Ινστιτούτο ΕΝΑ: Αποθήκευση CO2 στον Πρίνο: Πράσινη τεχνολογία ή κίνδυνος για το περιβάλλον;

Ινστιτούτο ΕΝΑ: Αποθήκευση CO2 στον Πρίνο: Πράσινη τεχνολογία ή κίνδυνος για το περιβάλλον;
Anakoinosi
Πέμπτη, 24/04/2025 - 22:06

Η τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (Carbon Capture and Storage - CCS) αποτελεί έναν από τους πιο αμφιλεγόμενους τομείς στην απολύτως αναγκαία κλιματική προσπάθεια για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2), προσπάθεια η οποία όσο περνούν τα χρόνια γίνεται όλο και πιο επιτακτική και επείγουσα.

Ενώ η τεχνολογία CCS προωθείται ως μέρος της λύσης για την πράσινη μετάβαση προς μια οικονομία μηδενικών εκπομπών, οι επικριτές της επικαλούνται μια σειρά από δεδομένα και θέτουν το ερώτημα αν πρόκειται για μια βιώσιμη απάντηση στην ανθρωπογενή κλιματική κρίση ή στην πραγματικότητα υπηρετεί περισσότερο άλλες στοχεύσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο, το Παράρτημα Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ διοργάνωσε εκδήλωση με τίτλο «Αποθήκευση Διοξειδίου του Άνθρακα στον Πρίνο: πράσινη τεχνολογία ή κίνδυνος για το περιβάλλον και την τοπική κοινωνία;» την Παρασκευή 4 Απριλίου στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός», με φόντο την επικείμενη κατασκευή του πρώτου έργου αποθήκευσης διοξειδίου άνθρακα στην Ελλάδα εντός της λεκάνης του Πρίνου, στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Θάσου και Καβάλας.

Στόχος της εκδήλωσης ήταν να εκτεθούν αναλυτικά τα επιστημονικά δεδομένα, να συζητηθούν τεκμηριωμένα οι κίνδυνοι που επισημαίνονται από ειδικούς και να παρουσιαστούν εναλλακτικές μέθοδοι απομάκρυνσης διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα.

Συμμετείχαν ως ομιλητές η Θεοδότα Νάντσου, επικεφαλής περιβαλλοντικής πολιτικής της WWF Ελλάδας, ο Λάζαρος Βασιλειάδης, δρ. πολιτικός μηχανικός, αφυπ. αν. καθηγητής ΔΠΘ και πρ. πρόεδρος Τεχνικού Επιμελητηρίου Ανατολικής Μακεδονίας, ο Κώστας Νικολάου, δρ. περιβαλλοντολόγος, πρώην επισκέπτης καθηγητής ΑΠΘ, και ο Λάμπρος Σακελλαρίου, προγραμματιστής και manager συστημάτων πληροφορικής.

Παράλληλα, παρέμβαση πραγματοποίησαν ο Χρίστος Τσαντήλας, γεωπόνος, δρ. Eδαφολογίας, πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Βιομηχανικών & Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ, μέλος του Παραρτήματος ΕΝΑ Θεσσαλίας, και ο Δημήτρης Τσέκερης, ειδικός σε θέματα κλιματικής πολιτικής και ενεργειακής μετάβασης και επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου ΕΝΑ. Τη συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος Παύλος Μαραγκός.

Τι σημαίνει «δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα»;

Η τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS) σε πρώτο στάδιο περιλαμβάνει τη δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα από τα καυσαέρια που μετά την καύση ορυκτών καυσίμων βγαίνουν από τις καπνοδόχους (βιομηχανία, ναυτιλία κ.ά.). Η μονάδα δέσμευσης άνθρακα συνδέεται απευθείας πάνω στην καπνοδόχο και το διοξείδιο του άνθρακα διαχωρίζεται από τους υπόλοιπους ρύπους με διάφορες μεθόδους. Στη συνέχεια, το διοξείδιο του άνθρακα συλλέγεται, υγροποιείται και μεταφέρεται σε θέσεις με κατάλληλα πετρώματα. Εκεί αποθηκεύεται μόνιμα σε γεωλογικές δεξαμενές σε μεγάλο βάθος κάτω από το έδαφος, αποτελώντας το τελικό στάδιο της διαδικασίας CCS.

Το έργο αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα στον Πρίνο

Το έργο στον Πρίνο αφορά στη μετατροπή υφιστάμενων υποδομών στη Νέα Καρβάλη και στον Πρίνο, προκειμένου εξαντλημένα υποθαλάσσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων να χρησιμεύσουν ως χώροι αποθήκευσης CO2, το οποίο θα προέρχεται από ρυπογόνες βιομηχανικές δραστηριότητες της ευρύτερης περιοχής και της χώρας. Επίσης, το έργο θα δέχεται CO2 προς αποθήκευση από το εξωτερικό (πχ Βουλγαρία, Κροατία, Ιταλία, Γαλλία), στο πλαίσιο δημιουργίας του πρώτου βιομηχανικού / εμπορικού αποθηκευτικού κόμβου CO2 στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο.

Πρόκειται για μια επένδυση της τάξης των 400 εκατ. σε πρώτη φάση, με δυναμικότητα αποθήκευσης 1 εκατ. τόνους CO2 ετησίως από το 2026/2027. Επιπλέον, υπάρχει η προοπτική αναβάθμισης με την επένδυση να φτάνει στο 1 δισ. συνολικά σε πλήρη ανάπτυξη, για αποθηκευτική δυναμικότητα έως 3 εκατ. τόνους CO2 ετησίως για 25 έτη από το 2029/2030, εφόσον αυτή η δυναμικότητα επιβεβαιωθεί από τις απαραίτητες μελέτες. Παράλληλα, εξετάζεται η προοπτική για μεγαλύτερες δυνατότητες αποθήκευσης για μικρότερο χρονικό διάστημα, προκειμένου να καλυφθεί η ζήτηση στην αγορά και μέχρι η επιπλέον δυναμικότητα να επιβεβαιωθεί. Η μεταφορά αρχικά θα γίνεται οδικώς, ενώ στη συνέχεια με πλοία (από το 2028 και μετά).

Το έργο έχει ενταχθεί στα Έργα Κοινού Ενδιαφέροντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Projects of Common Interest, PCI). Θα χρηματοδοτηθεί με δημόσιους ευρωπαϊκούς πόρους συνολικού ύψους 270 εκατ. Συγκεκριμένα, 150 εκατ. είναι από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (κρατική ενίσχυση με μηχανισμό αυτόματης επιστροφής, αν το έργο αποδειχθεί επιτυχές) και 120 εκατ. από το Connecting Europe Facility.

Θ. Νάντσου: «Οι κίνδυνοι που συνδέονται με το CCS θεωρούνται σοβαρότεροι από τις πιθανές ωφέλειες»

Κατά τη διάρκεια της εισήγησής της, η Θεοδότα Νάντσου, ανέφερε ότι η τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα (CCS) δεν είναι χωρίς κινδύνους και ότι υπάρχουν σημαντικές επιπτώσεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Όπως τόνισε, «ο κίνδυνος διαρροών CO2 είναι παρών σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, από τη δέσμευση μέχρι τη μεταφορά και την αποθήκευση». Ως αποτέλεσμα, αυτές οι διαρροές «μπορούν να υπονομεύσουν την αποτελεσματικότητα της τεχνολογίας και να έχουν σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις».

Η εισηγήτρια επισήμανε επίσης ότι η τεχνολογία CCS μπορεί να οδηγήσει σε «εκπομπές άλλων ρύπων», όπως διοξείδιο του θείου, σωματιδιακή ύλη, οξείδια του αζώτου και αμμωνία, «συμβάλλοντας στην ατμοσφαιρική ρύπανση». Επιπλέον, αναφέρθηκε στον κίνδυνο «ρύπανσης των υδάτων από διαρροές ή απόβλητα της διαδικασίας CCS».

Η ίδια υπογράμμισε ότι η επένδυση στην τεχνολογία CCS μπορεί να αποσπάσει «πόρους από την ανάπτυξη και την εφαρμογή πραγματικά πράσινων και βιώσιμων πολιτικών», επισημαίνοντας πως η WWF υιοθετεί μια «προσεκτική και επιφυλακτική θέση» απέναντι στις συγκεκριμένες τεχνολογίες. Σύμφωνα με την ίδια, η άμεση προτεραιότητα πρέπει να είναι η «επίτευξη βαθιών μειώσεων των εκπομπών CO2 μέσω άλλων μέτρων», ενώ οι κίνδυνοι που συνδέονται με το CCS θεωρούνται «σοβαρότεροι από τις πιθανές ωφέλειες», ειδικά όταν υπάρχουν άλλες «βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις».

Η επικεφαλής περιβαλλοντικής πολιτικής της WWF Ελλάδας δήλωσε ότι «το CCS δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για να παρατείνει τη χρήση ορυκτών καυσίμων και δεν πρέπει να λαμβάνει δημόσια επιδότηση», τονίζοντας ότι «θα πρέπει να εξετάζεται μόνο για τομείς όπου είναι πραγματικά δύσκολο να μειωθούν οι εκπομπές CO2 με άλλους τρόπους, όπως η βαριά βιομηχανία».

Αναφερόμενη στις τελευταίες εξελίξεις, η Θ. Νάντσου επισήμανε ότι το Ευρωπαϊκό Επιστημονικό Συμβούλιο για την Κλιματική Αλλαγή, σε έκθεσή του τον Φεβρουάριο του 2025, τόνισε ότι «η προσπάθεια της Ε.Ε. για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής απαιτεί μειώσεις εκπομπών, καθώς και ταχεία και βιώσιμη ανάπτυξη μεθόδων για την απομάκρυνση των υπολειμματικών εκπομπών». Όπως εξήγησε, οι τομείς στους οποίους η απομάκρυνση των εκπομπών είναι δύσκολη ή περιορισμένη, όπως η βαριά βιομηχανία, οι θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές μεγάλων αποστάσεων και η γεωργία, απαιτούν επείγουσα και αποτελεσματική δράση.

Η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, θεωρείται ήδη «κλιματική κόλαση», καθώς η περιοχή πλήττεται από αυξανόμενες θερμοκρασίες και ακραία καιρικά φαινόμενα, γεγονός που καθιστά την ανάγκη για κλιματική δράση ακόμα πιο επιτακτική. «Η προτεραιότητά μας πρέπει να είναι η εφαρμογή βιώσιμων λύσεων και η επίτευξη μεγάλων μειώσεων των εκπομπών», δήλωσε χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα για περιοχές όπως η Αν. Μεσόγειος, που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Λ. Βασιλειάδης: «Οι κατευθύνσεις για την ανάπτυξη του τουρισμού στη Θάσο απορρίπτουν κάθε βιομηχανική δραστηριότητα, όπως η αποθήκευση CO2. Στο τεχνικό επίπεδο υπάρχουν σημαντικές αβεβαιότητες και αναπάντητα ερωτήματα»

Σύμφωνα με τον Λάζαρο Βασιλειάδη, η κλιματική αλλαγή απαιτεί άμεσες και ριζικές λύσεις για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου. Σε ό,τι αφορά το CCS τόνισε ότι «δεν είναι σε θέση να δεσμεύσει άλλα αέρια θερμοκηπίου, ενώ απαιτεί τεράστιες ποσότητες ενέργειας και νερού για τη διαδικασία της σύλληψης».

Ο ίδιος προειδοποίησε ότι «χωρίς κρατική και κοινοτική υποστήριξη, το CCS δεν μπορεί να υλοποιηθεί». Επίσης, ο κ. Βασιλειάδης εξέφρασε την ανησυχία αν η εμπλοκή μιας εταιρείας που έχει εμπειρία την εξόρυξη υδρογονανθράκων είναι αρκετή για να εξασφαλίσει την ασφάλεια της αποθήκευσης CO2 σε γεωλογικούς σχηματισμούς.

Το έργο αποθήκευσης CO2 στον Πρίνο, σύμφωνα με τον ίδιο, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον χωροταξικό σχεδιασμό της περιοχής. Όπως επισημαίνει, «οι κατευθύνσεις για την ανάπτυξη του τουρισμού στη Θάσο, με κύριο στόχο τη διατήρηση της φυσιογνωμίας του νησιού και την προστασία των αλιευτικών πεδίων, απορρίπτουν κάθε βιομηχανική δραστηριότητα, όπως η αποθήκευση CO2».

Περαιτέρω, το έργο προδιαγράφεται ως μονάδα SEVESO, κάτι που σημαίνει αυξημένο κίνδυνο ατυχημάτων. «Η δυνατότητα μεγάλης καταστροφής από ατυχήματα ενδέχεται να είναι εξαιρετικά υψηλή, ειδικά λόγω της αλληλεπίδρασης με τις υφιστάμενες βιομηχανικές μονάδες στην περιοχή», εξήγησε.

Η αξιολόγηση της γεωλογικής καταλληλότητας για την αποθήκευση CO2, σύμφωνα με τον εισηγητή, είναι αμφιλεγόμενη. «Η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων δεν εξετάζει επαρκώς τις γεωλογικές παραμέτρους του ταμιευτήρα του Πρίνου», ενώ ανέφερε ότι «η αποθήκευση CO2, με διαφορετικές φυσικοχημικές ιδιότητες από τα ορυκτά καύσιμα, δημιουργεί αβεβαιότητες ως προς τη συμπεριφορά του ταμιευτήρα». Επιπλέον, παρατήρησε ότι η αξιολόγηση του κινδύνου διαρροής είναι ανεπαρκής. «Η πιθανότητα διαρροής CO2 μέσω παλαιών γεωτρήσεων ή από φυσικά ρήγματα παραμένει ανοιχτή και αναπάντητη στη μελέτη», τονίζει.

Η αποθήκευση CO2 σε βάθος χρόνου, σύμφωνα με τον Λ. Βασιλειάδη, ενδέχεται να προκαλέσει σεισμική δραστηριότητα. «Η εισπίεση CO2 στους γεωλογικούς σχηματισμούς μπορεί να προκαλέσει αυξημένη πίεση, ενδεχομένως πυροδοτώντας σεισμικά φαινόμενα». Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι «η διαρροή CO2 σε μεγάλες ποσότητες από το ταμιευτήρα, είτε από φυσικούς σεισμούς είτε λόγω της αδυναμίας του ταμιευτήρα να συγκρατήσει την πίεση, δεν μπορεί να αποκλειστεί».

Στη συνέχεια εντόπισε επίσης τον κίνδυνο μεγάλων διαρροών CO2 από τον ταμιευτήρα, κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει «έντονες περιβαλλοντικές καταστροφές».

Όπως ανέφερε: «Η πιθανότητα μιας ξαφνικής και ραγδαίας διαφυγής CO2 (φαινόμενο blow-out) από τον ταμιευτήρα στον Πρίνο δεν μπορεί να αποκλειστεί και οι επιπτώσεις της θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές».

Σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (Intergovernmental Panel on Climate Change, IPCC), οι ανακοινωμένες προσπάθειες για αποθήκευση CO2 θα αντιπροσωπεύουν μόλις το 2,4% των εκπομπών μέχρι το 2030, κάτι που υπογραμμίζει την αναποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης τεχνολογίας. Εξάλλου, η πραγματική λύση βρίσκεται «στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την προστασία των δασών και την ενεργειακή εξοικονόμηση», ενώ σύμφωνα με τον ίδιο «το έργο στον Πρίνο δεν συμβάλλει στην πράσινη μετάβαση, αλλά εκμεταλλεύεται την κλιματική κρίση για επιχειρηματικούς σκοπούς».

Κ. Νικολάου: «Δεν είναι μεταβατική λύση αλλά μόνιμη επιλογή που παρατείνει τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Η ανάπτυξη δασών είναι πιο φθηνή και οικολογικά πιο ορθολογική λύση, αλλά δεν αφήνει μεγάλα κέρδη και γι’ αυτό παραβλέπεται»

Ο Κώστας Νικολάου εξέφρασε τις σοβαρές αμφιβολίες του σχετικά με την τεχνολογία CCS. Όπως ανέφερε, «οι πολιτικοί και επιχειρηματικοί κύκλοι την προτείνουν ως μία λύση για περιορισμό των εκπομπών σε τομείς που δήθεν δεν μπορούν να μειώσουν τις εκπομπές τους, καθώς και για να αποφύγουν το κόστος της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής».

Οι υποστηρικτές της αποθήκευσης CO2 προσπαθούν να παρουσιάσουν την τεχνολογία αυτή ως «μεταβατική λύση» μέχρι να ολοκληρωθεί η μετάβαση σε καθαρές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ο Κ. Νικολάου διαφώνησε κατηγορηματικά: «Αυτό δεν είναι καθόλου μεταβατικό. Είναι μια μόνιμη επιλογή που επιτρέπει στις βιομηχανίες να συνεχίσουν τη λειτουργία τους χωρίς να αλλάξουν τη φύση τους ή να μειώσουν πραγματικά τις εκπομπές τους».

Η αποθήκευση CO2 γίνεται ένα εργαλείο για να επιτραπεί η συνέχιση της καύσης ορυκτών καυσίμων και άλλων επικίνδυνων υλικών χωρίς ουσιαστική αλλαγή, όπως η καύση αστικών στερεών απορριμμάτων από τσιμεντοβιομηχανίες, προκειμένου να μειώσουν το κόστος παραγωγής. «Ο κυβερνητικός σχεδιασμός για τα απορρίμματα στην Ελλάδα, ο οποίος περιλαμβάνει τις εγκαταστάσεις καύσης σκουπιδιών, δεν αποτελεί μεταβατική λύση, αλλά μόνιμη επιλογή που ενισχύει την εξάρτηση από μη βιώσιμες πρακτικές», υπογράμμισε.

Παράλληλα, αποδόμησε τους ισχυρισμούς περί σύγκρισης της αποθήκευσης CO2 με την κατάργηση των χλωροφθορανθράκων (ChloroFluoroCarbons, CFCs) που επηρεάζουν την τρύπα του όζοντος. «Αυτό είναι επιστημονική ακροβασία», τόνισε. «Η αντιμετώπιση των CFCs δεν είχε ως στόχο την αποθήκευση τους, αλλά την κατάργηση της παραγωγής τους για να εξαλειφθεί το πρόβλημα της τρύπας του όζοντος. Η μείωση των εκπομπών CO2 είναι η μόνη σωστή λύση, όχι η αποθήκευσή τους».

Αν και το CO2 υπάρχει παντού γύρω μας, οι συγκεντρώσεις του στην ατμόσφαιρα είναι χαμηλές και δεν είναι επικίνδυνες για την υγεία. «Η αποθήκευση CO2 όμως θα οδηγήσει σε τεράστιες συγκεντρώσεις του αερίου, οι οποίες θα είναι επικίνδυνες για την ανθρώπινη ζωή και το περιβάλλον», εξήγησε. Αντί να μειώσουν τους κινδύνους, οι υποστηρικτές της αποθήκευσης CO2 επισημαίνουν τις υπέρογκες επενδύσεις σε τεχνολογικά μέτρα προστασίας και συνεχούς παρακολούθησης για να αποφευχθούν καταστροφές. «Αν δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, τότε γιατί ξοδεύουν τεράστια ποσά σε μέτρα ασφαλείας;» ανέφερε.

Ο ίδιος αναφέρθηκε στην εξόρυξη υδρογονανθράκων στον Πρίνο και τονίζει ότι η αποθήκευση CO2 δεν αποτελεί ακριβώς την αντίστροφη διαδικασία. «Ποιος είπε ότι όλα πήγαιναν καλά με την εξόρυξη υδρογονανθράκων; Οι επιπτώσεις είναι επιστημονικά τεκμηριωμένες παγκοσμίως και δεν πρέπει να παραβλέπουμε τις αρνητικές συνέπειες αυτών των πρακτικών», επισήμανε.

Αξιοσημείωτο είναι ότι οι εκπομπές CO2 που θα αποθηκευτούν στον Πρίνο δεν θα προέρχονται μόνο από βιομηχανίες της Ελλάδας, αλλά και από άλλες χώρες. «Η Θάσος μπορεί να μετατραπεί σε μια τεράστια χωματερή αέριων ρύπων, με καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον, την οικονομία και την υγεία των κατοίκων», προειδοποίησε.

Η τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης CO2, σύμφωνα με τον εισηγητή, δεν είναι η λύση στην κλιματική κρίση. «Απλώς παρατείνει τη χρήση ορυκτών καυσίμων για τη μεγιστοποίηση των κερδών των βιομηχανιών, δημιουργώντας ένα νέο πεδίο επιχειρηματικής εκμετάλλευσης της κλιματικής κρίσης». Αυτή η κατάσταση θυμίζει το γνωστό ρητό του Ωνάση: «Οι κρίσεις γεννάνε κροίσους».

«Υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις που είναι αποτελεσματικότερες και φθηνότερες. Αντί για αποθήκευση CO2, χρειάζεται να μειώσουμε τις εκπομπές μέσω της αντικατάστασης των ορυκτών καυσίμων με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με κατάλληλη χωροθέτηση και συμμετοχή των πολιτών».

Ο ίδιος προτείνει ότι τα 3 εκατ. τόνοι CO2 ετησίως που σχεδιάζεται να αποθηκευτούν στον Πρίνο θα μπορούσαν να απορροφηθούν από τα καμένα δάση της Ελλάδας, αν αυτά προστατευτούν και αναπτυχθούν ξανά. «Αυτή η πολιτική είναι πιο φθηνή και οικολογικά πιο ορθολογική, αλλά δεν αφήνει μεγάλα κέρδη, και γι' αυτό παραβλέπεται», κατέληξε.

Λ. Σακελλαρίου: «Κάθε δισεκατομμύριο που επενδύεται στο CCS, αφαιρεί πόρους από τις πραγματικές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.»

Ο Λάμπρος Σακελλαρίου, ανέφερε ότι «η Κομισιόν στηρίζει και πριμοδοτεί μεθόδους όπως το CCS, αν και τα αποτελέσματα είναι περιορισμένα και αμφισβητούνται ως προς τη βιωσιμότητά τους». Παρά τα θετικά λόγια για τη γρήγορη αποθήκευση CO2, το CCS δεν φαίνεται να είναι μία πραγματική βιώσιμη λύση για το κλίμα, αφού δεν ενισχύει τη μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. «Πρόκειται για μια στρατηγική που δεν προάγει την πραγματική πράσινη μετάβαση».

Αναφερόμενος στις οικονομικές πτυχές του, ο εισηγητής εξήγησε ότι «το CCS βασίζεται σε εξελιγμένα χρηματοοικονομικά μοντέλα και εργαλεία που κατασκευάζονται γύρω από το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) και τα Carbon Contracts for Difference (CCfD)». Ειδικότερα ανέφερε ότι «δημιουργήθηκε ένα οικοσύστημα τιμολογιακών μοντέλων, προκειμένου να στηριχθεί οικονομικά το CCS, με στόχο να καταστεί πιο κερδοφόρο και ελκυστικό επενδυτικά».

Επιπλέον, σύμφωνα με τον ίδιο η πρόταση για ίδρυση μιας «CCS Bank» προκαλεί ανησυχία. «Το λόμπι της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων, εκπροσωπούμενο από τον Διεθνή Οργανισμό Παραγωγών Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου (International Organization of Oil and Gas Producers, IOGP), ζητά από την ΕΕ την ίδρυση μιας τράπεζας που θα χρηματοδοτεί τα CCS μέσω των CCfD, εγγυώμενη στους συμμετέχοντες μια οικονομική τιμή για την αποθήκευση CO2», ανέφερε ο Λ. Σακελλαρίου. Ωστόσο, τόνισε ότι «οι κίνδυνοι για τον φορολογούμενο είναι μεγάλοι», καθώς αν το οικονομικό μοντέλο δεν αποδειχθεί επιτυχημένο, η ζημία θα επιβαρύνει το κράτος.

Η πραγματική ανησυχία, όπως είπε, είναι ότι «κάθε δισεκατομμύριο που επενδύεται στο CCS, αφαιρεί πόρους από τις πραγματικές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας». Η συνέπεια είναι ότι «η πραγματική πράσινη μετάβαση αναβάλλεται για δεκαετίες, καθώς η ενίσχυση της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων με CCS επί της ουσίας καθυστερεί την απαραίτητη αλλαγή».

Η εισήγησή του κατέληξε, επισημαίνοντας ότι «το όλο οικοδόμημα χρηματοοικονομικών εργαλείων γύρω από το CCS, αν και εξελιγμένο, δεν εξασφαλίζει την πραγματική πρόοδο για το κλίμα και τη κοινωνία».

Χρ. Τσαντήλας: «Η πιο αποδοτική και βιώσιμη λύση για την απομάκρυνση CO2 από την ατμόσφαιρα είναι η απορρόφησή του μέσω των φυσικών διαδικασιών της φωτοσύνθεσης. Ως χώρα, αντί για την αποθήκευση CO2 να στραφούμε στην αξιοποίηση των λειτουργιών της φύσης»

Ο Χρίστος Τσαντήλας, μέσω παρέμβασης κατέθεσε την άποψή του ότι ο στόχος του περιορισμού της αύξησης της θερμοκρασίας κάτω από τους 2°C έως το 2100, όπως ορίζεται στη Συμφωνία του Παρισιού, μπορεί να επιτευχθεί με δύο βασικούς τρόπους: πρώτον, με τη μείωση των εκπομπών CO2, και δεύτερον, με την αφαίρεση του CO2 που ήδη υπάρχει στην ατμόσφαιρα.

Η μείωση των εκπομπών πρέπει να γίνει με την οριστική απομάκρυνση από την καύση ορυκτών καυσίμων. Μέθοδοι όπως το CCS που δεσμεύουν το διοξείδιο του άνθρακα από τη συνέχιση της καύσης ορυκτών καυσίμων και το αποθηκεύουν βαθιά στο υπέδαφος χαρακτηρίζονται ως ακριβές και επισφαλείς, καθώς η αποθήκευση CO2 στον υπόγειο χώρο ενέχει τον κίνδυνο διαρροής, κάτι που θα είχε σοβαρές περιβαλλοντικές, κοινωνικές και ανθρωπιστικές συνέπειες.

Όσον αφορά τις μεθόδους αφαίρεσης του ήδη υπάρχοντος CO2 στην ατμόσφαιρα, ο Χρ. Τσαντήλας ανέφερε τεχνολογικές προσεγγίσεις όπως η άμεση δέσμευση και αποθήκευση του άνθρακα (Direct Air Capture with Carbon Storage, DACCS), η ασβέστωση των ωκεανών, η δημιουργία βιοπλαστικών και η χρήση λιωμένων ορυκτών για την απορρόφηση CO2. Παρά την πιθανότητα να μειώσουν τις συγκεντρώσεις CO2, αυτές οι τεχνολογίες έχουν σημαντικό κόστος και σοβαρό περιβαλλοντικό αποτύπωμα.

Στη συνέχεια, υποστήριξε πως η πιο αποδοτική και βιώσιμη λύση για την απομάκρυνση CO2 από την ατμόσφαιρα είναι η απορρόφησή του μέσω των φυσικών διαδικασιών της φωτοσύνθεσης. Τα δάση και το έδαφος παγκοσμίως μπορούν να λειτουργήσουν ως τεράστιες αποθήκες άνθρακα, με τα δάση να συγκρατούν 860 δισεκατομμύρια τόνους άνθρακα και το ανώτερο στρώμα του εδάφους περίπου 1.000 δισεκατομμύρια τόνους.

Για τον εισηγητή, οι λύσεις που βασίζονται στη φύση είναι εκείνες που έχουν το μικρότερο κόστος και το ελάχιστο περιβαλλοντικό αποτύπωμα. «Η ενίσχυση της φυτικής παραγωγής μέσω γεωργικών και άλλων φυσικών μεθόδων μπορεί να απορροφήσει τεράστιες ποσότητες CO2 και να αποτελέσει μια πιο βιώσιμη λύση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής». Ωστόσο, παρά τα πλεονεκτήματα αυτών των φυσικών λύσεων, επισήμανε ότι δεν προτεραιοποιούνται, καθώς δεν δημιουργούν ισχυρά οικονομικά κίνητρα. Αντιθέτως, προτιμώνται πανάκριβες τεχνολογίες που παράγουν μεγάλα κέρδη, αλλά θέτουν σε κίνδυνο το περιβάλλον και τη ζωή των ανθρώπων.

Η μονάδα αποθήκευσης CO2 στον Πρίνο, σύμφωνα με τον Χρ. Τσαντήλα, δεν προοιωνίζεται κάτι καλό για την περιοχή. Ως χώρα, αντί για την αποθήκευση CO2 θα πρέπει να στραφούμε στην αξιοποίηση των λειτουργιών της φύσης.

Δ. Τσέκερης: «Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας έχει αναθεωρήσει τις προβλέψεις του για το CCS προς τα κάτω. Το ερώτημα είναι αν τα χρήματα για το CCS θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με πιο αποτελεσματικό τρόπο, προκειμένου να υποστηρίξουν τις βιομηχανίες και τις τοπικές κοινωνίες»

Μέσω βιντεοσκοπημένης παρέμβασης, ο Δημήτρης Τσέκερης, προειδοποίησε για τον στρατηγικό κίνδυνο που ενέχουν οι τεχνολογίες αποθήκευσης CO2, τονίζοντας ότι μπορεί να μας εγκλωβίσουν για τα επόμενα 20-25 χρόνια. Αν και αυτές οι τεχνολογίες ενδέχεται να προσφέρουν προσωρινές λύσεις, ο κίνδυνος είναι να λειτουργήσουν ως αντικίνητρο για τις βιομηχανίες σε σχέση με τον αναγκαίο ενεργειακό μετασχηματισμό τους, περιορίζοντας τη δυνατότητά τους να γίνουν βιώσιμες και ανθεκτικές μεσομακροπρόθεσμα.

Η απανθρακοποίηση της βιομηχανίας πρέπει να είναι κεντρική προτεραιότητα, καθώς είναι κρίσιμη για τη μείωση των εκπομπών CO2 και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Ο εισηγητής υποστήριξε ότι «οι βιομηχανίες πρέπει να υιοθετήσουν καινοτόμες τεχνολογίες, εστιάζοντας στην ενεργειακή μετάβαση και τη χρήση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), οι οποίες μπορούν να αντικαταστήσουν τις συμβατικές, ρυπογόνες πηγές ενέργειας».

Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (International Energy Agency, IEA) έχει αναθεωρήσει τις προβλέψεις του για την εξέλιξη της τεχνολογίας CCS προς τα κάτω κατά 38%, καθώς η ανάπτυξη νέων, πιο αποδοτικών και οικονομικών τεχνολογιών όπως το πράσινο υδρογόνο περιορίζει μεσομακροπρόθεσμα τη σημασία της αποθήκευσης CO2.

Ως αποτέλεσμα, τα νέα έργα CCS μειώνονται, ενώ και τα αποτελέσματα των υφιστάμενων δεν ανταποκρίνονται πάντα στις προσδοκίες.

«Η τεχνολογία CCS είναι εξαιρετικά ακριβή, με το συνολικό κόστος του συγκεκριμένου έργου στην πλήρη του ανάπτυξη να ανέρχεται στο 1 δισεκατομμύριο ευρώ», σημείωσε και αναρωτήθηκε αν αυτά τα χρήματα για το CCS θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με πιο αποτελεσματικό τρόπο, προκειμένου να υποστηρίξουν τις βιομηχανίες και τις τοπικές κοινωνίες, δημιουργώντας θέσεις εργασίας και ενισχύοντας την ενεργειακή μετάβαση με χαμηλότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα.

Ο Δ. Τσέκερης αναγνώρισε, παρ’ όλα αυτά, ότι οι βιομηχανίες όπως αυτές που παράγουν τσιμέντο, χημικά και ασβέστη αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις στην υιοθέτηση πράσινων τεχνολογιών και ενδέχεται να χρειάζονται σε κάποιο βαθμό τη χρήση τεχνολογιών CCS για τον εκσυγχρονισμό τους. Ωστόσο, ο ίδιος υπογράμμισε τη σημασία της αξιολόγησης των αναγκών κάθε βιομηχανίας, του μετασχηματισμού των διαδικασιών όπου είναι εφικτό και της συνεργασίας με τις τοπικές κοινωνίες για τη διασφάλιση αποδοχής και κοινωνικής υπευθυνότητας.