Το ζήτημα της αυτοπαραγωγής απασχολεί επιχειρήσεις και κατοικίες καθώς όλοι πλέον προσπαθούν να μειώσουν το ενεργειακό κόστος. Ωστόσο, αλλαγές που έχουν προκαλέσει αντιδράσεις στην αγορά φέρνει το νομοσχέδιο του υπουργείου Ενέργειας για τον ενεργειακό συμψηφισμό που προβλέπει πως για νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, η μέγιστη ισχύς του σταθμού που εγκαθιστούν δεν μπορεί να ξεπερνά τα εκατό 100 kW ανα παροχή κατανάλωσης.
Όπως επισημαίνουν αναλυτές στόχευση του ΥΠΕΝ είναι να στρέψει τους μεγάλους ενεργειακούς καταναλωτές στην αυτοκατανάλωση σε πραγματικό χρόνο που γίνεται μέσω του «εικονικού ταυτοχρονισμένου ενεργειακού συμψηφισμού». Εάν επιχειρήσεις θέλουν να ξεπεράσουν το όριο των 100KW μπορούν να συστήσουν μια ενεργειακή κοινότητα με 15 μέλη. Παράλληλα, θα επιτρέπεται στις επιχειρήσεις αυτές το πλεόνασμα της παραγόμενης ενέργειας να το πωλούν μέσω ΦΟΣΕ στο χρηματιστήριο ενέργειας.
Όπως ανέφερε χθες ο κ. ο κ. Στέλιος Ψωμάς, Σύμβουλος Συνδέσμου Εταιρειών Φωτοβολταϊκών σε εκδήλωση που διοργάνωσε το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς και ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Αττικής – Πειραιώς, από πέρσι τριπλασιάστηκαν τα συστήματα αυτοπαραγωγής, εξηγώντας βέβαια πως ο θεσμός της παραγωγής πέρασε από διάφορα στάδια από τότε που θεσπίστηκε (2015). Αρχικά ήταν τα capital -controls μετά οι ψίθυροι για την πορεία της ΔΕΗ και μετά η πανδημία που δημιούργησαν ένα αρνητικό κλίμα. Τώρα όμως όπως ανέφερε υπάρχει πλέον αλλαγή αυτής της κατάστασης. Έδωσε μάλιστα κάποια παραδείγματα από επιχειρήσεις που θέλουν να εγκαταστήσουν ένα φ/β σύστημα και το όφελος που υπάρχει. Για παράδειγμα, αν έμπαινε ένα σύστημα 100KW σε μια επιχείρηση με τιμολόγιο μέσης τάσης που θα μπορούσε να είναι π.χ. μια φαρμακαποθήκη, με προφίλ κατανάλωσης υψηλό, το κόστος αγοράς θα ήταν 72.500 ευρώ. Ο κ. Ψωμάς ανέφερε πως εάν η αγορά του συστήματος γινόταν με τραπεζικό δανεισμό τότε στην περίπτωση που μιλούσαμε για ένα δάνειο 5ετές η αποπληρωμή του θα γινόταν σε 4,5 έτη. Τελικά η επιχείρηση στο τέλος θα πλήρωνε τα 2/3 του αρχικού λογαριασμού.