Σε συνέχεια της δημοσίευσης με την Απόφαση 461/2021 των αποτελεσμάτων του πρόσφατου διαγωνισμού της ΡΑΕ και της κατάρρευσης των Τιμών Αναφοράς (ΤΑ) που καταγράφηκε σε σχέση με τον αμέσως προηγούμενο του Ιουλίου 2020, την ώρα μάλιστα που οι τιμές του φωτοβολταϊκού εξοπλισμού ακολουθούν τον τελευταίο χρόνο διεθνώς ανοδική πορεία το ίδιο και το κόστος σύνδεσης των έργων στο δίκτυο, ο Σύνδεσμος μας επιθυμεί να θέσει τους προβληματισμούς του για το τοπίο που διαμορφώνεται, στην περίπτωση δηλαδή που οι ΤΑ αυτές δεν αντανακλούν πραγματικά οικονομικά δεδομένα καθώς και την 20ετή δέσμευση των επιλεγέντων έργων να πωλούν το παραγόμενο ρεύμα τους μέσω των ΣΕΔΠ που θα συνάψουν με τον ΔΑΠΕΕΠ πράγματι στις τιμές αυτές, αλλά τυχόν συνιστούν βραχεία στρατηγική επικράτησης στην παραγωγή ενέργειας από φωτοβολταϊκά μέσω του μαζικού εκτοπισμού των υπολοίπων συμμετεχόντων.
Ξεκινώντας από τους καθετοποιημένους συμμετέχοντες, δηλαδή αυτούς που πέρα από παραγωγή διαθέτουν και προμήθεια, δηλαδή λιανική, στο ομιλικό τους χαρτοφυλάκιο, δεν καθίσταται αντιληπτός ο λόγος του γιατί επιλέγουν να συμμετέχουν σε διαγωνισμό ΡΑΕ διεκδικώντας μάλιστα τιμές κάτω από τα 40 ευρώ/MWh, την ώρα που στην λιανική πωλούν την ηλεκτρική ενέργεια μεσοσασταθμικά προς ~110 ευρώ/MWh. Υπενθυμίζεται πως με τον ν. 4643/2019 επιτρέπεται η απευθείας συμμετοχή των ΑΠΕ στην αγορά, δηλαδή χωρίς την προηγούμενη επιλογή τους σε διαγωνισμό ΡΑΕ.
Μια πιθανή ερμηνεία θα προέκυπτε λ.χ. αν οι επιλεχθείσες μονάδες καθετοποιημένων παικτών εγκαταλείψουν τις 20ετείς συμβάσεις με ΔΑΠΕΕΠ των 33-40 ευρώ/MWh που μόλις κατοχύρωσαν και επιλέξουν, όπως έχουν την δυνατότητα εντός 4ετίας βάσει της παρ. 3, του άρθρου 20, του ν. 4643/2019, να δραστηριοποιηθούν απευθείας στην χονδρεμπορική αγορά. Έτσι θα έχουν την ευκαιρία για το παραγόμενο ρεύμα τους να απολαύσουν ευθέως την πολλαπλάσια μεσοσταθμική αξία των τιμών λιανικής τους (~110 ευρώ/MWh) και να μην επιδοτούν τον ΕΛΑΠΕ με την αρνητική διαφορά των ΤΑ από τις Τιμές Εκκαθάρισης της Προημερήσιας Αγοράς, που ακόμη και αυτές είναι υψηλότερες. Ας υπογραμμίσουμε εδώ πως είτε υψηλές είτε χαμηλές είναι οι ΤΑ, οι ανανεώσιμες παραγωγές των επιλεχθέντων μονάδων θα συμμετέχουν με μηδενική τιμή στην χονδρεμπορική αγορά λόγω των ΣΕΔΠ. Οπότε από τις χαμηλές ΤΑ δεν ωφελείται η προμήθεια.
Αναφορικά με την προτεραιότητα στην έγχυση που κάποιος θα μπορούσε ως δικαιολογία να προτάξειγια την μη απεμπόληση των συμβάσεων ΣΕΔΠ με ΔΑΠΕΕΠ, επειδή αναφερόμαστε σε μεγάλους και καθετοποιημένους συμμετέχοντες, ελάχιστη έως μηδενική σημασία θα είχε. Την προτεραιότητα στην έγχυση μπορούν να την διασφαλίζουν ακόμη και με αρνητικές προσφορές στην προημερήσιααγορά κάτι που κανείς άλλος δεν μπορεί. Όπως έχουμε και παλαιότερα επισημάνει, οι καθετοποιημένοι παίκτες με συμμετρική μάλιστα αναλογία παραγωγής-προμήθειας απολαμβάνουν μια φυσική, οικονομικά αδιάφορη ισορροπία ως προς τις τιμές πώλησης της παραγωγής τους στην χονδρεμπορική αγορά. Αυτό δηλαδή που εν τέλει μακροοικονομικά τους επηρεάζει είναι το κόστος παραγωγής της ενέργειας (ήτοι το κόστος εγκατάστασης αν μιλάμε για ΑΠΕ) και η τελική τιμή διάθεσης της στους καταναλωτές-πελάτες τους και όχι ο ενδιάμεσος σταθμός της χονδρεμπορικής αγοράς. Αυτός είναι και ο λόγος πως όταν στις προημερήσιες αγορές ανά την Ευρώπη υπάρχει υπερπροσφορά ενέργειας σε συνδυασμό με χαμηλή ζήτηση, οι χονδρεμπορικέςτιμές καθίστανται ακόμη και αρνητικές, εκτοπίζοντας τους μη καθετοποιημένους παραγωγούς αφού κανείς τους, φυσιολογικά, δεν έχει την πρόθεση να παράγει για να πληρώνει αντί να πληρώνεται. Τούτο βεβαίως πλην των καθετοποιημένων που ακόμα και υπό συνθήκες αρνητικών τιμών παραμένουν οικονομικά ουδέτεροι, αφού εν συνεχεία θα πληρωθούν αντί να πληρώσουν για την ενέργεια που απορρόφησε το σκέλος προμήθειας τους από την αγορά και έτσι όχι μόνο θα καλύψουν την ζημία της παραγωγής λόγω των αρνητικών τιμών, αλλά θα ανακτήσουν και το προβλεπόμενο κέρδος.
Οπότε εν τοις πράγμασι οι καθετοποιημένοι δεν χρειάζονται τις συμβάσεις ΣΕΔΠ με τον ΔΑΠΕΕΠ. Το Target Model παρέχει όλα τα εργαλεία ώστε να χρησιμοποιήσουν και την τελευταία MWh παραγωγής τους μέσω και των ΦοΣΕ που διαθέτουν, πέραν βεβαίως του βασικούόπλου των διμερών ενδο-ομιλικών συμβολαίων (PPAs) και έτσι να καρπώνονται ομιλικά για την παραγωγή τους την λιανική τιμή πώλησης του ρεύματος (~110 ευρώ/MWh).
Οπότε, ως προς το γιατί επέλεξαν εξαρχής να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό ΡΑΕ και μάλιστα με τόσο χαμηλές τιμές, δεν θα μπορούσαμε να σκεφθούμε καλύτερο λόγο από το να "σκουπίσουν" τα MW που άλλως θα είχαν διαθέσιμα να κατοχυρώσουν οι υπόλοιποι ανταγωνιστές τους μέσα σε αυτούς και οι μικρομεσαίοι που τώρα έμειναν εκτός. Διαμορφώνεται δηλαδή μέσω τέτοιων στρατηγικών ίσως ένα ολιγοπωλιακό σκηνικό στην ανανεώσιμη παραγωγή, που δεν συνδέεται με τα πραγματικά κόστη, τους καταναλωτές ή την εθνική οικονομία αλλά μάλλον με στρατηγικές κυριαρχίαςστα MW του ηλεκτρικού χώρου που διατίθενται για ΑΠΕ. Με τον τρόπο αυτό μπορεί στην πράξηνα ανασταλεί η δυνατότητα συμμετοχής πολλών παικτών και στο προσεχές πολυδιαφημισμένο πακέτο διαγωνισμών της περιόδου 2021-24 που ετοιμάζει το Υπουργείο Ενέργειας.
Προβληματισμό τέλος για την εθνική οικονομία συνιστά και το τι ποσοστό των λειτουργικών χρηματοροών που θα οδεύουν στους παραγωγούς επί 20ετία και πλέον για την παραγωγή τους, θα παραμένει εντός των τειχών της οικονομίας ή θα φεύγει δια των μερισμάτων στις μητρικές τους στο εξωτερικό. Το χρήμα που μένει και ανακυκλώνεται στη χώρα τροφοδοτώντας μέσω των πολλαπλασιαστών της οικονομίας ευρύτερα το βιοτικό επίπεδο και την κατανάλωση,δημιουργεί ΑΕΠ. Αντίθετα, αν η ηλεκτροπαραγωγή που είναι η βάση της οικονομίας αφελληνιστεί μέσω ξένων πολύ μεγάλωνεπενδύσεων, είτε αργότερα με εξαγορές εταιρειών που θα έχουν ολιγοπωλιακά προηγουμένως συγκεντρώσει την πλειοψηφία των ΑΠΕ, θα δημιουργηθούν μη αναστρέψιμες μακροοικονομικές επιπτώσεις για την χώρα μακριά από πρόσκαιρους μικρο-οικονομικούς υπολογισμούς περί χαμηλών ΤΑ, που όπως αναλύθηκε μπορεί και να μην ισχύσουν για πολύ μέσω της απεμπόλησης των συμβάσεων με ΔΑΠΕΕΠ και της συμμετοχής απευθείας στην αγορά.
Χωρίς προφανώς να αντιτιθέμεθα στις μεγάλες ή/και ξένες επενδύσεις, θα επιμείνουμε πως οι μικρομεσαίοι παραγωγοί που δεν είναι ούτε πρόσφορο ούτε εύκολο λόγω της διασποράς και της ποικιλομορφίας τους να εξαγοραστούν και που θα ανακυκλώνουν το χρήμα εντός των τειχών, μπορούν να αποτελέσουν πυλώνα σταθερότητας και προστασίας της ενεργειακής βάσης της χώρας ωφελώντας την εθνική οικονομία και το ΑΕΠ της πολλαπλασιαστικά. Απαιτούνται συνεπώς πολιτικές διασφάλισης της παρουσίας των μικρομεσαίων και στα νέα επαγγελματικά έργα ΑΠΕ, στην βάση των κατευθυντήριων γραμμών της ΕΕ που αφήνουν μάλιστα σημαντικά περιθώρια.