Οι ελληνικές εξαγωγές ορυκτών πρώτων υλών το 2022 ανήλθαν σε 1,0 δισεκ. ευρώ, έναντι 933 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος, και αφορούν κυρίως αλουμίνιο και χαλκό, πρώτες ύλες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο κρίσιμων πρώτων υλών. Όπως αναφέρεται σε μελέτη στο πλαίσιο της ενδιάμεσης έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδας για την ελληνική οικονομία, τα αποδεδειγμένα και καταγεγραμμένα διαθέσιμα κοιτάσματα περιλαμβάνουν επίσης κοβάλτιο, λίθιο, γραφίτη, καθώς και σπάνιες γαίες. Η εκμετάλλευση αυτών των κοιτασμάτων, σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές και περιβαλλοντικές απαιτήσεις σε πρώτες ύλες, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των εξαγωγών, αλλά και να ενισχύσει εγχώριες παραγωγικές επενδύσεις οι οποίες θα συμβάλουν στη διαφοροποίηση του σημερινού παραγωγικού προτύπου.
Μεταξύ των ορυκτών πρώτων υλών, ήδη πραγματοποιείται εξόρυξη βωξίτη, νικελίου, κοβαλτίου, μαγνησίτη, χαλαζία και χαλκού. Αύξηση καταγράφεται στην παραγωγή χρυσού και γύψου και μείωση, σε συμμόρφωση και προς τις ευρωπαϊκές οδηγίες, στην παραγωγή λιγνίτη και νικελίου. H παραγωγή της Ελλάδος με την υψηλότερη παγκόσμια κατάταξη για το 2021 αφορούσε τον περλίτη (2η θέση), τον μπεντονίτη (5η θέση) και τον μαγνησίτη (10η θέση), ενώ η εγχώρια παραγωγή βωξίτη ήταν 14η σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατά τα πρόσφατα έτη η Ελλάδα μείωσε την παραγωγή λιγνίτη κατά 68% (μεταξύ 2017-2021), ενώ η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται στον χρυσό (σε συνάρτηση και με τη σχετική επένδυση στις Σκουριές) και ακολουθεί ο γύψος, με αύξηση παραγωγής 64,5%. Μείωση κατέγραψε επίσης η παραγωγή νικελίου κατά 74,5%.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η παραγωγή και οι εξαγωγές ορυκτών πρώτων υλών είναι μια αγορά με προοπτικές δυναμικής ανάπτυξης, η οποία όμως έχει αλληλεπίδραση με τις πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος, την ενεργειακή μετάβαση και τη διαφύλαξη της ποιότητας του τουριστικού προϊόντος. Στην ΕΕ, η περιορισμένη μέχρι σήμερα παραγωγή κρίσιμων πρώτων υλών οδηγεί σε υψηλή εισαγωγική εξάρτηση, παρόλο που υπάρχουν καταγεγραμμένα αποθέματα σε κράτη-μέλη της.
Η εξάρτηση της ΕΕ από εισαγωγές κρίσιμων πρώτων υλών σήμερα είναι, κατά περίπτωση, είτε ολοκληρωτική, είτε σε τέτοιο ποσοστό που ενδεχόμενη διακοπή στην εφοδιαστική αλυσίδα σε συνδυασμό με αύξηση της ζήτησης θα δημιουργούσε στενότητα στην ευρωπαϊκή αγορά, καθώς η παραγωγή των περισσότερων κρίσιμων πρώτων υλών εντός της ΕΕ δεν επαρκεί.
Ενδεικτικά, οι εισαγωγές της ΕΕ σε κρίσιμες πρώτες ύλες το 2022 ανήλθαν σε 85 δισεκ. ευρώ. Σύμφωνα με γεωλογικές μελέτες, σημαντικά επιβεβαιωμένα κοιτάσματα ορυκτών πρώτων υλών στην Ευρώπη βρίσκονται στη Γροιλανδία, τη Σουηδία, τη Φινλανδία, τη Νορβηγία, αλλά και την Ελλάδα.
Ωστόσο, για την εκμετάλλευση των κρίσιμων πρώτων υλών, η οποία θα ενισχύσει τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ, είναι σημαντικό να υιοθετηθούν βέλτιστες στρατηγικές επιλογές για την αποκόμιση του μέγιστου δυνατού οφέλους. Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη της μεταποίησης που θα προκύψει από στρατηγικές αποφάσεις εκμετάλλευσης των διαθέσιμων κοιτασμάτων της Ελλάδoς θα ενδυναμώσει και τις προσπάθειες τροποποίησης του παραγωγικού της προτύπου με την αξιοποίηση της καινοτομίας στη διαφοροποίηση των απαιτούμενων πρώτων υλών και των πηγών προμήθειάς τους, την αύξηση των εξαγωγών και της συμμετοχής της χώρας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, συμβάλλοντας σε αύξηση της απασχόλησης και της ευημερίας.