Περισσότερα από 2,6 δις. ευρώ έχει αποδώσει συνολικά μέχρι τώρα ο μηχανισμός ανάκτησης υπερεσόδων των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, που λειτουργεί από τον περασμένο Ιούλιο και τροφοδοτεί το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, οι πόροι του οποίου κατευθύνονται στις επιδοτήσεις ηλεκτρικού ρεύματος για τους καταναλωτές.
Όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας είναι η κύρια πηγή εσόδων με συνεισφορά άνω του 1,6 δις. ευρώ.
Η ΔΕΗ μόνο από τα υδροηλεκτρικά και λιγνιτικά εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρισμού έχει συνεισφέρει στον μηχανισμό ανάκτησης των υπερεσόδων περισσότερα από 770 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΡΑΕ ο μηχανισμός έχει αποδώσει συνολικά μέχρι στιγμής περισσότερα από 2,6 δισ. ευρώ με τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού από ΑΠΕ να είναι η κύρια πηγή εσόδων με συνεισφορά μεγαλύτερη του 1,6 δις ευρώ. Τα κονδύλια αυτά όπως είναι γνωστό κατευθύνονται στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ) και αξιοποιούνται για την επιδότηση των λογαριασμών ρεύματος των τελικών καταναλωτών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που αναρτά η ΡΑΕ, στις 7 Δεκεμβρίου, τα συνολικά κεφάλαια που έχουν συγκεντρωθεί ανέρχονταν στα 2.659.272.502,38 ευρώ, εκ των οποίων η μεγαλύτερη εισφορά προέρχεται από τις ΑΠΕ με 1.636.213.725.37 ευρώ. Ακολουθούν οι λιγνιτικές μονάδες και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά της ΔΕΗ με ποσά ύψους 440.205.101,39 ευρώ και 332.638.834,35 ευρώ, αντίστοιχα, οι μονάδες φυσικού αερίου συνδυασμέου κύκλου της ΔΕΗ και των ιδιωτών με 250.088.378,64 ευρώ και οι μονάδες αερίου ανοικτού κύκλου με 126.462,63 ευρώ.
Συνολικά για τον Δεκέμβριο, στο διάστημα από 1 ως και 6/12, είχε συγκεντρωθεί το ποσόν των 90.859.780,56 ευρώ. Τα υπερέσοδα από τις μονάδες φυσικού αερίου είχαν μειωθεί σημαντικά στο διάστημα κατά το οποίο οι τιμές χονδρικής ηλεκτρισμού είχαν μειωθεί, δείχνουν όμως να αυξάνονται και πάλι μετά την τελευταία άνοδο της μέση τιμής στη χονδρική αγορά.
Την 6η Δεκεμβρίου (με ημερομηνία φυσικής παράδοσης 7/12) η διαφορά μεταξύ της αγοραίας τιμής και της ρυθμιζόμενης τιμής για τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής αερίου συνδυασμένου κύκλου ήταν περίπου 20 ευρώ/MWh, καθώς η Mεσοσταθμική Τιμή Εσόδου Παραγωγού ήταν 346,62 ευρώ/MWh και η ρυθμιζόμενη τιμή με την οποία αποζημιώνονται βάσει του μηχανισμού παρακράτησης ήταν 326,92 ευρώ/MWh. Aντίθετα στον λιγνίτη, το ΤΕΜ και η ΔΕΗ δείχνουν να μοιράζονται το έσοδο χονδρικής της ημέρας, καθώς το πλαφόν έχει τεθεί στα 196,49 ευρώ/MWh και η μεσοσταθμική τιμή εσόδου παραγωγού ήταν 353,79 ευρώ/MWh. Ακόμα μεγαλύτερη είναι η παρακράτηση στα μεγάλα υδροηλεκτρικά, με το πλαφόν να έχει οριστεί στα 112 ευρώ/MWh και την τιμή που θα ίσχυε προ της εφαρμογής του μηχανισμού να φθάνει στα 459,84 ευρώ/MWh, ενώ για τις ΑΠΕ το πλαφόν είναι τα 85 ευρώ/MWh και το μέσο έσοδο που θα αντιστοιχούσε προ του μηχανισμού φθάνει στα 354,92 ευρώ/MWh.
Οι πόροι στο ΤΕΜ από τον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ και τις χρεώσεις ΥΚΩ
Ο μηχανισμός ανάκτησης των υπερεσόδων των παραγωγών ρεύματος είναι η μεγαλύτερη πηγή εσόδων του ΤΕΜ, αλλά δεν είναι η μόνη αφού στο Ταμείο που διαχειρίζεται ο ΔΑΠΕΕΠ εισρέουν και άλλοι πόροι.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΔΑΠΕΕΠ Γιάννη Γιαρέντη ως τα τέλη Νοεμβρίου το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης είχε χρηματοδοτηθεί με 1,1 δις ευρώ από τον Ειδικό Λογαριασμό Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΕΛΑΠΕ), 1,8 δις ευρώ από τις δημοπρασίες ρύπων, 2,5 δις ευρώ από τον μηχανισμό παρακράτησης εσόδων των ηλεκτροπαραγωγών στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, 1,6 δις ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό, με 400 εκατ. ευρώ από το πλεόνασμα του λογαριασμού των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) και τέλος με επιπλέον 400 εκατ. ευρώ από τη φορολόγηση των υπερεσόδων των ηλεκτροπαραγωγών για την περίοδο Οκτωβρίου 2021-Ιουνίου 2022.
Ειδικά σε ότι αφορά τα ΥΚΩ πρέπει να αναφερθεί ότι με δυο αποφάσεις του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας τα πλεονάσματα του σχετικού λογαριασμού μεταφέρονται στο ΤΕΜ για τη χρηματοδότηση των επιδοτήσεων. Ωστόσο δεν τηρείται παλαιότερη δέσμευση της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΝ σύμφωνα με την οποία η έναρξη λειτουργία των διασυνδέσεων του ηπειρωτικού συστήματος με τα νησιά, θα σήμαινε μόνιμη μείωση της επιβάρυνσης των καταναλωτών για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας που πληρώνουν ως ρυθμιζόμενη χρέωση στους λογαριασμούς τους. Με άλλα λόγια το όφελος από τις διασυνδέσεις αντί να χρησιμοποιηθεί για τη μόνιμη ελάφρυνση των καταναλωτών γίνεται κυμαινόμενη επιδότηση για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.