Από τότε πέρασαν σχεδόν πέντε χρόνια με διπλή νίκη της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στις εθνικές εκλογές το 2019 και το 2023, αλλά ακόμη και σήμερα τα πλεονάσματα αποτελούν αιτία πανηγυρισμών.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχουν κάνει τις ίδιες επιλογές και προτιμούν να δείχνουν στις αγορές και στους εταίρους μας τα «ματωμένα πλεονάσματα» της χώρας μας για να λαμβάνουν εν είδη ευσήμων επενδυτικές βαθμίδες.
Σε χθεσινή του τηλεοπτική συνέντευξη ο κ. Μητσοτάκης αναφερόμενος στην πορεία της οικονομίας και τους πανηγυρισμούς για το πρωτογενές αποτέλεσμα, που για το 2023 ανήλθε σε 1,86% του ΑΕΠ, έναντι στόχου για 1,15%, είπε συγκρατημένα: «Γνωρίζω ότι υπάρχουν νοικοκυριά που δοκιμάζονται και τα μακροοικονομικά μεγέθη δεν τους αφορούν».
Και έχει απόλυτο δίκιο ο πρωθυπουργός, αφού ενώ υπάρχουν πλεονάσματα αυτά δεν διαχέονται στην κοινωνία την ίδια περίοδο που σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα έχει τον δεύτερο υψηλότερο πληθωρισμό στα τρόφιμα μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωζώνης.
Και όμως, αυτά είναι μόνο στα λόγια γιατί στην πράξη η κυβέρνηση Μητσοτάκη επενδύει στα «ματωμένα» πλεονάσματα.
Επέλεξε την «κατάκτηση» της επενδυτικής βαθμίδας από την οικονομική στήριξη των πολιτών που βρίσκονται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση.
Είναι γνωστό πως θα μπορούσαν να διοχετευθούν στην κοινωνία περίπου 900 εκατ. ευρώ για να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια και τους χαμηλούς μισθούς και συντάξεις, αλλά αυτά θα «έλειπαν» από το ταμείο και θα επηρέαζαν τη λεγόμενη δημοσιονομική σταθερότητα που θα οδηγούσε την ελληνική οικονομία στην κατάκτηση της πολυπόθητης για την κυβέρνηση επενδυτικής βαθμίδας.
Και ο κύβος ερρίφθη. Η επενδυτική βαθμίδα νίκησε την κοινωνική συνοχή και τα υπερπλεονάσματα έμειναν στο κρατικό ταμείο.
Τα υπερπλεονάσματα που ανήκουν στους πολίτες, καθώς πληρώθηκαν από τους υψηλούς φόρους των πολιτών και από τις περικοπές δαπανών για το κοινωνικό κράτος.