Μια αναλυτική χαρτογράφηση των ραγδαίων αλλαγών που συντελούνται στον τομέα της ενέργειας στην Ελλάδα -και των μεγάλων αλλαγών που πρόκειται να έρθουν παρουσιάζει έρευνα της διαΝΕΟσις.
Μια ερευνητική ομάδα του ΙΟΒΕ υπό τον συντονισμό του γενικού διευθυντή Νίκου Βέττα ανέλαβε για λογαριασμό της διαΝΕΟσις μια πλήρη και αναλυτική χαρτογράφηση του τομέα ενέργειας στη χώρα μας. Στην πολυσέλιδή έκθεσή τους, αναλύουν τα βασικά δεδομένα, τις θεσμικές αλλαγές που έχουν υλοποιηθεί ή δρομολογηθεί, τους στόχους της χώρας για το μέλλον και τις σημαντικότερες προκλήσεις που προκύπτουν. Επιπλέον, μπορείτε να διαβάσετε και ένα κείμενο πολιτικής (PDF) που προετοίμασε η ερευνητική ομάδα για το ίδιο θέμα με κεντρικό άξονα τον ρόλο του τομέα της ενέργειας στην επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.
Μέχρι το 2050 η χώρα μας, όπως και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, θα πρέπει να έχει σταματήσει να εκλύει αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου -ή, έστω, να δεσμεύει από την ατμόσφαιρα ισοδύναμη ποσότητα όσων εκλύει.
Θα πρέπει να γίνει "κλιματικά ουδέτερη". Το 2050, όμως, θα θέλουμε να έχουμε μια ακμάζουσα και αναπτυσσόμενη οικονομία, φτηνό ηλεκτρισμό, θέρμανση και ψύξη στα σπίτια, να κινούμαστε με αυτοκίνητα και μέσα μαζικής μεταφοράς, να παράγουμε βιομηχανικά προϊόντα και να απολαμβάνουμε, γενικά, τους καρπούς του ανθρώπινου πολιτισμού. Γι’ αυτό θα πρέπει να παράγουμε και να καταναλώνουμε ενέργεια. Στην εποχή μας, τρεις δεκαετίες πριν από το 2050, ο τομέας της ενέργειας προκαλεί το 40% των εκλύσεων που στέλνουμε στην ατμόσφαιρα. Από τους 96,1 εκατ. τόνους ισοδύναμου CO2 που εκλύονταν από την Ελλάδα το 2018, οι 38,3 εκατ. προέρχονταν από εκεί."96 εκατομμύρια τόνοι" (ή, "μεγατόνοι") ακούγεται πολύ, και είναι, πράγματι, περισσότερο από ό,τι εκλύουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες παρόμοιου μεγέθους, όπως η Πορτογαλία ή η Ουγγαρία. Αλλά είναι κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε. και το χαμηλότερο νούμερο τα τελευταία 30 χρόνια. Το 1990 η χώρα μας έστελνε 105,8 μεγατόνους ισοδύναμου CO2 στην ατμόσφαιρα. Το 2005, τη χειρότερη χρονιά, έστειλε 139,1. To 2050 θα πρέπει να φτάσει στο μηδέν.
Πώς θα το κατορθώσουμε; Και, επιπλέον, πώς θα γίνει αυτή η μετάβαση λύνοντας ταυτόχρονα τα πολλά και μεγάλα προβλήματα του ενεργειακού τομέα που έχουμε σήμερα, αναβαθμίζοντας τις υποδομές και τις υπηρεσίες, αυξάνοντας την ενεργειακή ασφάλεια, μειώνοντας την ενεργειακή φτώχεια και θωρακίζοντας έναν από τους κρισιμότερους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα;