Την ανταγωνιστικότητα των μονάδων παραγωγής ρεύματος από φυσικό αέριο πλήττουν τόσο το τέλος Ασφάλειας Εφοδιασμού της χώρας όσο και η έκτακτη εισφορά που επιβλήθηκε από τον περασμένο Νοέμβριο και η οποία πρόσφατα μετετράπη σε ποσοστό 5% επί της τιμής του φυσικού αερίου TTF.
Μέτρα, που ήρθαν για την αντιμετώπιση της πρωτοφανούς ενεργειακής κρίσης ωστόσο επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις, αλλά και τα έσοδα του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης επιβαρύνοντας εν τέλει τους ίδιους τους καταναλωτές.
Με την έκτακτη εισφορά στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο φυσικό αέριο. 10 ευρώ/ MWh αρχικά και 5% επί της τιμής του φυσικού αερίου TTF στη συνέχεια η αγορά υπολογίζει ότι η ελληνική παραγωγή ηλεκτρισμού από φυσικό αέριο γίνεται ακριβότερη κατά περίπου 20 ευρώ/ΜWh ποσό που μπορεί να έχει μειωθεί μετά την μετατροπή της έκτακτης εισφοράς σε ποσοστό επί της τιμής TTF και η οποία όμως παραμένει ακόμη πολύ σημαντική.
Παράλληλα πριμοδοτούνται οι εισαγωγές σε βάρος της λειτουργίας και της βιωσιμότητας των εγχώριων μονάδων φυσικού αερίου που είναι απαραίτητες για την ομαλή λειτουργία και ευστάθεια του συστήματος.
Και αυτό γιατί με την επιβολή της έκτακτης εισφοράς η ελληνική χονδρεμπορική αγορά καθίσταται ακριβότερη από τις γειτονικές, με αποτέλεσμα την υπέρμετρη αύξηση των εισαγωγών και παράλληλα τη μείωση της παραγωγής των εγχώριων μονάδων.
Επιπλέον έχει κόστος και για την ίδια την αγορά φυσικού αερίου αλλά ακόμη και στην ίδια την αγορά φυσικού αερίου αφού οι εταιρίες επιβαρύνονται με ρήτρες take or pay, όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς.
Την ίδια ώρα το κόστος από το Τέλος Ασφάλειας Εφοδιασμού αποδεικνύεται πολύ μεγαλύτερο από ό,τι είχε αρχικά υπολογιστεί και για τον λόγο αυτό η αγορά ζητά την ενσωμάτωσή του στις ρυθμιζόμενες χρεώσεις τόσο του ρεύματος όσο και του φυσικού αερίου.
Πέραν αυτών όμως το τέλος ασφάλειας εφοδιασμού 2,5 ευρώ/MWh που επιβλήθηκε σε όλες τις χρήσεις φυσικού αερίου, για να καλύψει το κόστος των μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, θα μπορούσε όπως τονίζουν παράγοντες τη αγοράς να έχει τη μορφή ρυθμιζόμενης χρέωσης και να μην εντάσσεται στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμών.
Το συγκεκριμένο κόστος μετακυλίεται στις τελικές τιμές του ρεύματος όμως επηρεάζει κατ΄αρχήν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών μονάδων έναντι των γειτονικών με αποτέλεσμα εισαγωγές ρεύματος από την Ιταλία και τη Βουλγαρία οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί.
Το τέλος αυτό μάλιστα αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω καθώς το τελικό κόστος των μέτρων για την ασφάλεια εφοδιασμού ξεπέρασε το προβλεπόμενο των 136 εκατ. ευρώ που ενέκρινε αρχικά η ΡΑΕ.
Είναι ενδεικτικό ότι σε 135 εκατ. ευρώ ανέρχεται τελικώς μόνο το κόστος που θα πληρώσουν όλοι οι καταναλωτές φυσικού αερίου για την υποχρεωτική τήρηση αποθεμάτων ασφαλείας φυσικού αερίου σε αποθηκευτικούς χώρους της Ιταλίας. Σε αυτό το ποσό θα πρέπει να προστεθούν και τα 41,5 εκατ. ευρώ που ήταν το κόστος ενοικίασης και λειτουργίας της πλωτής μονάδας αποθήκευσης υγροποιημένου φυσικού αερίου (FSU) στα ανοιχτά της Ρεβυθούσας. Η συγκεκριμένη μονάδα χρησιμοποιήθηκε μόνο για την τήρηση αποθεμάτων ασφαλείας και προφανώς το κόστος της θα πληρωθεί από το τέλος ασφάλειας εφοδιασμού.
Αξίζει να σημειωθεί δε ότι την κάλυψη όλων αυτών των επιβαρύνσεων δεν επαρκούν τα κεφάλαια που είναι διαθέσιμα στον Λογαριασμό Ασφάλειας Εφοδιασμού.