Συστηματική διείσδυση της αποθήκευσης, για την οποία ελάχιστα ή τίποτα δεν έχει γίνει. H Ελλάδα πέταξε τεραβατώρες (TWh) ηλεκτρικής ενέργειας παραχθείσας από Α.Π.Ε., καθώς δεν μπορούσαν τις συγκεκριμένες ώρες να μπουν στο δίκτυο, αφού δεν έχει προχωρήσει η αποθήκευση. Μεγάλες επενδύσεις ακόμα περιμένουν “πράσινο φως” από την Κυβέρνηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η εμβληματική επένδυση -που έχει επιλεγεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση- για τις μπαταρίες που ενδιαφέρεται ελληνική εταιρεία να εγκαταστήσει στη Δυτική Μακεδονία, αλλά εξαιτίας σας πλέον διεκδικείται από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
3) Συναίνεση των τοπικών κοινωνιών. Σε αυτό, τα έχετε κάνει “θάλασσα”. Κλείσατε τον ηλεκτρικό χώρο για πέντε εταιρείες, ενώ για εσάς είναι αποσυνάγωγες οι Ενεργειακές Κοινότητες, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι αγρότες, οι ευάλωτοι συμπολίτες μας, η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
Συνέπεια των επιλογών σας είναι, λοιπόν, ότι τελικά δεν μειώνονται οι τιμές. Βάσει της εξέλιξης στις τιμές ρύπων, η ηλεκτρική ενέργεια από Α.Π.Ε. είναι πλέον η φθηνότερη τιμή ενέργειας παντού σε όλη την Ευρώπη, κι όμως η Ελλάδα φαίνεται να “χάνει το στοίχημα”.
Αποτελεί δε τη μεγαλύτερη ενεργειακή αποτυχία σας το γεγονός πως αποφασίσατε να καταστήσετε το εισαγόμενο και ρυπογόνο φυσικό αέριο, ενδιάμεσο καύσιμο στην περίοδο της μετάβασης. Πρόκειται για επιλογή που επηρεάζει, πέραν των άλλων, το εμπορικό ισοζύγιο, το μεγάλο “ασθενή” της ελληνικής οικονομίας. Εάν δεν καταλαβαίνετε τη δική μας γλώσσα, να σας το πω με τη γλώσσα που καταλαβαίνετε, αυτήν του Μπιλ Γκέιτς, ο οποίος σε σχετικό βιβλίο έγραψε ότι η αντικατάσταση ανθρακικών μονάδων με μονάδες αερίου είναι μια ανοησία, γιατί κάποια στιγμή πρέπει γρήγορα να τις αποζημιώσουμε. Ακριβώς αυτό που κάνετε εσείς. Επιφυλάσσετε ουσιαστικά μια νέα φορολογία, με νέα τέλη για αποζημίωση των μονάδων φυσικού αερίου, διότι ενώ θα μειωθεί η συνεισφορά του φυσικού αερίου στο δίκτυο ενέργειας μετά το 2030, εσείς εγκρίνετε την κατασκευή τέτοιων μονάδων που θα χρειαστεί να αποζημιωθούν. Τέλος, σας επαναλαμβάνουμε πως χρειάζεται να αναληφθεί πρωτοβουλία για την υπόθεση του target model. Πρόκειται για ευρωπαϊκή πρακτική που σε μεγέθη αγοράς όπως η ελληνική δεν μπορεί να λειτουργήσει. Δεν μπορεί να βλέπουμε τις τιμές να φθάνουν σε δυσθεώρητα ύψη και να μην αντιδρούμε, γιατί όλο αυτό προκαλεί αφενός μεν έλλειμμα ανταγωνιστικότητας στην ελληνική οικονομία συνολικά, αφετέρου τεράστια δυσπιστία στους πολίτες απέναντι στους θεσμούς, ας δούμε άλλωστε τι συνέβη πρόσφατα στη Γερμανία.