Η ανάδειξη του Ινδο-ειρηνικού ως πεδίου γεωπολιτικών και οικονομικών διεκδικήσεων είναι δεδομένη. Η περιοχή ενσωματώνει τις μεγαλύτερες οδούς ναυσιπλοΐας, εμπορίου και ενέργειας παγκοσμίως, περικλείεται από χώρες-πληθυσμιακούς κολοσσούς (Κίνα, Ινδία, Ινδονησία), τεχνολογικά προηγμένες (Κίνα, Ιαπωνία, Ν.Κορέα), με λιμάνια βαθέων υδάτων, που επιτρέπουν τον έλεγχο στρατιωτικών βάσεων. Η στροφή των ΗΠΑ προς τον Ινδο-ειρηνικό είναι αναμφίβολη. Η πρόθεση της Κίνας να εδραιωθεί στην περιοχή ως κυρίαρχη δύναμη και να μην αφήσει την περιφρούρηση των οδών ναυσιπλοΐας στις ΗΠΑ είναι επίσης δεδομένη.
Αυτό που ξεκίνησε επί Ομπάμα ως «Pivotto Asia», με την εκλογή Μπάιντεν και την προσπάθεια επιστροφής στη διεθνή αρένα, μετά και την αποτυχία του Αφγανιστάν, μετεξελίσσεται σε όλο και πιο έντονες αμφισβητήσεις προηγούμενων διευθετήσεων. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ταϊβάν. Το νησί των 23 εκατ. κατοίκων είναι σήμερα μια αυτόνομη διοίκηση, την οποία η Κίνα θεωρεί αποσχισθείσα επαρχία της και επιδιώκει την επανένωση.
Ως προς το χρονικό της υπόθεσης, με τη λήξη του κινεζικού εμφυλίου (1946-1949), οι ηττημένοι εθνικιστές κατέφυγαν στην Ταϊβάν, ενώ το ΚΚΚ απέκτησε τον έλεγχο της ηπειρωτικής Κίνας. Αμφότερες οι πλευρές ισχυρίζονταν ότι είναι ο μοναδικός νόμιμος εκπρόσωπος του νησιού. Το 1971 ο ΟΗΕ και το 1972 οι ΗΠΑ αναγνώρισαν την κυβέρνηση του Πεκίνου ως μοναδικό νόμιμο εκπρόσωπο της «μίας Κίνας», αφαιρώντας από την Ταϊβαν το status του κράτους. Σήμερα η Ταϊβάν αναγνωρίζεται μόνο από 14 (κυρίως μικρά) κράτη της διεθνούς κοινότητας, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη εμπορικών δεσμών.
Σε αυτό ακριβώς το ακαθόριστο statusquo της Ταϊβάν οφείλεται η απουσία στρατιωτικών συγκρούσεων μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν ή, αλλιώς, αυτή η «ανήσυχη ειρήνη» που διατηρείται στην περιοχή τα τελευταία εβδομήντα χρόνια. Οι ΗΠΑ, μην μπορώντας να αγνοήσουν την οικονομική άνοδο της Κίνας και την αλληλεξάρτηση των οικονομιών τους, διατήρησαν επί μακρόν την πολιτική της «στρατηγικής ασάφειας» στο θέμα της Ταϊβάν. Η κεντρική ιδέα είναι να αποτραπεί μια κινεζική εισβολή στην Ταϊβάν υπό το φόβο της αμερικανικής εμπλοκής, χωρίς όμως οι ΗΠΑ να εκδίδουν σαφείς εγγυήσεις ασφαλείας, που θα μπορούσαν από μόνες τους να πυροδοτήσουν μια στρατιωτική αντιπαράθεση.
Ο δηλώσεις Μπάιντεν περί στρατιωτικής επέμβασης των ΗΠΑ προς υπεράσπιση της Ταϊβάν, σε περίπτωση κινεζικής επίθεσηςμε σκοπό την επανένωση, συνιστούν παρέκκλιση από τη γραμμή της «στρατηγικής ασάφειας» που ακολουθήθηκε διαχρονικά από τους Αμερικανούς προέδρους. Η πρόσφατη επίσκεψη Πελόζι στην Ταϊβάν, που εντάσσεται αναμφίβολα στο φάσμα της ακροσφαλούς πολιτικής, προκάλεσε την οργή του Πεκίνου, που απάντησε με ασκήσεις πραγματικών πυρών και προσομοιώσεις αποκλεισμού του νησιού.
Για την Κίνα ισχύει η «αρχή της μίας Κίνας», η οποία είναι αμετάκλητη και αδιαπραγμάτευτη. Η Ταϊβάν αποτελεί κινεζικό έδαφος και το μοντέλο διοίκησης που προκρίνει η κινεζική ηγεσία είναι «μία χώρα, δύο συστήματα», ανάλογο αυτού που –ανεπιτυχώς– ακολουθήθηκε στο Χονγκ Κονγκ. Σύμφωνα με τον Κινέζο Πρόεδρο: «ΗΤαϊβάν είναι ένα καθαρά εσωτερικό ζήτημα της Κίνας, το οποίο δεν επιδέχεται εξωτερικές παρεμβάσεις [...]. Ο ιστορικός στόχος της επανένωσης θα εκπληρωθεί». Για τις ΗΠΑ, από την άλλη, ισχύει η «πολιτική της μίας Κίνας», η οποία, όπως κάθε πολιτική, μπορεί να μετασχηματίζεται ανάλογα με τα συμφέροντα που υπαγορεύουν οι συγκυρίες.
Η αλλαγή στάσης της Ουάσιγκτον απέναντι στην Ταϊβάν απορρέει από την όξυνση της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ ΗΠΑ καιάλλων δυνάμεων,οι οποίες, με επικεφαλής την Κίνα, αμφισβητούν την αμερικανική ηγεμονία και προωθούνένα πολυπολικό μοντέλο της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής. Ο ανταγωνισμός αυτός μορφοποιείται σε σχήματα στρατιωτικής συνεργασίας (βλ. CRIP, στον αντίποδα των AUKUS και QUAD) ήοικονομικο-εμπορικής συνεργασίας (BRICS, RCEP),καθώς και σε σχήματα περιφερειακής ασφάλειας, όπως επιβεβαιώνει η πρόσφατη σύνοδος του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης . Η επέκταση της Κίνας στη διεθνή σκηνή κλονίζει τον μονοπολικό κόσμο που οικοδόμησαν οι ΗΠΑ μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και η αμερικανική υποστήριξη προς την Ταϊβάν θεωρείται δοκιμασία της αμερικανικής ισχύος στην περιοχή.
Η πολύπλευρη σημασία της Ταϊβάν
Παρά το μικρό της μέγεθος, η Ταϊβάν έχει ιδιαίτερη σημασία, τόσο για τις δύο υπερδυνάμεις όσο και για τον υπόλοιπο κόσμο. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, ο έλεγχος της Ταϊβάν θα σήμαινε για την Κίνα ευκολότερη πρόσβαση στον Ειρηνικό Ωκεανό, επιτρέποντάς της να παρακάμψει τη λεγόμενη «πρώτη νησιωτική αλυσίδα», που εκτείνεται από την Ιαπωνία ως την Ινδονησία. Ταυτόχρονα, θα αφαιρούσε από τις ΗΠΑ τη δυνατότητα συλλογής πληροφοριών για την Κίνα από το ταϊβανέζικο έδαφος. Αυξημένος έλεγχος της περιοχής συνεπάγεται έλεγχο των οδών εμπορίου και ενεργειακού εφοδιασμού που γεφυρώνουν Δύση και Ανατολή, παράγοντας που δεν μπορεί να παραβλεφθεί ούτε από τις ΗΠΑ.
Κυρίως όμως το ενδιαφέρον εστιάζεται σε μια γεωοικονομική συνιστώσα, που δεν είναι άλλη από τα μικροτσίπ. Η Ταϊβάν είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ημιαγωγών παγκοσμίως, καθώς το μερίδιό της στην αγορά ανέρχεται στο 90%. Η κρισιμότητά τους για την παραγωγή σύγχρονων οπλικών συστημάτων, κινητών τηλεφώνων, ηλεκτρικών συσκευών και αυτοκινήτων,αφενός καθιστά τη Δύση (και την Κίνα) εξαρτημένες από την Ταϊπέι, αφετέρου ενισχύει τον μεταξύ τους ανταγωνισμό για τον έλεγχο του νησιού. Σύμφωνα με προβλέψεις, οι δαπάνες της Ταϊβάν για παραγωγή ημιαγωγών φέτος θα ανέλθουν στα 34 δισ. δολάρια, ενώ των ΗΠΑ σε μόλις 9,3 δισ. δολάρια.
Ενδεικτικό της σημασίας των ημιαγωγών και της αυξανόμενης κλιμάκωσης των σινο-αμερικανικών σχέσεων είναι η πρόσφατη απόφαση των ΗΠΑ για χρηματοδότηση της εγχώριας βιομηχανίας μικροτσίπ και του τομέα έρευνας με 250 δισ. δολάρια. Στο ίδιο μήκος κύματος, η Πρόεδρος της Κομισιόν, επιβεβαιώνοντας την εξάρτηση της Ευρώπης από τα ασιατικά μικροτσίπ, γνωστοποίησε την πρόθεση της ΕΕ να ενισχύσει τις προσπάθειές της για την εγχώρια παραγωγή ημιαγωγών.
Τι θα σήμαινε μια στρατιωτική αντιπαράθεση
Τέτοιες απόπειρες προληπτικής απεξάρτησης της Δύσης αποτυπώνουντην προτεραιότητα που δίνεται στην τεχνολογική κυριαρχία και στην ασφάλεια εφοδιασμού (ειδικά μετά από τα στρατηγικά λάθη της ΕΕ ως προς το φυσικό αέριο και τη διαχρονική εξάρτηση από τη Ρωσία). Ταυτόχρονα όμως, ενισχύουντις εκτιμήσεις για μια επικείμενη σύγκρουση Κίνας – ΗΠΑ με αφορμή την Ταϊβάν.
Σε μια τέτοια περίπτωση, ο μεγαλύτερος χαμένος, πέρα από τους ίδιους τους άμεσα εμπλεκόμενους, θα ήταν το εμπόριο και η παγκόσμια ανάπτυξη. Η διακοπή του διακρατικού εμπορίου και οι διαταραχές των εφοδιαστικών αλυσίδων μεταξύ Δύσης και Ανατολής θα προκαλούσαν αλυσιδωτές επιπτώσεις, με κυριότερες την εκτίναξη του πληθωρισμού και των τιμών της ενέργειας, τον περιορισμό επενδύσεων, μια πρωτόγνωρη βιομηχανική κρίση, την έλλειψη προϊόντων και την εμφάνιση κοινωνικών κρίσεων. Μόνο οι ταϊβανέζικες εξαγωγές στην Κίνα το 2021 ανήλθαν σε 189 δισ. δολάρια, με το 50% εξ αυτών να αφορά ηλεκτρολογικό εξοπλισμό απαραίτητο για την κινεζική παραγωγή αγαθών που μετέπειτα εξάγονται στον υπόλοιπο κόσμο. Για την Ευρώπη (που είναι ο τέταρτος εμπορικός εταίρος της Ταϊπέι) το σύνολο των εισαγωγών και εξαγωγών για το 2021 ήταν σχεδόν 65 δισ. δολάρια. Αν προσθέσουμε και τον παράγοντα των μικροτσίπ, αντιλαμβανόμαστε ότι η διακοπή παραγωγής και εξαγωγής τους θα «νεκρώσει» την οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα στο μεγαλύτερο μέρους του πλανήτη.
Παράλληλα, η διεθνής κοινότητα θα κληθεί να «διαλέξει πλευρά», επιβάλλοντας πιθανότατα κυρώσεις, για τις οποίες όμως θα πρέπει να αναμένει αντίποινα. Εάν τα ευρωπαϊκά κράτη δεν μπόρεσαν να αντέξουν την αμφίδρομη επίπτωση των κυρώσεων στη Ρωσία, γεννώνται ερωτήματα για το πώς θα μπορέσουν να αντέξουν τα αντίποινα της κορυφαίας εξαγωγικής δύναμης, της Κίνας. Επιπλέον παράμετροι που πρέπει να αναφερθούν είναι ότι μια σύγκρουση υπερδυνάμεων στα στενά της Ταϊβάν θα διακόψει τη λειτουργία υποθαλάσσιων καλωδίων επικοινωνίας και μεταφοράς δεδομένων, αλλά και τη ναυσιπλοΐα στην περιοχή, αναγκάζοντας τα εμπορικά πλοία να χρησιμοποιούν νέες οδούς.Πρακτικά, αυτό σημαίνει αύξηση των τιμών των προϊόντων και τεράστιες καθυστερήσεις στις μεταφορές.
Μια ευθεία στρατιωτική αναμέτρηση ΗΠΑ – Κίνας – Ταϊβάν είναι αντίθετη με τα οικονομικά συμφέροντα και των τριών και παραπέμπει σε ένα παίγνιο lose-lose. Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν για την παγκόσμια οικονομία (που έχει ήδη μπει σε τροχιά ύφεσης μετά την πανδημία και την ενεργειακή κρίση) διαμορφώνουν ως βασικό σενάριο εκείνο της μη στρατιωτικής εμπλοκής. Η ΕΕ,απότην πλευρά της,οφείλει να αναλογιστεί εάν, με ποιον τρόπο και σε τι βαθμό πρέπει να αναλάβει ρόλο στην τριμερή αντιπαράθεση στην άλλη άκρη της υφηλίου, αναλογιζόμενη τα δικά της συμφέροντα.
(Η Αντιγόνη Βουλγαράκη είναι Πολιτική Επιστήμονας, MSc Ευρωπαϊκό Δίκαιο & Πολιτική– Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 8ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ)