Ένας βασικός παράγοντας που υποδαυλίζει τον πληθωρισµό και αναδεικνύει την Ελλάδα στην πρώτη θέση µεταξύ των χωρών της Ε.Ε. µε κριτήριο την ακρίβεια είναι η έλλειψη υγιούς, ισχυρού ανταγωνισµού στην εσωτερική αγορά. Οι πρακτικές τύπου καρτέλ που υιοθετούνται από τµήµατα της επιχειρηµατικότητας, τα οποία έχουν (κακο)µάθει «να τα βρίσκουν» µεταξύ τους και να δουλεύουν µε τόσο υψηλά ποσοστά κέρδους επί των δικών τους (ιδίων) κεφαλαίων, που δεν υπάρχουν σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα – και που, δοθείσης της ευκαιρίας, π.χ. κάποιας διεθνούς αναστάτωσης, σπεύδουν να τα διευρύνουν.
Αυτά δεν είναι υποθέσεις. Είναι διαπιστώσεις που κάνουν οικονοµικοί οργανισµοί υπεράνω υποψίας.
Στις αρχές Απριλίου ο διοικητής της ΤτΕ παρουσίασε την έκθεσή του στην ετήσια γενική συνέλευση του ιδρύµατος. Οι αναφορές του στον πληθωρισµό κερδών έκαναν αίσθηση: µε αφορµή την εκτίναξη των τιµών της ενέργειας το 2021-22, επιχειρήσεις αύξησαν πολύ περισσότερο τις τιµές τους και διεύρυναν τα περιθώρια κέρδους τους σε ιστορικά υψηλά επίπεδα – είπε. Το 2022 στη βιοµηχανία αυτές οι αυξήσεις έφτασαν στο 19,5% και στο 17% σε εµπόριο, ξενοδοχεία - εστιατόρια, µεταφορές και αποθήκευση.
Ο Γ. Στουρνάρας κατ’ επανάληψιν αναφέρεται στον αδύναµο ανταγωνισµό που χαρακτηρίζει τις καθ’ ηµάς αγορές, όπως η αγορά των τροφίµων (από την παραγωγή µέχρι το ράφι της λιανικής), τα ιδιωτικά νοσοκοµεία και άλλους κλάδους µε ολιγοπωλιακή δοµή. Ανάλογες διαπιστώσεις κάνει το Ιδρυµα Οικονοµικών και Βιοµηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).
Τι κάνει επ’ αυτού η κυβέρνηση; Επί πέντε χρόνια επιµελώς αποφεύγει να θίξει τα κακώς κείµενα.
Μια ερµηνεία θα ήταν ότι ο πληθωρισµός δεν της φαινόταν και τόσο κακός. Αφενός αύξανε το ονοµαστικό ΑΕΠ και µείωνε το δηµόσιο χρέος ως ποσοστό του, αφετέρου µείωνε δραστικά το πραγµατικό κόστος εξυπηρέτησης του δηµοσίου χρέους – αφού τα επιτόκια για το συντριπτικά µεγάλο µέρος του είναι «κλειδωµένα» στην περιοχή του 1,5%. Ταυτόχρονα αύξανε τα έσοδα του κράτους κυρίως από την έµµεση φορολογία (αφού οι ίδιοι συντελεστές υπολογίζονται επί αυξηµένων ονοµαστικών τιµών), αλλά και από την άµεση – αφού, µε ύµνους στη µείωση της φορολογίας, αποφεύχθηκε η τιµαριθµοποίηση της φορολογικής κλίµακας.
Ετσι ο πληθωρισµός συµµετείχε ενεργά στη «συνετή» δηµοσιονοµική πολιτική. Βοήθησε να βρίσκονται τα λεφτά για να συντηρείται ένα κράτος άθικτο από µεταρρυθµίσεις, που σέρνεται, χωρίς σχέδιο, προτεραιότητες, αξιολόγηση. Και µπορεί η ελληνική βιοµηχανία να δουλεύει µε τα ακριβότερα – λόγω φορολογίας– καύσιµα της Ευρώπης εις βάρος της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης. Ή µπορεί να αυξήθηκε 37,5% το 2023 η φορολογική ασφαλιστική επιβάρυνση ενός µέσου µισθωτού που έχει δύο παιδιά, ενώ η αντίστοιχη αύξηση στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν µόνο 29,5%. Αλλά, πάντως, πετυχαίνουµε «υγιή» πρωτογενή πλεονάσµατα.
Ο πληθωρισµός συνέβαλε, επίσης, στην οικονοµική µεγέθυνση µέσω της τροφοδότησης των κερδών και της µεγαλύτερης αναδιανοµής εισοδήµατος εις βάρος της µισθωτής εργασίας που έχει γίνει εδώ και χρόνια. Το ΑΕΠ αυξάνεται, µαζί και οι ανισότητες. Το 2022 τα εισοδήµατα από µισθούς ήταν το 27% του ΑΕΠ (δεύτερο µικρότερο ποσοστό στους «27»), ενώ τα εισοδήµατα από κέρδη ήταν το 52,2% του ΑΕΠ – τρίτο υψηλότερο ποσοστό στους «27» και δεύτερο µεγαλύτερο στους «20» της Ευρωζώνης. Και το 2023 οι εισηγµένες στο Χρηµατιστήριο πέτυχαν την υψηλότερη κερδοφορία της 15ετίας: πάνω από 10,4 δισ. ευρώ, έναντι προηγούµενου ρεκόρ 11,3 δισ. ευρώ το 2007.
Αυτή είναι η πραγµατικότητα – λες και δεν υπάρχει αύριο. Και όσο παρατείνεται η πρωτοφανής πολιτική κυριαρχία της κυβέρνησης και η επίσης πρωτόγνωρη αδυναµία της αντιπολίτευσης, ίσως όλα αυτά ψιλοδιασκεδάζονται µε ευχολόγια για αποκλιµάκωση του πληθωρισµού και για αυξήσεις στους µισθούς. Μέχρι να τιναχτεί το καπάκι.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Καθημερινή" της Κυριακής)