Βεβαίως υπάρχει πρόβλημα πληθωρισμού και στην Αμερική και στην Ευρώπη, βεβαίως η μετά από 10ετίες επανεμφάνισή του είναι παγκόσμιο φαινόμενο, καμία χώρα, καμία οικονομία, κανένας δεν μένει στο απυρόβλητο.
Αλλά, πρώτον, ο πληθωρισμός δεν είναι ένα ουδέτερο φαινόμενο: Εφόσον αντέχει η κατανάλωση, οι εταιρείες περνούν το αυξημένο κόστος στους πελάτες τους. Ακόμα κι αν διατηρούν το ίδιο ποσοστό κέρδους, αυξάνουν τα κέρδη τους ως μάζα, ως απόλυτο μέγεθος, αφού το ίδιο ποσοστό κέρδους υπολογίζεται σε αυξημένες τιμές-βάσης. Επιπλέον, πολλές εταιρείες εκμεταλλεύονται την αναμπουμπούλα για να αυξήσουν το περιθώρια κέρδους. Τα πραγματικά κέρδη αυξάνονται ενώ οι πραγματικοί μισθοί μειώνονται -έγραψε στους Financial Times αναφερόμενος στην αμερικανική οικονομία ο Πολ Ντόνοβαν, επικεφαλής οικονομολόγος της UBS Global Wealth Management.
Το πρόβλημα λέγεται πληθωρισμός κερδών.
Αυτό συμβαίνει και καθ’ ημάς: Από τον Απρίλιο μέχρι σήμερα -λέει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ- ο κατώτατος μισθός έχει χάσει το 19% της αγοραστικής δύναμής του. Το 2022, όταν ο πληθωρισμός τρέχει με 10% περίπου, οι απώλειες είναι μεγαλύτερες για τα χαμηλότερα εισοδήματα: Φτάνουν στο 40% για τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα έως 750 ευρώ, στο 9-14% για τα νοικοκυριά με εισόδημα 751-1.100 ευρώ, μειώνονται όσο αυξάνεται το εισόδημα. Και η διανομή του εισοδήματος αλλάζει σε βάρος της μισθωτής εργασίας: Το μερίδιο των μισθών μειώνεται ενώ, από το πρώτο τρίμηνο 2020, το μερίδιο των κερδών σταθερά αυξάνεται. Προσέξτε κι αυτό: Το πρώτο εξάμηνο φέτος, οι Έλληνες πάροχοι φυσικού αερίου διατηρούσαν το δεύτερο υψηλότερο περιθώριο κέρδους στην Ευρώπη…
Υπάρχουν κέρδη, υπάρχουν και υπερκέρδη.
Ο πληθωρισμός είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο αλλά -δεύτερο- αυτό δεν εξηγεί γιατί τα ίδια είδη λαϊκής κατανάλωσης/πρώτης ανάγκης είναι ακριβότερα έως πολύ ακριβότερα στην Ελλάδα απ’ ότι στη Γερμανία ή σε άλλες ευρωπαϊκές/μεσογειακές χώρες, παρότι εκείνες έχουν υψηλότερους μισθούς, ακριβότερα νοίκια κι άλλους συντελεστές κόστους. Δεν εξηγεί γιατί οι ίδιες αλυσίδες σουπερμάρκετ πουλάνε φτηνότερα στα μαγαζιά τους στο Μόναχο και αισθητά πιο ακριβά στα μαγαζιά τους στην Αθήνα. Η απάντηση: Γιατί στην Ελλάδα δεν λειτουργεί ανταγωνισμός, λειτουργούν οι «αγορές των κολλητών», απ’ όπου βγαίνουν τα εύκολα και πολλά λεφτά. Η αλήθεια είναι ότι εισαγωγικό εμπόριο, βιομηχανίες τροφίμων, λιανεμπόριο, έχουν μάθει να δουλεύουν με υπερκέρδη που θα τα ζήλευαν στην άλλη Ευρώπη. Ενώ, αν υπήρχε ανταγωνισμός, πολλοί εξ αυτών θα έβγαιναν εκτός αγοράς.
Αυτά τα συστήματα δεν τα ακουμπούν οι κυβερνήσεις, ούτε βέβαια η σημερινή -παρότι το τσουνάμι των ανατιμήσεων, αν αφεθεί έτσι, τείνει να πάρει διαστάσεις πλιάτσικου σε βάρος του λαϊκού εισοδήματος. Μαγικά δεν υπάρχουν. Αλλά αν μια κυβέρνηση ήθελε να βάλει κάποιο φρένο σε αυτό το τσουνάμι, θα δρούσε με σχέδιο, ευθύνη, σοβαρότητα κι επαγγελματισμό -αυτονόητα, δεν θα έβαζε απέναντί της την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Κι αφού αποκτούσε από τους αρμόδιους φορείς μια πραγματική εικόνα των οικονομικών στοιχείων κάθε επίμαχου κλάδου (για να μην παραμυθιάζεται…) θα καλούσε όλους τους εμπλεκόμενους (όχι μόνο τις αλυσίδες λιανικής, δεν θα άφηνε στο απυρόβλητο εισαγωγείς, παραγωγούς, μεταποίηση…) και θα επέβαλε μια ευρεία συνεννόηση και συνεργασία με στόχο να μειωθούν οι τιμές. Γιατί πέρα από τα συμφέροντα των μετόχων υπάρχει και η ελληνική κοινωνία, που ένα μεγάλο μέρος της υποφέρει και η συνοχή της απειλείται -θα τους έλεγε. Κι οι εμπλεκόμενοι θα άκουγαν, άλλοι επειδή νιώθουν το πρόβλημα και πιστεύουν ότι κάτι πρέπει να γίνει, άλλοι γιατί απλώς δεν θέλουν να βρεθούν να έχουν το κράτος απέναντί τους.
Δεν έγινε τίποτα σε αυτήν την κατεύθυνση. Μετά από 12 μήνες φαγούρα, απόλυτης αδράνειας των καθ’ ύλην αρμοδίων, αντί για μια κάποια πραγματική μάχη κατά της ακρίβειας, δίδεται μάχη των εντυπώσεων. Με αξιοθέατο ένα τρύπιο καλάθι. Ό,τι μπαίνει σε αυτό θα ακριβαίνει λελογισμένα. Αν όμως κάποιο από τα περιεχόμενα του καλαθιού χρειαστεί να ανατιμηθεί υπερβολικά, τότε θα προηγείται η έξοδός του από το καλάθι. Με σύστημα και τάξη.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)