Αυτή είναι μία από τις βασικές παραμέτρους της πορείας του πληθωρισμού και της ακρίβειας σύμφωνα με το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών όπως αναφέρεται στο τετραμηνιαίο περιοδικό του για τις οικονομικές εξελίξεις.
Αν και σημειώνεται ότι, αποτελεσματικά μέτρα για τη ριζική αντιμετώπιση του πληθωρισμού αλλά και της ακρίβειας στην Ελλάδα είναι αυτά που ενισχύουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού, ωστόσο, η επίμονη παρουσία του πληθωρισμού στην ελληνική οικονομία και η υψηλή ακρίβεια ήταν τα στοιχεία που ώθησαν το ΚΕΠΕ να ελέγξει τα βασικά αίτιά τους.
Από την ανάλυση προκύπτουν ενδείξεις ότι κατά την περίοδο 2021-2022, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονες εξωγενείς πληθωριστικές πιέσεις κατά κύριο λόγο στον τομέα της ενέργειας, τα κέρδη αύξησαν τη συμβολή τους στις αυξήσεις των εγχώριων τιμών.
Επιπλέον, οι κινητήριες δυνάμεις της αύξησης των κερδών τροφοδοτήθηκαν από τις αυξήσεις στο καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα των επιχειρήσεων και στο μοναδιαίο μεικτό εισόδημα. Οι συνθήκες αυτές παρέχουν ενδείξεις ότι οι επιχειρήσεις επέλεξαν να μην απορροφήσουν τις αυξήσεις στο κόστος ενέργειας μετακυλίοντάς το στις τιμές των προϊόντων και ταυτόχρονα ενίσχυσαν το καθαρό λειτουργικό τους πλεόνασμα.
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης έρχονται να προστεθούν σε μια σειρά εργασιών για άλλες χώρες, την ευρωζώνη και τις ΗΠΑ. Στο φαινόμενο αυτό έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες. Κάποιες επιχειρήσεις ενδεχομένως αυξάνουν τις τιμές τους για να προστατεύσουν τα περιθώρια κέρδους τους.
Σύμφωνα με άλλη ερμηνεία, κάποιες επιχειρήσεις ενισχύουν τα περιθώρια κέρδους τους για να ανακτήσουν απώλειες προηγούμενων ετών. Αλλη πιθανή αιτία έγκειται στην προσπάθεια δημιουργίας «μαξιλαριών» σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας. Τέλος, μια άλλη ερμηνεία εστιάζει στον «πληθωρισμό του πωλητή», δηλαδή στη δυνατότητα κάποιων εταιρειών με μεγάλο μερίδιο της αγοράς να αυξάνουν τις τιμές. Σε κάθε περίπτωση, το ζητούμενο είναι η ριζική αντιμετώπιση του πληθωρισμού και της ακρίβειας.
Όπως σημειώνει ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ Παναγιώτης Λιαργκόβας «η κυβέρνηση έχει κατά καιρούς ανακοινώσει διάφορα μέτρα τόσο για την αντιστάθμιση των απωλειών στο βιοτικό επίπεδο των πολλών όσο και για τη μείωση των βασικών ειδών κατανάλωσης (π.χ. market pass, αυξήσεις μισθών και συντάξεων κ.ά). Μολονότι χρήσιμα, τα παραπάνω μέτρα δεν αρκούν για να επιφέρουν σημαντικό και μόνιμο κτύπημα στον πληθωρισμό και την ακρίβεια. Πιθανότατα αυτό οφείλεται στο ότι ο πρόσφατος πληθωρισμός συνδέεται με τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων.»
Αναπόφευκτα, σημειώνει το ΚΕΠΕ, επανέρχεται το ερώτημα εάν ο ανταγωνισμός στην Ελλάδα λειτουργεί αποτελεσματικά και εκπληρώνει το καθήκον του για αυτορρύθμιση σε μια αγορά που συχνά κυριαρχείται από μια μικρή ομάδα μονοψήφιων παικτών. Από πολλές απόψεις, η συγκέντρωση ενός κλάδου στα χέρια ενός πολύ μικρού αριθμού εταιρειών δεν είναι θετική για τους καταναλωτές.
Ο «πληθωρισμός απληστίας» τροφοδοτείται από ολιγοπώλια, των οποίων τα εγγενή χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν περιορισμένο ανταγωνισμό, εμπόδια εισόδου, ακαμψία τιμών και «στρατηγική» συμπεριφορά των μελών τους για τη διατήρηση υψηλότερων τιμών και κερδών.
Συναφώς, αποτελεσματικά μέτρα για τη ριζική αντιμετώπιση του πληθωρισμού αλλά και της ακρίβειας στην Ελλάδα είναι αυτά που ενισχύουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού. Στο παρελθόν (2012, 2014, 2016), η ενίσχυση της ανταγωνιστικής λειτουργίας των αγορών προωθήθηκε μέσω της «εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ». Η «εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ» εξέτασε τις συνθήκες ανταγωνισμού σε 13 τομείς της ελληνικής οικονομίας που αντιπροσώπευαν το 30,7% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στη χώρα και το 35,2% της απασχόλησης, από τον τουρισμό έως το εμπόριο, τον κλάδο των τροφίμων και συγκεκριμένους κλάδους της μεταποίησης.
Εγινε αξιολόγηση 2.312 νόμων και κανονιστικών διατάξεων, εντοπίστηκαν 1.276 εξ αυτών που περιόριζαν τον ανταγωνισμό και διατυπώθηκαν 775 προτάσεις.
Το ΚΕΠΕ καταλήγει με ένα προβληματισμό, μήπως είναι καιρός σήμερα να δημιουργηθεί μια νέα «εργαλειοθήκη της Ελλάδας» με την επέκταση της εφαρμογής της και σε άλλους κλάδους της οικονομίας, για τους οποίους υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός και εμποδίζεται η υγιής επιχειρηματικότητα;