Την περασμένη Τετάρτη, η γαλλική εφημερίδα Le Figaro κυκλοφορούσε με πρωτοσέλιδο τίτλο «Η σύγκρουση των δύο κόσμων» πάνω από τις αντικριστές φωτογραφίες του Βλαντιμίρ Πούτιν και του Τζο Μπάιντεν. Μία ημέρα νωρίτερα και λίγα εικοσιτετράωρα πριν από τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι δύο ηγέτες είχαν εκφωνήσει βαρύνουσας σημασίας ομιλίες –στη Μόσχα ο Πούτιν, στη Βαρσοβία ο Μπάιντεν– σκιαγραφώντας διαμετρικά αντίθετες στρατηγικές για τη διεθνή τάξη πραγμάτων. Ωστόσο, αυτή η κατά κάποιο τρόπο ρετρό σκιαγράφηση της διεθνούς κατάστασης, που προδιαθέτει για κάποιου είδους επιστροφή στον Ψυχρό Πόλεμο ΗΠΑ - ΕΣΣΔ, παραλείπει έναν σημαντικό, αναδυόμενο πρωταγωνιστή του παγκόσμιου γίγνεσθαι: την Κίνα του Σι Τζινπίνγκ.
Καθώς ο Τζο Μπάιντεν ανέβαινε στην εξέδρα που είχε στηθεί έξω από το Βασιλικό Κάστρο της Βαρσοβίας, έφτανε στη Μόσχα για συνομιλίες με την ανώτατη ρωσική ηγεσία ο Ουάνγκ Γι, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κ.Κ. Κίνας και σύμβουλος του Σι για θέματα εξωτερικής πολιτικής. Ηταν ο τελευταίος σταθμός μεγάλης ευρωπαϊκής περιοδείας του, που τον έφερε, τις προηγούμενες ημέρες, στο Παρίσι, στο Μόναχο (όπου συμμετείχε στην ετήσια Διεθνή Διάσκεψη Ασφαλείας) και στη Βουδαπέστη. Στις συναντήσεις του με τον γραμματέα του ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας Νικολάι Πατρούσεφ, τον υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ και τελικά τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Ουάνγκ τόνισε την αταλάντευτη απόφαση της Κίνας να συνεχίσει τη «συνεργασία χωρίς όρια» που θεμελίωσαν οι Σι και Πούτιν στο Πεκίνο, μόλις λίγες ημέρες πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Το μήνυμα προς όλους ήταν σαφές: η Κίνα δεν είναι διατεθειμένη να εγκαταλείψει τον πολύτιμο σύμμαχό της, που δοκιμάζεται σκληρά στο ουκρανικό ναρκοπέδιο, πολύ περισσότερο τη στιγμή που οι Αμερικανοί, όπως είπε ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών Τσιν Γκανγκ, διαπνέονται από τη νοοτροπία «σήμερα η Ουκρανία, αύριο η Ταϊβάν».
Το CNN δεν έκρυβε, την ίδια ημέρα, την ανησυχία του. «Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο διμέτωπης σύγκρουσης με Ρωσία και Κίνα», ήταν ο τίτλος του βασικού θέματος στην ιστοσελίδα του. Ασφαλώς οι Αμερικανοί δεν αιφνιδιάστηκαν βλέποντας το Πεκίνο να στηρίζει το αφήγημα της Μόσχας για τις ευθύνες της Δύσης αναφορικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία ή να εκμεταλλεύεται την ευκαιρία του πολέμου και των δυτικών κυρώσεων για να προμηθευτεί σε προνομιακά χαμηλές τιμές ρωσικό πετρέλαιο (οι εισαγωγές του οποίου αυξήθηκαν μέσα σε ένα χρόνο σχεδόν κατά 50%). Εκείνο που τους έχει θορυβήσει, όμως, το τελευταίο διάστημα –τουλάχιστον αν πάρουμε τοις μετρητοίς αυτά που είπε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν στον Ουάνγκ κατά τη συνάντησή τους στο Μόναχο– ήταν οι πληροφορίες των αμερικανικών υπηρεσιών, κατά τις οποίες η Κίνα ετοιμάζεται να περάσει την «κόκκινη γραμμή» και να ενισχύσει με όπλα τη Ρωσία.
Εάν επαληθευθούν οι αμερικανικοί φόβοι (ένα πολύ μεγάλο εάν), ο πόλεμος στην Ουκρανία θα αλλάξει δραματικά χαρακτήρα, αποκτώντας διαστάσεις σύγκρουσης της Δύσης με το ενιαίο μπλοκ Κίνας - Ρωσίας, δηλαδή της δεύτερης οικονομίας του κόσμου και της πρώτης πυρηνικής δύναμης. Κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί ούτε στα χειρότερα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, καθώς η ρήξη Μάο - Χρουστσόφ και η ρεάλ πολιτίκ του Χένρι Κίσινγκερ απέτρεψαν τη συγκρότηση ισχυρού ρωσοκινεζικού άξονα. Μάλιστα, Ρωσία και Κίνα ενεπλάκησαν για ένα εξάμηνο του 1969 σε μεθοριακές στρατιωτικές συγκρούσεις στον ποταμό Ουσούρι, που στοίχισαν τη ζωή δεκάδων στρατιωτών και από τις δύο πλευρές, φέρνοντας επί τάπητος τον κίνδυνο ανοιχτού πολέμου μεταξύ δύο χωρών που ορκίζονταν στο όνομα του «προλεταριακού διεθνισμού». Ο,τι κατάφεραν να αποφύγουν οι Αμερικανοί επί εποχής υπαρκτού σοσιαλισμού, κινδυνεύουν να το αντιμετωπίσουν σήμερα, με τον καπιταλισμό, στην κρατικο-ολιγαρχική εκδοχή του, να έχει θριαμβεύσει από καιρό σε Ρωσία και Κίνα.
Δεν βρισκόμαστε ακόμη εκεί και ίσως να μη φτάσουμε ποτέ. Παρότι η Κίνα στηρίζει (με το αζημίωτο) οικονομικά και πολιτικά τη Ρωσία, προσπαθεί να εμφανίζεται ουδέτερη στο Ουκρανικό –σε αυτό το πνεύμα θα κινηθεί και η αναμενόμενη «πρωτοβουλία ειρήνης» του Σι– καθώς δεν θέλει να διακινδυνεύσει σκληρές αμερικανικές κυρώσεις, που θα την έθεταν εκτός δυτικών αγορών. Αλλά και οι Αμερικανοί γνωρίζουν ότι είναι πολύ πιο ανώδυνο για τους ίδιους να επιβάλουν κυρώσεις στη Ρωσία παρά στην Κίνα, μια χώρα με δεκαπλάσια οικονομία από τη ρωσική, με ένα τρισ. (τρισ.!) δολάρια αμερικανικού χρέους στα χέρια της και δεκάδες αμερικανικές πολυεθνικές να πλουτίζουν στα εδάφη της.
Ο Σολτς και το Πεκίνο
Οι Αμερικανοί θα δυσκολευτούν πολύ περισσότερο να παρασύρουν τους συμμάχους τους σε ένα αντικινεζικό μέτωπο από όσο (δεν) δυσκολεύτηκαν στην περίπτωση της Ρωσίας. Ο Ολαφ Σολτς μπορεί να έθαψε τον Nord Stream 2 και να άλλαξε δραματικά τη γερμανική πολιτική έναντι της Μόσχας, αλλά τον περασμένο Νοέμβριο πάτησε το κόκκινο χαλί που του είχε στρώσει ο Σι στο Πεκίνο, σέρνοντας πίσω του δεκάδες διευθύνοντες συμβούλους από την αφρόκρεμα των γερμανικών επιχειρήσεων – χώρια που λίγο νωρίτερα είχε πουλήσει τερματικό του λιμανιού του Αμβούργου στην κινεζική Cosco. Οι Σαουδάραβες, που είχαν υποδεχτεί πολύ ψυχρά τον Μπάιντεν τον περασμένο Ιούλιο, αποθέωσαν τον Σι τον Δεκέμβριο και μάλιστα φιλοξένησαν την πρώτη στα χρονικά σύνοδο κορυφής Κίνας - Αραβικών Κρατών.
Γεγονός είναι ότι, αν μέχρι πρόσφατα η προεκλογική ρητορεία του Τζο Μπάιντεν περί «σύγκρουσης της δημοκρατίας με τον αυταρχισμό» (δηλαδή της Δύσης με Ρωσία και Κίνα ταυτόχρονα) έμοιαζε με θεωρητικό σχήμα, προς αποκατάσταση της διατλαντικής συνοχής που είχε τρωθεί βαρύτατα από τον Ντόναλντ Τραμπ, σήμερα τείνει να γίνει αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αρκετοί πολιτικοί (κυρίως Ρεπουμπλικανοί) και αναλυτές στην Αμερική ανησυχούν μήπως η απορρόφηση του Μπάιντεν με τον αντιρωσικό αγώνα στην Ουκρανία αφήνει στο απυρόβλητο, αν δεν ευνοεί κιόλας σε βάθος χρόνου, τον πιο επικίνδυνο ανταγωνιστή της, την Κίνα. Ισως να ήταν αυτή η εσωτερική πίεση και η ανάγκη του Μπάιντεν να εμφανιστεί σκληρός απέναντι στο Πεκίνο που τροφοδότησε την απίστευτη υστερία με τα κινεζικά μπαλόνια πάνω από την Αμερική (τελικά ήταν μόνον ένα, όπως παραδέχτηκε ο Αμερικανός πρόεδρος), όπου αεροσκάφη F-22 απογειώνονταν για να καταρρίψουν με πυραύλους των 400.000 δολαρίων αερόστατα που κόστισαν λίγες εκατοντάδες δολάρια.
Περιττό να πούμε ότι, αν κάποιος κινδυνεύει να συμπιεστεί στις Συμπληγάδες του νέου αναδυόμενου διπολισμού ΗΠΑ - Κίνας, αυτός είναι η Ε.Ε. Στην κρίση του Ιράκ, το 2003, ο Γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ είχε καλέσει τους Πολωνούς και άλλους Ανατολικοευρωπαίους που ευθυγραμμίζονταν με τις ΗΠΑ «να βγάλουν τον σκασμό». Μέχρι πρόσφατα, η Πολωνία των Κατσίνσκι και Μοραβιέτσκι –μαζί με την Ουγγαρία του Ορμπαν– αντιμετωπιζόταν ως μαύρο πρόβατο της Ενωσης, συνώνυμο της εθνικιστικής τύφλωσης, του ρατσισμού και των παραβιάσεων του κράτους δικαίου. Ωστόσο, σε αυτή την Πολωνία διάλεξε να εκφωνήσει τη βαρυσήμαντη ομιλία του ο Τζο Μπάιντεν την περασμένη Τρίτη, υπογραμμίζοντας με τον τρόπο του ότι η νέα Ευρώπη έχει μετατοπίσει το κέντρο βάρους της από τον Ρήνο στον Οντερ. Ο Μαρκ Μπρεζίνσκι, πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Πολωνία και γιος του πολωνικής καταγωγής Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, από τους αρχιτέκτονες της αμερικανικής γεωπολιτικής, μπορεί να νιώθει μεταθανάτια δικαίωση για λογαριασμό του πατέρα του. Το παιχνίδι στη «Μεγάλη Σκακιέρα» εξελίσσεται καλά για την Αμερική.
(Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)