Η Τουρκία βρίσκεται σε πορεία εκδημοκρατισμού από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Συνέπεσε το ξεκίνημα αυτής με την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, η οποία προφανώς έγινε αμιγώς με τα κριτήρια που επέβαλε η ψυχροπολεμική περίοδος και η ανάγκη ανάσχεσης του σοβιετικού κινδύνου. Η Τουρκία παραμένει στο μέσον της δημοκρατικής μετάβασης, ενώ τα τελευταία χρόνια –κόντρα στις μεγάλες προσδοκίες που αρχικά δημιούργησε– ο πρόεδρος Ερντογάν έχει οπισθοχωρήσει δραματικά.
Ολες οι διεθνείς εκθέσεις άλλωστε μαρτυρούν την απουσία διαχωρισμού των τριών εξουσιών, με την ποδηγέτηση της δικαστικής εξουσίας (όπως συνέβαινε κατά κόρον και στα χρόνια της κυριαρχίας των κοσμικών κεμαλιστών), τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης, τη διαρκώς μειούμενη ελευθερία της έκφρασης και εν γένει τη χρήση μεθόδων που παραπέμπουν σε αυταρχοποίηση της διακυβέρνησης. Ταυτόχρονα, στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, η απόκλιση της Τουρκίας από τη Δύση ούτε φαινομενική είναι ούτε απόπειρα εκβιασμού της δεύτερης συνιστά. Αποτελεί συνειδητή επιλογή της ηγεσίας της, η οποία έχει σταθμίσει τις παγκόσμιες τάσεις, κρίνει ότι η Δύση βρίσκεται σε παρακμή με βάση λόγια του ίδιου του Ερντογάν, συνεπώς οφείλει η Τουρκία να αναζητήσει τη θέση της σε έναν κόσμο που αλλάζει με διαφορετικούς όρους απ’ ό,τι στο παρελθόν. Αυτή η διαπίστωση, συνδυαστικά με τον μετασχηματισμό της τουρκικής ταυτότητας και κοινωνίας, δημιούργησαν τη μαγιά για την επικράτηση ενός μοντέλου που αποτελεί κράμα του πολιτικού (νεο-οθωμανικού) Ισλάμ και του κεμαλικού εθνικισμού. Συνέπεια αυτού, πέραν της παραδοσιακής άποψης περί τουρκικού εξαιρετισμού και λόγω των διεθνών και περιφερειακών συνθηκών (υποχώρηση της Δύσης, αποστασιοποίηση των ΗΠΑ από περιφερειακά μέτωπα και επακόλουθο κενό εξουσίας, αραβικές εξεγέρσεις), η Αγκυρα ανέπτυξε δυναμική ηγεμόνευσης στην ευρύτερη γειτονιά της, θεωρώντας πως έχει μια μοναδική ευκαιρία να επικρατήσει.
Η μεγάλη διαφορά με το παρελθόν είναι πως η Τουρκία δεν προσπαθεί πλέον να πείσει τη Δύση ότι πρέπει να την υποστηρίξει γιατί έτσι εξυπηρετούνται και τα δυτικά συμφέροντα, αλλά πως η Δύση πρέπει να αποδεχθεί και να ανεχθεί, αν δεν μπορεί να στηρίξει, τα μεγαλεπήβολα σχέδιά της. Και αυτή την άποψη προσπαθεί να την επιβάλει στους εταίρους της βάσει μιας συναλλακτικής σχέσης, όπου διευρύνει το αποτύπωμά της, παρεμβαίνοντας σε διάφορα μέτωπα, συχνά σε περιφρόνηση της διεθνούς νομιμότητας αλλά και των δυτικών συμφερόντων. Αυτό εκ των πραγμάτων αλλάζει τη φύση και τους συσχετισμούς στη σχέση Τουρκίας Δύσης και δυσχεραίνει την προσπάθεια της τελευταίας να θέσει ένα πλαίσιο κανόνων αποδεκτό και σεβαστό από την άλλη πλευρά. Συνάμα, αρκετοί στη Δύση κάνουν το λάθος να υποβαθμίζουν τη φυσική εχθρότητα για κάθε τι δυτικό και τη συστηματική απαξίωση του δυτικού προτύπου, στοιχεία που απομακρύνουν έτι περαιτέρω την Αγκυρα από τη Δύση. Αυτή η κατάσταση είναι απότοκο της αντίληψης ότι η Τουρκία μεγαλώνει, δεν στερείται εναλλακτικών, άρα ο δυτικός της προσανατολισμός δεν είναι μονόδρομος.
Ετσι δημιουργούνται συνεχώς εστίες έντασης με τη Δύση, χωρίς απαραιτήτως να αισθάνεται την ανάγκη ο Ερντογάν να τις κλείσει, όχι όμως μόνο για εσωτερική κατανάλωση (σοβαρή, αν και όχι καταλυτική, η απήχηση του αντιδυτικού λόγου στους συμπατριώτες του) ή για διαπραγματευτικούς λόγους, αλλά κυρίως επειδή αυτές πηγάζουν από την πεποίθησή του ότι η χώρα του αυτονομείται, οπότε δεν καθυποτάσσεται υποχρεωτικώς στις επιταγές της Δύσης. Τουναντίον, οι Δυτικοί πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και να αρκεστούν στο ότι η Αγκυρα, έστω και δυστροπώντας, δέχεται τις βασικές σταθερές της Δύσης, όπως το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., ωστόσο δεν αισθάνεται δεσμευμένη από αυτές, ενώ τεχνηέντως επιχειρεί την αναδιάταξη των ισορροπιών. Η άποψη ότι με την κλίση της προς την Ανατολή και τη συμπεριφορά της εντός του ΝΑΤΟ (π.χ. η άρνησή της να συνηγορήσει στην ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας και η ένταση με την Ελλάδα) καταλήγει να υπονομεύει τη συνοχή του, κερδίζει ακροατήριο αλλά δεν είναι ακόμη πλειοψηφική.
Πάντως, πρόκειται περί ψευτοδιλήμματος όταν αναρωτιόμαστε αν για την Ελλάδα και τη Δύση είναι προτιμότερη η παραμονή της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο ή η απομάκρυνσή της. Γιατί με αυτόν τον τρόπο η Αγκυρα καταφέρνει να διεκδικεί συνεχώς ανταλλάγματα και κυρίως απαιτεί πλέον να γίνονται σεβαστές ακραίες θέσεις και μαξιμαλισμοί, στο όνομα της διατήρησής της εντός της Δύσης, χωρίς όμως να έχει σοβαρή εναλλακτική επιλογή. Στην ουσία, το φλέγον ζήτημα, όπως εκφράζεται και από τις αντιθέσεις ανάμεσα στις δύο σχολές σκέψης στο εσωτερικό των ΗΠΑ, είναι ποιο μέρος θα καθορίσει τις προϋποθέσεις της σχέσης. Η φοβικότητα της γραφειοκρατίας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ βάζει χαμηλά τον πήχυ και δίνει τα περιθώρια στην Τουρκία να αξιώνει να νοείται ως αναντικατάστατος εταίρος της Δύσης, χωρίς τις συνεπαγόμενες συμβατικές υποχρεώσεις και με την ευχέρεια άσκησης πολυδιάστατης πολιτικής στο μοντέλο της Ινδίας, κάτι δηλαδή σαν χώρα του Κινήματος των Αδεσμεύτων. Η πιο ρεαλιστική και τολμηρή για τα αμερικανικά δεδομένα προσέγγιση του Κογκρέσου προσδιορίζει ένα πλαίσιο συμπεριφοράς που στηρίζεται σε αρχές, αποδεκτές τουλάχιστον από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ. Η γερμανικής έμπνευσης, ορθή στη θεωρητική της σύλληψη αλλά εν τέλει αποτυχημένη, πολιτική κατευνασμού έναντι της Ρωσίας μέσω της αλληλεξάρτησης (μεταξύ άλλων σε ενέργεια και εμπόριο) πρέπει να διδάξει τη Δύση.
Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων, καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος και αναλυτής διεθνών θεμάτων του AΝΤ1- Το Άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)