Είναι γεγονός ότι το χθεσινό εκλογικό αποτέλεσμα δεν επεφύλασσε καμία έκπληξη πέραν ίσως της θεαματικής διεύρυνσης της εκλογικής επιρροής και του συνωστισμός των κομμάτων που τοποθετούνται στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος.
Κατά τα άλλα η άνοδος της ΝΔ ήταν αναμενόμενη όπως και η περαιτέρω πτώση του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για ένα προ πολλού προεξοφλημένο αποτέλεσμα. Εξού και η πλειοψηφία της κοινής γνώμης κινήθηκε μετά την αναμέτρηση της 21ης Μαΐου στον αστερισμό της λογικής του να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα με τα διλήμματα της διακυβέρνησης πριμοδοτώντας το κόμμα που συγκέντρωνε εξαρχής τις περισσότερες πιθανότητες να σχηματίσει μια αυτοδύναμη μονοκομματική κυβέρνηση.
Αντιθέτως έκπληξη μπορεί να θεωρηθεί η ταχύτητα με την οποία η χώρα εισήλθε σε μια νέα εποχή πολύ διαφορετική από την προηγούμενη της μεταπολίτευσης.
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για εποχή Κυριάκου Μητσοτάκη, αν υπήρχε η βεβαιότητα ότι η αναμφισβήτητη κυριαρχία του θα έχει το στρατηγικό βάθος και την διάρκεια που προϋποθέτει η μετατροπή της σε σταθερά της πολιτικής ζωής.
Πλην όμως ουδέν επισφαλέστερο μιας τέτοιας υπόθεσης εργασίας. Πολύ περισσότερο που το βασικότερο χαρακτηριστικό της νέας εποχής παραμένει η ρευστότητα, η αβεβαιότητα και η απροσδιοριστία των εξελίξεων σε ένα όλο και πιο ασταθές, μεταβαλλόμενο και απρόβλεπτο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Αλλεπάλληλες ανακατατάξεις και ανατροπές πολύ δύσκολα επιτρέπουν την αναπαραγωγή ισορροπιών και συσχετισμών που μέχρι πρότινος θεωρούνταν σταθεροποιητικοί ίπαράγοντες του δυτικού κόσμου.
Άλλωστε η κρίση εμπιστοσύνης στην οποία βυθίζεται το πολιτικό σύστημα προκαλώντας συνεχείς κλυδωνισμούς στα θεμέλια των φιλελεύθερων δημοκρατιών έχει εξελιχθεί σε φαινόμενο που δεν περιορίζεται μόνον σε χώρες όπως η Ελλάδα με ατροφική κοινωνία πολιτών και μεγάλη κοινωνική και πολίτικη κινητικότητα. Απλώς στην Ελλάδα έφθασε σε επίπεδα παροξυσμού μετά την διπλή αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ και να κυβερνήσει και να αντιπολιτευθεί αποτελεσματικά και κυρίως μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, όποτε και στο εκλογικό σώμα επικράτησε η απέραντη βουβαμάρα εντός της οποίας απέκρυψε τις πραγματικές του προτιμήσεις ενόψει της αναμέτρησης της 21ης Μαΐου.
Ως ένα βαθμό εξέφρασε έτσι την αμηχανία του. Ήταν η αμηχανία ενός εκλογικού σώματος ταυτόχρονα σοκαρισμένου, αλλά και συμβιβασμένου με την ιδέα ότι εν τελεί δεν είχε καλύτερη επιλογή από την αναγκαστική επιλογή του μικρότερου κακού. Δηλαδή της επανεκλογής του Κυριάκου Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία.
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιουνίου συνιστά ωστόσο και πάλι μια τομή στην ελληνική πολιτική ιστορία. Τουλάχιστον στο μέτρο ακριβώς κατά το οποίο αντανακλά τις τεκτονικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια εντός της ελληνικής κοινωνίας. Αντιπροσωπευτικό δείγμα τους: η μεγάλη στροφή των νεότερων ηλικιών και των λαϊκών γειτονιών των μεγάλων αστικών κέντρων προς την φιλελεύθερη παράταξη.
Σε κάθε περίπτωση η ακριβής ανάλυση των τελικών αποτελεσμάτων και της ανθρωπογεωγραφιας τους απαιτεί περισσότερο χρόνο. Άλλωστε εριστικότερα συμπεράσματα δεν θα μπορούν να εξαχθούν πριν την παρέλευση του δωδεκαμήνου που θα μεσολαβήσει μέχρι τις ευρωεκλογές του 2024.
Ίσως μάλιστα τότε να αποδειχθεί πόσο μεγάλο ήταν το μοναδικό λάθος της κατά άλλα αλάνθαστης επικοινωνιακής προεκλογικής στρατηγικής του Κυριάκου Μητσοτάκη. Δεν προετοίμασε καταλλήλως την κοινή γνώμη για τα προβλήματα που την περιμένουν από την επόμενη των εκλογών όποτε και τελειώνει η δημοσιονομικής χαλαρότητα και η Ευρωπαϊκή Ένωση επιστρέφει στην λιτότητα της προπανδημικής περιόδου.
Πράγμα που πιθανότατα θα σημάνει μεγαλύτερη ενίσχυση της Ακροδεξιάς.
(Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Τα Νέα")