Είναι, εν μέρει τουλάχιστον, αληθές ότι το τεράστιο πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί τους τελευταίους μήνες στην ελληνική οικονομία και την αγορά οφείλεται στον πόλεμο στην Ουκρανία που εκτόξευσε τις τιμές της ενέργειας και κυρίως του φυσικού αερίου, προκαλώντας έκρηξη πληθωριστικών πιέσεων, αλλά και παιχνίδια αισχροκέρδειας.
Η πλήρης αλήθεια, όμως, για την διαμόρφωση των τιμών του φυσικού αερίου στην Ελλάδα -που βέβαια επηρεάζουν άμεσα και τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος- είναι ότι θα μπορούσαν να είναι τουλάχιστον 30% χαμηλότερες από το σημερινό τους ύψος.
Και πως εξηγείται η εκτίμηση αυτή; Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι πέρυσι το καλοκαίρι ξεκίνησαν συζητήσεις μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας για την διαμόρφωση των τιμών του φυσικού αερίου το οποίο θα προμηθευόταν η χώρα μας.
Οι συζητήσεις, όμως, αργούσαν πολύ να ολοκληρωθούν σε επίπεδο επιχειρηματικό μεταξύ ΔΕΠΑ και Gazprom γιατί υπήρχε διαφωνία για τον τρόπο προσδιορισμού της τιμής που θα συμφωνηθεί.
Τελικά, μπήκε το φθινόπωρο, πέρασε και έφθασε ο χειμώνας, χωρίς να έχουν καταλήξει σε μια συμφωνία με τους Ρώσους της Gazprom.
Αν και στον ελληνικό τύπο το θέμα δεν «έπαιξε» σχεδόν καθόλου, η ολοκλήρωση της συμφωνίας, που εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε κάκιστη, ολοκληρώθηκε κατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Σότσι και στην συνάντηση του με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν.
Ο τρόπος που συμφωνήθηκε για την διαμόρφωση της τιμής που θα προμηθευόμαστε το ρώσικο φυσικό αέριο ήταν βασισμένος κατά βάση στη διαμόρφωση της χρηματιστηριακής τιμής, που όπως οι γνώστες της αγοράς, αλλά και διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία ανέφεραν είχε ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να αγοράζει από τη Ρωσία ακριβότερα κατά 30% το φυσικό αέριο.
Αυτό ήταν ένα μεγάλος λάθος από μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά όχι και το μοναδικό. Εμφανιζόμενη βασιλικότερη του βασιλέως έσπευσε να πετάξει έξω από την παραγωγή ενέργειας τον λιγνίτη ως τον πλέον πιο «βρώμικο» καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά πριν συμβεί αυτό η Πολιτεία όφειλε να έχει όλες εκείνες τις αναγκαίες ενέργειες για την προαγωγή της πράσινης ενέργειας, πράγμα βέβαια που δεν έπραξε.
Και μπορεί η κυβέρνηση να μην το παραδέχεται και να υποστηρίζει ότι δρα αποφασιστικά και γρήγορα, αλλά η αλήθεια είναι άλλη. Η προαγωγή της πράσινης ενέργειας εξακολουθεί στην χώρα μας να συναντά μεγάλα προσκόμματα, κυρίως από τις τοπικές κοινωνίες τις οποίες «στηρίζουν» για τους δικούς τους -ψηφοθηρικούς- λόγους και οι τοπικοί άρχοντες. Όχι όλοι βέβαια αλλά αρκετοί.
Και η κυβέρνηση δείχνει σε κάποιες περιπτώσεις ανοχή.
Αυτό ίσως και το μεγαλύτερο λάθος.
Ο σχεδιασμός μιας πράσινης ενεργειακής πολιτικής δεν πρέπει να παραμένει στα λόγια και στα χαρτιά, αλλά να εφαρμόζεται. Ούτε απλά η απολιγνιτοποίηση θα δώσει λύσεις.
Λύσεις θα δοθούν όταν πράγματι ως χώρα καταφέρουμε να αποκτήσουμε επαρκείς ποσότητες ενέργειας από πράσινες πηγές, χωρίς όμως, σπασμωδικές κινήσεις δημιουργήσουμε ενεργειακό πληθωρισμό.
Κατά κοινή ομολογία άλλωστε στην χώρα μας είναι πιο οικονομικό να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια από νέους αιολικούς ή φωτοβολταϊκούς σταθμούς σε σύγκριση με νέα εργοστάσια φυσικού αερίου ή λιγνίτη.
Σημειωτέο ότι και ο Ευρωπαίος Επίτροπος Γ. Χαν στην πρόσφατη επίσκεψη του στην χώρα μας είχε αναφέρει: «Αυτό που ζητάμε από την Ελλάδα είναι να γίνουν επενδύσεις σε ΑΠΕ, καθώς είναι ο μόνος τρόπος να ξεφύγουμε από ορυκτά καύσιμα καθώς και επενδύσεις στην αποδοτικότητα ενέργειας».
Και αυτό πρέπει να γίνει.
(Ο Γιάννης Τριήρης είναι δημοσιογράφος)