Σε σύνολο φορολογικών εσόδων 54 δισ. ευρώ εφέτος, οι εισπράξεις από τα τέλη και τους φόρους στα πετρελαιοειδή ξεπερνούν τα 4 δισ. ευρώ.
Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τον ελληνικό προϋπολογισμό, αλλά και για τους προϋπολογισμούς όλων των κρατών διεθνώς, είναι με τι θα υποκαταστήσουν αυτά τα φορολογικά έσοδα που προέρχονται από τις πωλήσεις ορυκτών καυσίμων.
Στην εφετινή Ετήσια Σύνοδο του ΔΝΤ στο Μαρόκο το συγκεκριμένο θέμα έτυχε μεγάλης προσοχής. Εγκαίρως το έχει επισκοπήσει όμως και η ελληνική κυβέρνηση.
Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της ενεργειακής μετάβασης, τα νοικοκυριά θα πρέπει για τη διετία 2024-2025 να δαπανήσουν 8,4 δισ. ευρώ (4,21 δισ. ευρώ ετησίως) και για την πενταετία 2025-2030 άλλα 33,5 δισ. ευρώ (6,7 δισ. ευρώ ετησίως) για ηλεκτροκίνητα ή υβριδικά οχήματα και δίκυκλα, καθώς και για πιο «καθαρά» καύσιμα.
Αντιστοίχως, για το «πρασίνισμα» του υπόλοιπου τομέα των μεταφορών θα απαιτηθούν περί τα 50,7 δισ. ευρώ, ήτοι 14,2 δισ. ευρώ την επόμενη διετία 2024-2025 και 36,5 δισ. ευρώ ανά έτος την περίοδο 2025-2030.
Ωστόσο, κατά το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα η μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα θα φέρει νέα προβλήματα τα οποία θα πρέπει να επιλυθούν από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, με την υλοποίηση των προαναφερόμενων στόχων, θα περιοριστεί η ζήτηση για ορυκτά καύσιμα -κυρίως πετρελαιοειδή στον τομέα των μεταφορών – τα οποία λόγω της υψηλής φορολόγησης τους αποδίδουν σημαντικά φορολογικά έσοδα στο ελληνικό κράτος.
Η μείωση αυτή θα γίνει προς όφελος των πιο φιλικών προς το περιβάλλον ενεργειακών προϊόντων, τα οποία δεν θα φορολογούνται ώστε να προωθηθούν στην αγορά. «Η κάλυψη του δημοσιονομικού κενού που θα προκύψει θα πρέπει να καλυφθεί από νέους φόρους που θα πρέπει να σχεδιασθούν ώστε να μην εναντιώνονται ή να μην συμβάλλουν αρνητικά στη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα», σημειώνεται χαρακτηριστικά στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα.