Η σημαντική συνεισφορά του ορυκτού πλούτου στην διαδικασία της «πράσινης» μετάβασης επισημάνθηκε χθες σε εκδήλωση του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, ωστόσο τα στελέχη του έκαναν λόγο για απουσία πολιτικής βούλησης για να αξιοποιηθεί ο ορυκτός πλούτος της χώρας μας.
Ειδικότερα, επισημάνθηκε πως ενώ εδώ και χρόνια έχει καταρτιστεί ειδικό σχέδιο για την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας, αυτό δεν υλοποιήθηκε. Επίσης, ενώ το πρώην ΙΓΜΕ (νυν Ε.Α.Γ.Μ.Ε.) προχώρησε στην καταγραφή των μεταλλευμάτων, η κίνηση αυτή έμεινε «μισή», καθώς δεν προχώρησαν οι απαιτούμενες επενδύσεις που έπρεπε να γίνουν στον κλάδο και ρόλο σε αυτό όπως τονίζει ο Σύνδεσμος είναι ότι δεν υπάρχει πολιτική βούληση.
Αξίζει να σημειωθεί πως η «πράσινη» μετάβαση θα χρειαστεί 4-6 φορές περισσότερα ορυκτά και το πολύ σημαντικό στοιχείο είναι πως πολλά από αυτά βρίσκονται στην Ελλάδα. Στη χώρα μας, όπως τονίστηκε «υπάρχει η αρχή της αλυσίδας αξίας των ορυκτών που χρειάζονται για την ενεργειακή μετάβαση και συγκεκριμένα βωξίτης, σιδηρονικέλιο που χρειάζεται για την κατασκευή μπαταριών. Ουράνιο που υπάρχει στο Παρανέστι».
Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, κ. Αθανάσιος Κεφάλας, το ενεργειακό κόστος επηρέασε, τις εταιρείες του κλάδου, με δυσμενείς συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα τους και τη μείωση των εξαγωγών. Το 2022 το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε κατά 160% και μετά τις επιδοτήσεις, ενώ το κόστος των υγρών καυσίμων κατά περίπου 40%. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος παραγωγής κατά 25-50%. Η οικονομική επιβάρυνση για την εξόρυξη και καθετοποίηση των ορυκτών πρώτων υλών αποτιμάται σε αρκετές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Ο κ. Κεφάλας ζήτησε για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών, να αρθούν τα ρυθμιστικά και τεχνικά εμπόδια για τoν ενεργειακό συμψηφισμό του ηλεκτρικού ρεύματος, να υπάρχει πολιτική σταθερής τιμής ρεύματος για την εξόρυξη και τη βιομηχανία, με κάλυψη των διακυμάνσεων από την πολιτεία, να θεσπιστεί η επιστροφή κατά 50% του Ειδικού Φόρου Καυσίμων και να επανεξεταστούν αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως σύμφωνα με εκτιμήσεις του κλάδου το 2023 αναμένεται οι επενδύσεις να ξεπεράσουν τα 300 εκατ. ευρώ.