Δίχως να το ανέμενε κανείς, το 2020 δεν θα είναι μια χρονιά -απλή- συνέχεια της ανάπτυξης του 2019 στα φωτοβολταϊκά και τις ΑΠΕ, αλλά ένα έτος που λόγω της πανδημίας του COVID-19 θα κρίνει τις προθέσεις, τις πολιτικές και βεβαίως τα ψυχικά αποθέματα όλων για την υλοποίηση των θεσμοθετημένων στόχων του ΕΣΕΚ με κατεύθυνση το 2030.
Και επειδή σε κάθε τι δύσκολο η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, η νέα δεκαετία στις ΑΠΕ θα κριθεί εν πολλοίς το αμέσως επόμενο διάστημα, δηλαδή στο κατά πόσον ο κλάδος θα αντιμετωπιστεί ως πυλώνας στήριξης της αναπτυξιακής προσπάθειας και ανάσχεσης της κρίσης ή αν θα παρασυρθεί στο υφεσιακό κύμα που ήδη πλήττει πολλούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας εξαιτίας του lockdown.
Ερωτηματικό αποτελεί και το αν η πείρα που αποκτήσαμε από την κρίση του 2008 θα λειτουργήσει θετικά στην υπέρβαση της νέας πρόκλησης, δηλαδή αν θα αποφύγουμε την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία με βίαια περιοριστικό τρόπο όπως εσφαλμένα συνέβη το 2010. Δυστυχώς σε επίπεδο ΕΕ οι αναγκαίες δράσεις νομισματικής επέκτασης είναι σε εμβρυικό στάδιο, ενώ μείζον ζητούμενο αποτελεί η παροχή ισχυρών ως ποσοστό του ΑΕΠ επιχορηγήσεων και όχι μόνο δανείων.
Αν κοιτάξει κανείς τους δείκτες συρρίκνωσης των οικονομιών λόγω των μαζικών lockdowns πανευρωπαϊκά ή και παγκόσμια, η κατάσταση δεν έχει προηγούμενο τα τελευταία εξήντα χρόνια, οπότε και δεν «προσφέρεται» για δειλές στρατηγικές αντιμετώπισης. Και επειδή οικονομία σημαίνει ενέργεια αλλά και το αντίστροφο, ας δούμε ένα πρόσφατο πολύ κατατοπιστικό γράφημα του ΙΕΑ σχετικά με τις ετήσιες μεταβολές της παγκόσμιας ζήτησης σε ενέργεια από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα έως και σήμερα, ώστε να αντιληφθούμε καλύτερα τις ακραίες συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία.
Κοιτώντας λοιπόν κανείς το διάγραμμα μπορεί όχι μόνο να διακρίνει άμεσα το βάθος της ύφεσης στη ζήτηση ενέργειας που διαμορφώνεται λόγω του COVID-19 και των lockdowns που τον συνόδευσαν, αλλά και να ευχηθεί η κατάσταση να μην οδηγήσει μέσω εσφαλμένων πολιτικών σε ακόμα χειρότερους και ευρύτερους αποσυντονισμούς σαν και αυτούς του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, που πέραν της πανδημίας της ισπανικής γρίπης «φιλοξένησε» την Μεγάλη Ύφεση και δύο παγκόσμιους πολέμους.
Ερχόμενοι στα ζητήματα της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας μας, η υγειονομική κρίση απορρύθμισε την αγορά σε λογιστικό όσο και ταμειακό επίπεδο. Η ραγδαία πτώση των τιμών πετρελαίου, φυσικού αερίου αλλά και του κόστους των δικαιωμάτων ρύπων που εν πολλοίς όλα μαζί καθορίζουν το χονδρεμπορικό κόστος του ρεύματος αυξάνει τα λογιστικά περιθώρια κέρδους των Προμηθευτών, αλλά την ίδια ώρα σε ταμειακό επίπεδο ο φόβος έχει να κάνει με την εισπραξιμότητα των λογαριασμών ρεύματος των καταναλωτών.
Σύμφωνα με ανάλυση μας που διεξήχθη στις αρχές του lockdown, το πρόσθετο λογιστικό κέρδος της Προμήθειας εξαιτίας της κρίσης σε ετήσια βάση και παρά την μείωση της κατανάλωσης εκτιμήθηκε περί το 1 δισεκ. ευρώ προ προβλέψεων επισφαλειών, χωρίς να αποκλείεται μάλιστα ο ρυθμός αυτός να καταστεί ακόμη μεγαλύτερος στην πορεία. Και μιλάμε για ρυθμό, διότι κανείς δεν γνωρίζει πόσο θα κρατήσει η κρίση. Στον αντίποδα σε ότι αφορά την εισπραξιμότητα των λογαριασμών, σύμφωνα με τα διαθέσιμα μέχρι στιγμής στοιχεία τα ποσά που εμφανίζουν καθυστέρηση εξόφλησης υποχωρούν ευτυχώς γρήγορα κάτω του 20% στους μεγάλους Προμηθευτές, εξ’ ου και κανείς τους δεν χρησιμοποίησε τα μέτρα διακανονισμού απόδοσης των ρυθμιζόμενων χρεώσεων που θέσπισε η Κυβέρνηση προς διευκόλυνση τους. Συνολικά δηλαδή η κατάσταση φαίνεται εξισορροπημένη και βαίνει περαιτέρω βελτιούμενη για τους Προμηθευτές.
Ως προς τον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ) η ραγδαία πτώση της ΟΤΣ και του κόστους ρύπων λόγω της πανδημίας σε συνδυασμό και με την συντελεσθείσα μείωση του ΕΤΜΕΑΡ κατά 200 εκατ. ευρώ ετησίως αναδρομικά από 1/1/19 όπως θεσπίστηκε πέρυσι το καλοκαίρι, δημιουργούν συνθήκες παραγωγής ελλείμματος.
Συνολικά ωστόσο η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας δεν παρουσιάζει λογιστικό έλλειμμα αλλά πλεόνασμα, αφού το πρόσθετο κέρδος της Προμήθειας λόγω της κρίσης είναι περίπου υπερδιπλάσιο του ανοίγματος που δημιουργείται για τους ίδιους λόγους κατοπτρικά στον ΕΛΑΠΕ. Υπό το φως αυτό δεν υφίσταται λόγος να επιβαρυνθούν οι καταναλωτές με οποιαδήποτε περαιτέρω χρέωση. Εντός της αγοράς εν είδη αναδιάταξης αρκεί να «μεταγγιστεί» μέσω μιας Χρέωσης Προμηθευτών μέρος μόνο του πρόσθετου λογιστικού κέρδους της Προμήθειας στον ΕΛΑΠΕ που τους τροφοδοτεί με πράσινη ενέργεια, την οποία τώρα τόσο αυτήν όσο και την συμβατική αγοράζουν πολύ φθηνότερα λόγω της πτώσης της ΟΤΣ, στην οποία οι ΑΠΕ ούτως ή άλλως σοβαρά συντελούν.
Στο ταμειακό σκέλος η ανησυχία των ανανεώσιμων είναι μεγαλύτερη, αφού οποτεδήποτε στο παρελθόν παρουσιαζόταν αρρυθμία στην αγορά, το έλλειμμα ρευστότητας κατευθυνόταν στον ΕΛΑΠΕ μέσω της μη απόδοσης από την Προμήθεια ούτε καν του εισπραχθέντος ΕΤΜΕΑΡ. Έτσι ενώ οι υποχρεώσεις του ΗΕΠ εξυπηρετούνταν απολύτως εμπρόθεσμα ανά εβδομάδα, το ΕΤΜΕΑΡ ασύμμετρα παρακρατείτο, οδηγώντας επιλεκτικά τους παραγωγούς ΑΠΕ σε εξοντωτικές καθυστερήσεις πληρωμών έως και 9 μηνών.
Οι ασύμμετρες πρακτικές αυτές φυσικά δεν έχουν καμία λογική δικαίου, αφού οι καταναλωτές πληρώνουν, διακανονίζουν ή τέλος πάντων δεν πληρώνουν στον όποιο βαθμό συμμέτρως όλα τα σκέλη των λογαριασμών τους, ενώ ιδίως σε ότι αφορά το ΕΤΜΕΑΡ αποτελεί κόστος ρεύματος σύμφωνα και με την απόφαση 3366/2015 του ΣτΕ και όχι κάποιο ανταποδοτικό τέλος ή περιβαλλοντικό φόρο.
Η κρίση παράλληλα ανέδειξε και τις αντοχές του ηλεκτρικού συστήματος διαλύοντας χρόνιες φοβίες και ταμπού. Τον Απρίλιο για παράδειγμα που ήταν μήνας καθολικού lockdown μαζί και αργιών λόγω Πάσχα με επιπλέον μειωμένη κατανάλωση, σύμφωνα με το δελτίο ΗΕΠ του Χρηματιστηρίου Ενέργειας (ΕΧΕ) η διείσδυση των ΑΠΕ σε όρους ενέργειας στην κάλυψη της ζήτησης έφθασε στο 40%, εκ των οποίων το 35% αφορούσε ανανεώσιμες πλην των κατανεμόμενων μεγάλων υδροηλεκτρικών.
Σε επίπεδο ισχύος η συμμετοχή τους καθημερινά άγγιζε πολύ υψηλότερα επίπεδα και χωρίς να καταγραφεί το παραμικρό πρόβλημα ευστάθειας. Ανά επιμέρους τεχνολογία, σχετικό διάγραμμα του ΕΧΕ για την ίδια περίοδο αναδεικνύει πως τα φωτοβολταϊκά, αν και διαλείποντα επί της αρχής, προσφέρουν μεγαλύτερη σταθερότητα παραγωγής MWh ανά ημέρα από τα αιολικά.
Προφανώς και όλα αυτά δεν σημαίνουν πως μπορούμε χωρίς λύσεις αποδοτικής κεντρικοποιημένης αποθήκευσης που θα λειτουργεί ως υποδομή του συστήματος να κερδίσουμε το «στοίχημα» του πράσινου ηλεκτρισμού σε ποσοστά διείσδυσης άνω του 60% το 2030 που προσβλέπει το ΕΣΕΚ.
Ωστόσο, τέτοιες αλήθειες βοηθούν τους μη επαΐοντες να δουν πίσω από επίπλαστες ρητορικές και ψευδομηχανισμούς δήθεν ευστάθειας όπως η διακοψιμότητα, την οποία μάλιστα παραδόξως κατά 67% πληρώνουν τα φωτοβολταϊκά επειδή ο ήλιος δεν λάμπει την νύχτα... Στα τέσσερα χρόνια εφαρμογής του το μέτρο έχει κοστίσει συνολικά στους παραγωγούς περί τα 160 εκατ. ευρώ ώστε να «παράσχουν» οι λήπτες βιομηχανικοί καταναλωτές σωρευτικά μόλις 200 MW μείωσης φορτίου για περίπου 130 ώρες, τα οποία σε ανηγμένη ως εκ τούτου βάση αποζημιώθηκαν προς ~6,500 €/ΜWh!.
Το ότι η διακοψιμότητα αφορά κρατική ενίσχυση επιχορήγησης του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας, νομίζουμε ουδείς πλέον το αμφισβητεί. Το γιατί ωστόσο το φόρο αυτό πρέπει να τον πληρώνουν κατά μείζονα λόγο τα φωτοβολταϊκά δεν μας γίνεται κατανοητό.
Κοιτώντας τώρα λίγο μακρύτερα, το μήνυμα στην μεγάλη εικόνα από την εμπειρία της πανδημίας είναι πως πρέπει με ακόμη γρηγορότερους ρυθμούς να καταπολεμήσουμε την κλιματική αλλαγή και μια εξ’ αυτής τυχόν προερχόμενη νέα κρίση. Οι ζημιές από μια περιβαλλοντική απορρύθμιση θα είναι ανυπολόγιστες και οι χρόνοι ανάταξης τους κινούμενοι σε τάξη μεγέθους αιώνα, θα διαμόρφωναν συνθήκες τεκτονικής κατάρρευσης του πολιτισμού μας, όπως σήμερα τουλάχιστον τον γνωρίζουμε.
Πρόσφατη μελέτη του Κοινού Κέντρου Ερευνών (JRC) της ΕΕ προειδοποιεί πως η μέση στάθμη των θαλασσών έχει ανέβει κατά 13 έως 20 εκατοστά σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα και πως η άνοδος αυτή έχει επιταχυνθεί μετά την δεκαετία του 1990. Για την Ελλάδα θεωρείται αναγκαία η δημιουργία παράκτιων αναχωμάτων ύψος 65-78 εκατοστών, ενώ για χώρες όπως το Βέλγιο θα πρέπει να φθάνουν σε ύψος έως και τα τρία μέτρα. Όπως όλοι κατανοούμε, τέτοιου είδους μεταβολές έχουν δομικές επιπτώσεις παντού.
Μέσα λοιπόν από αυτό το πρίσμα νομίζουμε δεν υπάρχει προσφιλέστερος τρόπος για την ανάταξη της οικονομίας και ταυτοχρόνως την προάσπιση του περιβάλλοντος, της αειφορίας και της ποιότητας ζωής από την επιτάχυνση της πράσινης ανάπτυξης και των ΑΠΕ, οι οποίες μάλιστα επί της αρχής απευθύνονται σε όλα τα κοινωνικά, οικονομικά και γεωγραφικά στρώματα και διαμερίσματα.
Για να μεγιστοποιηθούν ωστόσο τα οφέλη και η διάχυση τους να φθάσει πράγματι παντού, η Πολιτεία απαιτείται να διασφαλίσει πως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να τυγχάνουν πεδίου δραστηριοποίησης σε νέα έργα ανανεώσιμων πηγών και δεν θα αφεθούν να εκλείψουν από τον ανταγωνισμό των μεγαλύτερων, που αναμένεται να ενταθεί και λόγω και της υλοποιούμενης -σωστά- απλοποίησης των αδειοδοτικών διαδικασιών.
Κρίσιμο ρόλο στην νέα ισορροπία καλείται να διαδραματίσει αφενός ο διαχειριστής δικτύου, που πρέπει να ανταποκριθεί στα αιτήματα προσφορών όρων σύνδεσης εντός προθεσμιών αλλά και λύσεων για την επέκταση και ενίσχυση των υποδομών του και αφετέρου το Υπουργείο Ενέργειας δίνοντας βιώσιμη διέξοδο στις μικρομεσαίες επενδύσεις αίροντας υπερβολικούς ή ατυχείς περιορισμούς του παρελθόντος όπως λ.χ. του ν. 4602 περί δύο έργων έως 500 kW εν τέλει ανά φυσικό πρόσωπο εκτός διαγωνισμού ΡΑΕ, την ώρα μάλιστα που λίγο πριν καταργήθηκε η σχετική κατηγορία διαγωνισμών για τέτοια μικρομεσαία έργα.
Επιπλέον, για τις Ενεργειακές Κοινότητες στρεβλά και παρά τω νόμω ο περιορισμός αναλογικά δεν εφαρμόζεται… Νομίζουμε λοιπόν πως εδώ η κατάσταση χρίζει της άμεσης προσοχής του Υπουργείου για διορθωτικές παρεμβάσεις.
*Ο Δρ Στέλιος Λουμάκης είναι Πρόεδρος του ΣΠΕΦ