Σύμφωνα τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας που αφορούν τα έσοδα κατευθύνονται στο ταμείο ανάκτησης υπερεσόδων η Ρυθμιζόμενη Τιμή Εσόδων Παραγωγών για τον λιγνίτη ήταν 219.34 ευρώ ανα μεγαβατώρα, ενώ για το φυσικό αέριο(μονάδες συνδυασμένου κύκλου) ήταν 153.04 ευρώ ανα μεγαβατώρα. Ακόμα πιο χαμηλά είναι η ρυθμισμένη τιμή εσόδων για τις ΑΠΕ και συγκεκριμένα 85.00 ευρώ ανα μεγαβατώρα. Οι ΑΠΕ συνεισφέρουν το μεγαλύτερο ποσό στο ταμείο άντλησης υπερεσόδων.
Η παραγωγή λιγνίτη σύμφωνα με στοιχεία του ΑΔΜΗΕ τον περασμένο Ιανουάριο ανήλθε σε 405,532GW και τον Φεβρουάριο σε 611,167GW αυξημένη κατά 48% σε σχέση τον Φεβρουάριο του 2022. H τιμή του φυσικού αερίου στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ κινείται στα 40 ευρώ ανα μεγαβατώρα. Τα πράγματα όμως είναι διαφορετικά για τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια και συγκεκριμένα για τα συμβόλαια Δεκεμβρίου η τιμή των οποίων είναι αυξημένη κατά 40%.
Αναλυτές εκφράζουν την ανησυχία τους σε σχέση με τον επόμενο χειμώνα και εάν τελικά η Ευρώπη θα καταφέρει να αντικαταστήσει τις ροές από το ρωσικό φυσικό αέριο. Με μεγάλο ενδιαφέρον παρακολουθείται και η αγορά της Ασίας και εάν τελικά θα υπάρξει επάνοδος του υγροποιημένου φυσικού αερίου στην περιοχή. Να σημειωθεί πω σύμφωνα με το Green Tank στη χώρα μας «η αθροιστική κατανάλωση του οκταμήνου ήταν 8.7 TWh χαμηλότερη από τον μέσο όρο των ίδιων οκταμήνων της προηγούμενης πενταετίας. Την κύρια συνεισφορά σε αυτή τη μείωση είχε η ηλεκτροπαραγωγή (-4 TWh), ξεπερνώντας τη βιομηχανία (-3.4 TWh) και τα δίκτυα διανομής (-1.3 TWh)».
Επιπλέον, ανέφερε σε πρόσφατη ανακοίνωσή του πως «σε όρους ποσοστιαίων μεταβολών, η χώρα το οκτάμηνο Αυγούστου 2022-Μαρτίου 2023 μείωσε τη συνολική κατανάλωση αερίου κατά 31.8% συγκριτικά με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους, ξεπερνώντας κατά πολύ τον στόχο μείωσης που αντιστοιχεί στην εξαίρεση που πήρε η Ελλάδα στον σχετικό ευρωπαϊκό Κανονισμό, σύμφωνα με την οποία, μπορεί να υπολογίζει την επίδοσή της σε σχέση με το προηγούμενο έτος και όχι με τον μέσο όρο της πενταετίας. Το πλέον αξιοσημείωτο όμως είναι ότι η χώρα κατάφερε να μειώσει την κατανάλωση κατά 20.9% σε σχέση με τον μέσο όρο των αντίστοιχων οκταμήνων της προηγούμενης πενταετίας, ξεπερνώντας κατά σχεδόν 6 ποσοστιαίες μονάδες τον στόχο του -15%, όπως τον έθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Αποδεικνύεται συνεπώς ότι η επίκληση της εξαίρεσης του Κανονισμού που ζήτησε και έλαβε η Ελλάδα δεν ήταν αναγκαία προκειμένου η χώρα να συνεισφέρει στην κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια με βάση τις πραγματικές δυνατότητές της».