Οι ιδιωτικοποιήσεις των δικτύων που δεν επηρεάζονται από την υποτίμηση των χρηματιστηριακών τιμών θα προχωρήσουν κανονικά σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις είναι εύλογο να περιμένουμε λίγο περισσότερο, ανέφερε ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γεράσιμος Θωμάς μιλώντας σε διαδικτυακή συζήτηση με θέμα «Covid-19: H επόμενη ημέρα για την ενέργεια & τη βιομηχανία στην Ελλάδα» που διοργάνωσε η Ελληνική Εταιρεία Ενεργειακής Οικονομίας.
Ο κ. Θωμάς ανήγγειλε ακόμη πρωτοβουλίες για μείωση του κόστους της ενέργειας για τη βιομηχανία, που θα περιλαμβάνουν μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης για ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, παρεμβάσεις στις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας και, σε διαρθρωτικό επίπεδο, προώθηση της απολιγνιτοποίησης και των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Ανέφερε εξάλλου ότι το ΥΠΕΝ παρακολουθεί στενά την πορεία της εισπραξιμότητας των προμηθευτών ενέργειας, ζήτημα για το οποίο έχουν ήδη ληφθεί μέτρα.
Στο πλαίσιο της ίδιας εκδήλωσης ο καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας και αντιπρόεδρος της ΔΕΠΑ, Κώστας Ανδριοσόπουλος περιέγραψε τις επιπτώσεις της κρίσης στο ενεργειακό σύστημα αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκε έως και κατά 35 % τη Μ. Εβδομάδα του Απριλίου σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 ενώ η τιμή χονδρικής του ρεύματος τον Απρίλιο έπεσε στα 27,5 ευρώ ανά μεγαβατώρα από 50 - 60 ευρώ τις προηγούμενες χρονιές. Ο κ. Ανδριοσόπουλος εκτίμησε ότι οι τιμές της ενέργειας θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα τους επόμενους μήνες ενώ προέβλεψε ότι η ανάκαμψη της κατανάλωσης (σε συνδυασμό και με τα προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας) θα καθυστερήσει για δύο χρόνια.
Ο γενικός διευθυντής Εταιρικής και Επενδυτικής Τραπεζικής της Εθνικής Τράπεζας, Βασίλης Καραμούζης, σημείωσε ότι η ταχύτητα διοχέτευσης των διαθέσιμων πόρων στην οικονομία θα παίξει σημαντικό ρόλο για την ανάκαμψη. Ειδικά για τον ενεργειακό τομέα τόνισε ότι η πτώση των εισπράξεων δεν είναι ακόμη σε προβληματικά επίπεδα, ωστόσο αν η κρίση συνεχιστεί μπορούν να ληφθούν επιπλέον μέτρα.
Τέλος ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος και του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, Αθανάσιος Σαββάκης σημείωσε πως μετά τα μέτρα με τα οποία καλύφθηκε η μεγάλη πλειονότητα των επιχειρήσεων, θα πρέπει να συζητηθούν οι αναπτυξιακές προτεραιότητες, η αναμόρφωση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και ο εξορθολογισμός της φορολογίας, των ασφαλιστικών εισφορών, των διαδικασιών αδειοδότησης κ.α.
Σημαντική μείωση στην κατανάλωση ενέργειας λόγω κορονοϊού
Εντυπωσιακή μείωση της τάξης του 11% στην κατανάλωση ενέργειας θα προκαλέσουν οι επιπτώσεις του κορονοϊού στην ελληνική οικονομία, η οποία προβλέπεται να επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα κατανάλωσης μετά την παρέλευση διετίας.
Στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη των ενεργειακών καταναλώσεων παρέθεσε χθες ο καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας και αντιπρόεδρος της ΔΕΠΑ, Κώστας Ανδριοσόπουλος στο πλαίσιο διαδικτυακής συζήτησης για τις επιπτώσεις του κορονοϊού στην ενέργεια και τη βιομηχανία που διοργάνωσε η Ελληνική Εταιρεία Ενεργειακής Οικονομίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά:
-Η συνολική κατανάλωση ενέργειας θα είναι εφέτος 11% χαμηλότερη σε σχέση με τους στόχους που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Το 2021 - 2022 με την αναμενόμενη ανάκαμψη της οικονομίας η ζήτηση θα αυξηθεί, ενώ το 2023 θα επανέλθει στην τροχιά που προβλέπει το ΕΣΕΚ. Η κατανάλωση τα επόμενα χρόνια θα βαίνει μειούμενη σε εφαρμογή των προγραμμάτων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης και εξοικονόμησης ενέργειας.
-Στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, κατά την περίοδο της Μεγάλης Εβδομάδας καταγράφηκε μεγάλη πτώση της ζήτησης κατά 35,5 % σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019.
-Καταγράφεται επίσης μεγάλη πτώση της τιμής χονδρικής για το ρεύμα, στα 27,5 ευρώ ανά μεγαβατώρα τον Απρίλιο έναντι 66,4 ευρώ που ήταν ο μέσος όρος το 2019 και 49,9 ευρώ κατά το πρώτο τετράμηνο του 2018. Ωστόσο οι τιμές για τη βιομηχανία παραμένουν 35 % υψηλότερες σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ.
-Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα μειωθούν δραστικά εφέτος κατά 26,5 % σε σχέση με το 2019. Θετικό είναι επίσης το γεγονός ότι η μείωση δεν θα είναι πρόσκαιρη αλλά οι εκπομπές θα παραμείνουν χαμηλότερες από τις προβλέψεις του ΕΣΕΚ και τα επόμενα χρόνια (60,8 εκατ.τόνοι το 2025 έναντι πρόβλεψης προ κορονοϊού για 63,4 εκατ.) Ο λόγος είναι ότι η πτώση της τιμής του φυσικού αερίου φέρνει σε ακόμη πιο μειονεκτική θέση τις λιγνιτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που εκπέμπουν τις μεγαλύτερες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα.
-Τα προβλήματα στη διεθνή αλυσίδα εφοδιασμού αναμένεται να προκαλέσουν μικρή ανάσχεση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας εφέτος, ωστόσο ο κλάδος θα παραμείνει σε ανοδική τροχιά τα επόμενα χρόνια.