Η κυβέρνηση, μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας και προσεχούς συνάντησης του υπουργού Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτη με την ομόλογό του Ν. Μανγκούς και μέσω της διαπίστευσης του νέου πρεσβευτή στην Τρίπολη, Ν. Γαριλίδη, αναθεωρεί την πολιτική της έναντι της Λιβύης.
Πρόκειται για αναγκαστική στροφή στο ρεαλισμό μετά από συστάσεις, κυρίως, του Βερολίνου εδώ και μήνες, ενώ ελήφθη υπόψη και η δράση των ΗΑΕ υπέρ της Τουρκίας. Επί της ουσίας, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος, καθώς ο -αποκλεισμένος από την Ελλάδα επί διετία- πρωθυπουργός Αμπ. Ντμπεϊμπά βρίσκεται πλέον σε συνεννόηση ή έστω λυκοφιλία με τους ηγέτες της ανατολικής Λιβύης, οι οποίοι συνδέονταν με την Αθήνα (στρατάρχης Χ. Χαφτάρ και πρόεδρος Βουλής των Αντιπροσώπων Ακ. Σαλέχ). Πεδίο συμβιβασμού των Ντμπεϊμπά και Χαφτάρ είναι ο διαμοιρασμός των «πλεονεκτημάτων» της εθνικής εταιρίας πετρελαίου της Λιβύης και της κεντρικής τράπεζας.
Ταυτόχρονα, χωρίς φυσικά να ομολογείται από κυβερνητικής πλευράς, αποδεικνύεται ότι η πολιτική του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη στο Λιβυκό ήταν λανθασμένη. Το 2019 αδράνησε -παρά τις έγκαιρες προειδοποιήσεις από τη Λευκωσία και το Κάιρο- και δεν ανέλαβε καμία πρωτοβουλία αποτροπής του τουρκολιβυκού μνημονίου. Το 2020, βασίστηκε αποκλειστικά στον στρατάρχη Χαφτάρ, παρά το εξόφθαλμο προσωπικό παιχνίδι του μεταξύ Ουάσιγκτον, Μόσχας, Άγκυρας και άλλων ισχυρών πρωτευουσών. Το 2021, το Μαξίμου, κατόπιν των συζητήσεων Μητσοτάκη-Ντμπεϊμπά, διοχέτευε πληροφορίες περί ταχείας αναβίωσης των τεχνικών διαβουλεύσεων Αθήνας-Τρίπολης για την ΑΟΖ αν και ο Λίβυος πρωθυπουργός ήταν (και παραμένει) κατεξοχήν εκλεκτός της Άγκυρας. Το 2022, μολονότι η ελληνική κυβέρνηση διέθετε πάλι εγκαίρως (οκτώ μήνες νωρίτερα!) πληροφορίες για το πρόσθετο τουρκολιβυκό μνημόνιο εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στη Μεσόγειο, δεν αναλήφθηκε καμία δράση.
Ασφαλώς, καθώς το Λιβυκό έχει εξελιχθεί σε ένα από τα πιο περίπλοκα διεθνή προβλήματα, ουδείς ανέμενε θαύματα από τον κ. Μητσοτάκη ούτε και προσδοκά κοσμογονικές εξελίξεις από τις επαφές Γεραπετρίτη-Μανγκούς. Η επανάληψη του διαλόγου με το στρατόπεδο Ντμπεϊμπά αποτελεί, λίγο-πολύ, επιστροφή στο σημείο που βρίσκονταν οι διμερείς σχέσεις το 2021 υπό χειρότερες συνθήκες λόγω των εξελίξεων που μεσολάβησαν. Η διπλωματική στροφή της Ελλάδας δεν προσφέρει εγγυήσεις άμεσων κερδών, αλλά η κυβέρνηση πρέπει -στο μέτρο του δυνατού- να ανακτήσει ή δημιουργήσει ερείσματα στην διαιρεμένη βορειοαφρικανική χώρα.
Η παρούσα κατάσταση είναι πολλαπλά αρνητική για τα ελληνικά συμφέροντα. Γιατί, μεταξύ άλλων, δεν διαφαίνεται τερματισμός της πολυετούς λιβυκής πολιτικής κρίσης, καθώς οι εξαγγελίες του διεθνούς παράγοντα το 2017 για εκλογές το Μάιο του 2018 έπεσαν στο κενό, όπως και τα σχέδια του 2020 για στήσιμο καλπών το Δεκέμβριο του 2021. Το Σεπτέμβριο του 2022, ο ειδικός εκπρόσωπος του ΟΗΕ Αμπ. Μπατιλί, εξήγγειλε εκλογές «το συντομότερο δυνατό», ελπίζοντας εντός του 2023, αλλά το τρέχον σχέδιό του κάνει λόγο για μετά την άνοιξη του 2024. Μέχρι τότε, η ελληνική πλευρά μπορεί να ελπίζει, βάσιμα, σε μη επικύρωση και μη εφαρμογή των τουρκολιβυκών μνημονίων, αλλά θεωρείται απίθανη η ακύρωσή τους.
Παράλληλα, η Ελλάδα είναι το μόνο μέλος της Ε.Ε. που, αν και εθίγη βάναυσα από την κρίση λόγω των τουρκολιβυκών μνημονίων, δεν μετέχει ούτε στη Διαδικασία του Βερολίνου ούτε στα άλλα πολυμερή σχήματα (το λεγόμενο P3+2+4 κ.λπ.). Η κυβέρνηση, ως αντάλλαγμα της ντε φάκτο αναγνώρισης της πρωτοκαθεδρίας Ντμπεϊμπά και Μανγκούς, οφείλει να λάβει κάποιο αντάλλαγμα από τη Γερμανία ή τη Γαλλία, η οποία, τουλάχιστον, είχε καλέσει την Ελλάδα στη διάσκεψη του Παρισιού στα τέλη του 2021. Επίσης, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η Ουάσιγκτον, πέραν του ενδιαφέροντός της για την εξουδετέρωση της ρωσικής παραστρατιωτικής Wagner, δεν ασχολείται με τα θέματα ελληνικής προτεραιότητας στη Λιβύη. Η δε Μόσχα, λόγω της κατάρρευσης των ελληνορωσικών σχέσεων, δεν θα συνδράμει την Αθήνα στο παραμικρό.
Επομένως, οι ελληνικές επιλογές είναι και θα παραμείνουν περιορισμένες μέχρι τις λιβυκές εκλογές, όποτε και όπως διεξαχθούν.
(Ο Αλέξανδρος Τάρκας είναι Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Δημοκρατία")