Μετά το τέλος της επιδότησης των 15 λεπτών το λίτρο στην αντλία και εξαιτίας της ανοδικής πορείας των διεθνών τιμών του πετρελαίου, η τιμή του ντίζελ έφτασε να είναι ακριβότερη και από την αμόλυβδη βενζίνη εκτοξεύοντας τα μεταφορικά κόστη σε δυσθεώρητα ύψη πυροδοτώντας νέο κύκλο ανατιμήσεων στην αγορά.
Το ενδεχόμενο για παρέμβαση στο ντίζελ κίνησης προανήγγειλε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, μετά από επίκαιρη ερώτηση του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα για την ακρίβεια.
«Εχουμε ήδη εξαγγείλει μία σειρά από μέτρα. Θεωρώ πως είναι σημαντικά. Δεν θα μπορούσε η κυβέρνηση να υλοποιήσει αν δεν είχε πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης» τόνισε ο Πρωθυπουργός και αναφέρθηκε στη συνέχεια στις αυξήσεις του πετρελαίου κίνησης. «Αυτό που παρατηρείτε στο diesel δεν είναι ελληνικό φαινόμενο αλλά παγκόσμιο. Δεν μπορεί να λέτε ότι είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Σταματήστε αυτή την προπαγάνδα» είπε απευθυνόμενος στον Αλέξη Τσίπρα. «Να συζητήσουμε ρεαλιστικές λύσεις για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα. Έχετε δίκιο ότι οι αυξήσεις στο diesel έχουν επίπτωση στην εφοδιαστική αλυσίδα. Μετράμε τις δυνατότητες μας και θα δούμε αν μπορούμε να εξαγγείλουμε κάτι και για το diesel κίνησης», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Σημειώνεται ότι μετά τη λήξη της περιόδου επιδότησης στην αντλία, αφού εξαντλήθηκαν τα όποια αποθέματα, στην ελληνική αγορά οι τιμές του πετρελαίου κίνησης υπερβαίνουν σταθερά τις αντίστοιχες της βενζίνης σε όλη την Ελλάδα. Σε μέσα επίπεδα πανελλαδικά άλλωστε, τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Ανάπτυξης δείχνουν τιμή βενζίνης στα 2,034 ευρώ ανά λίτρο έναντι 2,121 ευρώ ανά λίτρο για το πετρέλαιο κίνησης.
Μέχρι τώρα, ο προϋπολογισμός σήκωνε το βάρος της επιδότησης στο diesel, όπως γίνεται και με το πετρέλαιο θέρμανσης με το κονδύλι που έχει προϋπολογιστεί να φτάνει τα 250 εκατ. ευρώ. Παρόλα αυτά, το δημοσιονομικό κόστος είναι αρκετά μεγάλο, καθώς όπως φαίνεται, θα χρειαστεί να επιδοτηθούν τα υγρά καύσιμα για αρκετούς μήνες ακόμη.
Στην κατεύθυνση αυτή η φορολόγηση των υπερκερδών των διυλιστηρίων μπορεί να δώσει ενισχύσει σημαντικά τα κρατικά έσοδα ώστε να συνεχιστεί η επιδότηση και στο ντίζελ κίνησης αλλά και γενικότερα αν επιβαρυνθεί όσο το δυνατόν λιγότερο ο κρατικός προϋπολογισμός.
Για ρητή πρόβλεψη φορολόγησης των διυλιστηρίων έκανε λόγο χθες ο πρωθυπουργός στη Βουλή σημειώνοντας ότι θα μάλιστα ότι θα εισπραχθεί στο τέλος του 2022.
Υπενθυμίζεται ότι η φορολόγηση με ποσοστό κατ’ ελάχιστο 33% των υπερεσόδων των εταιρειών ορυκτών καυσίμων προβλέπεται από το σχέδιο Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης
Την ίδια ώρα ασαφές και συγκεχυμένο παραμένει το περιβάλλον τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο και στην Ελλάδα σε ότι αφορά την φορολόγηση των επιπλέον εσόδων των εταιριών ορυκτών καυσίμων λόγω της ενεργειακής κρίσης.
Όπως είναι γνωστό το σχέδιο Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εγκρίθηκε από Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας της 30η Σεπτεμβρίου προβλέπει τη φορολόγηση με ποσοστό κατ ελάχιστον 33% των υπερεσόδων των εταιριών ορυκτών καυσίμων. Σε ότι αφορά την χρονική περίοδο επί της οποίας θα επιβληθεί η επιπλέον φορολόγηση το κείμενο της Κομισιόν που είδε το φως της δημοσιότητας αναφέρεται τα έτη 2022 και ή 2023.
Ωστόσο δεν έχει αποσαφηνιστεί μέχρι τώρα για τον τρόπο και τα έτη που θα φορολογηθούν, καθώς και εάν στα έσοδα των εταιριών διύλισης θα συνυπολογιστούν τα αποθέματα ασφαλείας που υποχρεούνται να τηρούν.
Πάντως μέχρι στιγμής όλα τα σενάρια παραμένουν ανοιχτά τόσο για το ύψος της φορολόγησης όσο και για την χρονική περίοδο αλλά και κυρίως για τη φορολογητέα ύλη. Μάλιστα και εντός Ελλάδος για το ζήτημα φαίνεται να υπάρχουν διαφορετικές τοποθετήσεις από τα υπουργεία Οικονομικών και Ενέργειας γεγονός που επιτείνει τη σύγχυση και την ανησυχία του κλάδου διύλισης.