1. Σκοπός – Αντικείμενο της παρούσας Δημόσιας Διαβούλευσης
H ενδυνάμωση των καταναλωτών συνιστά κεντρικό στόχο της Οδηγίας 2019/944 «σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την τροποποίηση της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ». Για την πραγμάτωση της ενδυνάμωσης, είναι καίριας σημασίας η προώθηση των αρχών της διαφάνειας, της ευχερούς κι αξιόπιστης πληροφόρησης και της συγκρισιμότητας των προϊόντων που προσφέρουν οι προμηθευτές. Πράγματι, τόσο οι προσυμβατικές επικοινωνίες όσο και η συμβατική ενημέρωση των πελατών οφείλουν να διαμορφώνονται κατά τρόπο λειτουργικό και κατάλληλο για την επίτευξη του στόχου που εξυπηρετούν, δηλαδή για την τόνωση της δυνατότητας των καταναλωτών να κατανοήσουν τον τρόπο διαμόρφωσης του λογαριασμού ηλεκτρικής ενέργειας, να αντιληφθούν το κόστος που συνεπάγεται η εκάστοτε επιλογή προμηθευτή και τιμολογίου και να προβούν σε ενημερωμένες επιλογές συμμετέχοντας ενεργητικότερα στην αγορά.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, στη βάση των αρμοδιοτήτων της για την παρακολούθηση και εποπτεία της αγοράς ενέργειας (άρθρα 22 παρ. 2 & 4 Ν. 4001/2011), την τήρηση του Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας και την προστασία των Καταναλωτών (άρθρα 24, 46-51 Ν. 4001/2011), μεριμνά για την ορθή κι ομοιόμορφη εφαρμογή των κείμενων διατάξεων, προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική άσκηση από τους καταναλωτές των δικαιωμάτων που τους εγγυάται το ενωσιακό και εθνικό δίκαιο και να προωθείται ο υγιής ανταγωνισμός μεταξύ των Προμηθευτών και η εν γένει εύρυθμη κι αποδοτική λειτουργία της λιανικής αγοράς ηλεκτρισμού.
Όπως είναι γνωστό, η ΡΑΕ, κατά ρητή επιταγή του ενωσιακού δικαίου (άρθρα 57-60 της Οδηγίας 2019/944), διαθέτει ευρείες κανονιστικές, ρυθμιστικές και κυρωτικές αρμοδιότητες, τις οποίες δύναται αλλά και οφείλει να ασκεί, προκειμένου να υπηρετήσει την αποστολή της. Περαιτέρω, η ΡΑΕ δύναται να απευθύνει συστάσεις και να εκδίδει ερμηνευτικές αποφάσεις και κατευθυντήριες οδηγίες, ενθαρρύνοντας τις ενεργειακές επιχειρήσεις να υιοθετούν υψηλά πρότυπα ποιότητας υπηρεσιών (άρθρο 22 παρ. 4 του ν. 4001/2011).
Σε συνέχεια των ανωτέρω, η Αρχή, με σκοπό την ενίσχυση της διαφάνειας, της εύληπτης και πλήρους ενημέρωσης και της συγκρισιμότητας των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας και συνεκτιμώντας (α) τα αποτελέσματα της από 05.08.2021 Δημόσια Διαβούλευσή της και (β) τα συμπεράσματα της Αρχής από τη λειτουργία των καινοτόμων εφαρμογών που έθεσε στη διάθεση των καταναλωτών, και συγκεκριμένα του «Εργαλείου Σύγκρισης Τιμών» και της πλατφόρμας ενημέρωσης κι υποστήριξης καταναλωτών «ΜyRAE» (γ) το έλλειμμα προσήκουσας ενημέρωσης των καταναλωτών, το οποίο εμφαίνεται από τον όγκο παραπόνων, αναφορών και καταγγελιών που έχουν υποβληθεί στη ΡΑΕ, (δ) την παρούσα συγκυρία της δραματικής αύξησης των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου διεθνώς, η οποία επέφερε την εκτίναξη του κόστους των τιμολογίων προμήθειας που καταβάλλουν οι καταναλωτές και (δ) τις κατευθύνσεις και διευκρινίσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά στην ερμηνεία του άρθρου 12 της Οδηγίας 2019/944, θέτει σε Δημόσια Διαβούλευση:
- τα προτεινόμενα πρότυπα για το τυποποιημένο
«Έντυπο Αίτησης Προσφοράς Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας»και - τα προτεινόμενα πρότυπα για το τυποποιημένο
«Λογαριασμό Κατανάλωσης».
Βασικές τομές της παρούσας διαβούλευσης αποτελούν:
- (α) η ενίσχυση της διαφάνειας της εύληπτης και πλήρους ενημέρωσης και της συγκρισιμότητας των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας, προτείνεται η κατηγοριοποίηση τιμολογίων ΧΤ βάσει συστήματος διαβάθμισης του κινδύνου τιμών,
- (β) η ενίσχυση της διαφάνειας της εύληπτης και πλήρους ενημέρωσης των καταναλωτών προτείνεται η τυποποίηση εντύπων προσυμβατικής ενημέρωσης και
- (γ) η ενίσχυση της διαφάνειας, της εύληπτης και πλήρους ενημέρωσης και της συγκρισιμότητας προτείνεται η τυποποίηση λογαριασμού ηλεκτρικής ενέργειας
Α. Με σκοπό την ενίσχυση της διαφάνειας της εύληπτης και πλήρους ενημέρωσης και της συγκρισιμότητας των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας, προτείνεται η κατηγοριοποίηση τιμολογίων ΧΤ βάσει συστήματος διαβάθμισης του κινδύνου τιμών.
Η Οδηγία 2019/944 υπογραμμίζει ότι: «Οι λογαριασμοί ηλεκτρικής ενέργειας συνιστούν ένα σημαντικό μέσο πληροφόρησης των τελικών πελατών. Πέρα από τα δεδομένα σχετικά με την κατανάλωση και το κόστος, μπορούν επίσης να περιέχουν άλλες πληροφορίες που βοηθούν τους καταναλωτές να συγκρίνουν την τρέχουσα προσφορά τους με άλλες προσφορές. […] Άλλες πληροφορίες θα πρέπει να διατίθενται στους τελικούς πελάτες είτε αναγραφόμενες στους λογαριασμούς, είτε συνοδεύοντάς τους, είτε σηματοδοτούμενες σε αυτούς. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να εμφανίζονται στον λογαριασμό ή σε χωριστό έγγραφο συνημμένο στον λογαριασμό ή ο λογαριασμός μπορεί να περιέχει παραπομπή στην πηγή όπου ο τελικός πελάτης να μπορεί να βρει εύκολα τις πληροφορίες αυτές, είτε πρόκειται για ιστότοπο, είτε για εφαρμογή, είτε για άλλο μέσο» (αιτιολογική σκέψη 48). Ως πληροφορίες τιμολόγησης νοούνται «όλες οι πληροφορίες που παρέχονται στους λογαριασμούς, πέραν του αιτήματος πληρωμής» (άρθρο 2 σημείο 21).
Όπως ορίζει και το άρθρο 18 παρ. 6 της Οδηγίας: «Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι λογαριασμοί και οι πληροφορίες τιμολόγησης πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα I.».
Συναφώς, το άρθρο 18 (2) ΚΠΗΕ, το οποίο ορίζει το ελάχιστο περιεχόμενο της Σύμβασης Προμήθειας ενώ το άρθρο 1(2)ε του Παραρτήματος ΙΙ ΚΠΗΕ επιτάσσει η «δομή των τιμολογίων και τα συνιστώντα στοιχεία τους να παρέχουν τη δυνατότητα στους καταναλωτές να αναγνωρίζουν το κόστος που τους προκαλεί κάθε παρεχόμενη υπηρεσία και να επιτρέπουν τον υπολογισμό των επιμέρους χρεώσεων με ευχέρεια και διαφάνεια. Η απλότητα και η διαφάνεια των χρεώσεων αποσκοπούν στο να μπορούν οι καταναλωτές να επιλέγουν μεταξύ εναλλακτικών τιμολογίων με διαφορετικά χαρακτηριστικά, έτσι ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες τους με τον πιο οικονομικό τρόπο».
Εν όψει των ανωτέρω, η Αρχή θεωρεί αναγκαία τη σήμανση των τιμολογίων ΧΤ με κριτήριο τον κίνδυνο τιμών που ενσωματώνουν, δηλαδή το ρίσκο της αναπροσαρμογής της Χρέωσης Προμήθειας. Ιδίως υπό τις παρούσες συνθήκες, αναδεικνύεται ως επιτακτική η ανάγκη των καταναλωτών να αντιλαμβάνονται εκ των προτέρων την πιθανότητα επαύξησης -και μέχρι συγκεκριμένου ορίου- του ενεργειακού τους κόστους. Η κατανόηση αυτή είναι θεμελιώδους σημασίας κυρίως για τους καταναλωτές που είναι ευαίσθητοι ή ευάλωτοι στις διακυμάνσεις των τιμών. Ως εκ τούτου, ο δείκτης “risk tolerance” επηρεάζει καθοριστικά τις επιλογές τους.
Σχετικώς, η Αρχή έλαβε υπόψη τη γενικότερη θέση Προμηθευτών, που αποτυπώθηκε κατά την πρόσφατη Διαβούλευση,[1] σύμφωνα με την οποία ο κίνδυνος διαμόρφωσης των τιμών δεν πρέπει να αναλαμβάνεται από τον Προμηθευτή, ο οποίος ακολουθεί τις μεταβολές της αγοράς και δεν τις προσδιορίζει. Περαιτέρω, αναγνωρίστηκε η ανάγκη προσδιορισμού όλων των επιπέδων ρίσκου τα οποία διατίθεται να αναλάβει κάθε καταναλωτής (risk appetite), είτε αυτό είναι μηδενικό, είτε είναι υψηλό, ώστε η τιμολογιακή πολιτική του κάθε Προμηθευτή να καλύπτει, ως ελεύθερη επιλογή, όλες αυτές τις βαθμίδες.
Συνεπώς, η προτεινόμενη κατηγοριοποίηση θα παράσχει στους καταναλωτές την πρωταρχική ποιοτική ένδειξη του προϊόντος προμήθειας ώστε να διερευνήσει περαιτέρω την καταλληλότητα και συμβατότητά του με τις ανάγκες του. Συγκεκριμένα, προτείνεται να επισημαίνεται ο τύπος του εκάστοτε τιμολογίου βάσει της παγιωμένης κατηγοριοποίησης σε σταθερά, κυμαινόμενα και δυναμικά τιμολόγια και, ακολούθως να δηλώνεται ο συναφής «κίνδυνος τιμών» ως εξής:
- Τα σταθερά τιμολόγια θα προσδιορίζονται ως τιμολόγια «μηδενικού κινδύνου»,
- Τα κυμαινόμενα τιμολόγια με όριο προσαύξησης θα προσδιορίζονται ως τιμολόγια «οριοθετημένου κινδύνου»,
- Τα κυμαινόμενα τιμολόγια χωρίς όριο προσαύξησης θα θεωρούνται ως τιμολόγια «υψηλού κινδύνου».
Με αυτόν τον τρόπο, ο καταναλωτής θα διακρίνει κατά τρόπο σαφή εάν αναλαμβάνει ή όχι τον κίνδυνο αναπροσαρμογής – επαύξησης του ύψους της Χρέωσης Προμήθειας.
Ερωτήματα:
Συναφώς, συμφωνείτε με την ανωτέρω κατηγοριοποίηση των τιμολογίων βάσει της προτεινόμενης διαβάθμισης κινδύνου τιμών; Θεωρείτε σκόπιμη την κατηγοριοποίηση βάσει εναλλακτικών παραμέτρων / δεικτών;
Β. Με σκοπό την ενίσχυση της διαφάνειας της εύληπτης και πλήρους ενημέρωσης των καταναλωτών προτείνεται η τυποποίηση εντύπων προσυμβατικής ενημέρωσης
Το άρθρο 10 παρ. 3 της Οδηγίας θέτει κατά τρόπο σαφή και ανεπιφύλακτο την αρχή της προσήκουσας προσυμβατικής ενημέρωσης των πελατών, η οποία περιλαμβάνεται στα βασικά συμβατικά τους δικαιώματα: «Οι όροι πρέπει να είναι δίκαιοι και γνωστοί εκ των προτέρων. Οπωσδήποτε, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να παρέχονται πριν από τη σύναψη ή επιβεβαίωση της σύμβασης. Όταν οι συμβάσεις συνάπτονται με την παρεμβολή κάποιου μεσάζοντα, οι πληροφορίες σχετικά με τα ζητήματα που εκτίθενται στην παρούσα παράγραφο παρέχονται επίσης πριν από τη σύναψη της σύμβασης.
Στους τελικούς πελάτες παρέχεται περίληψη των βασικών όρων της σύμβασης με εμφανή τρόπο και με περιεκτική και απλή διατύπωση.».
Το άρθρο 10 παρ. 8 της Οδηγίας προβλέπει ότι «Οι προμηθευτές παρέχουν στους τελικούς πελάτες δίκαιους και διαφανείς γενικούς όρους και προϋποθέσεις οι οποίοι πρέπει να διατυπώνονται σε σαφή και κατανοητή γλώσσα και δεν πρέπει να περιλαμβάνουν μη συμβατικούς φραγμούς στην άσκηση των δικαιωμάτων των πελατών, για παράδειγμα μέσω υπέρμετρης συμβατικής τεκμηρίωσης. Οι πελάτες πρέπει να προστατεύονται από τις αθέμιτες και παραπλανητικές μεθόδους πώλησης».
Περαιτέρω, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), με την υπό στοιχεία C-92/11 απόφασή του και τις συνεκδικαζόμενες υπό στοιχεία C‑359/11 και C‑400/11 υποθέσεις, έκρινε ότι οι συμβατικοί όροι πρέπει να είναι σαφώς γνωστοί εκ των προτέρων και διαθέσιμοι στους καταναλωτές ώστε να θεωρούνται δίκαιοι (παρεμφερείς διατάξεις του άρθρου 3 της Οδηγίας 2003/54/ΕΚ), καθώς «σε τελική ανάλυση, οι συγκεκριμένες πληροφορίες θα επιτρέψουν στον καταναλωτή να προβεί στη βέλτιστη επιλογή μεταξύ των διαφόρων επαγγελματιών και, επί της ουσίας, να συγκρίνει τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις των συμβάσεων που αυτοί προτείνουν προς σύναψη. […] η πληροφόρηση αυτή βοηθά τον καταναλωτή να επιλέξει μεταξύ διαφόρων επαγγελματιών, καθόσον είναι ενήμερος, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, τόσο για τους λόγους ενδεχόμενης μελλοντικής αναπροσαρμογής των τιμών όσο και για τη μέθοδο υπολογισμού της».
Η εθνική έννομη τάξη είναι εναρμονισμένη με τις ως άνω γενικές αρχές, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 49 παρ. 1 του ν. 4001/2011 προβλέπει την ευχερή και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση των καταναλωτών στις απαραίτητες πληροφορίες, ώστε να συμβληθούν με ελεύθερη βούληση (“informed choice”) με όποιον Προμηθευτή επιθυμούν (σχετ. άρθρο 51 Ν. 4001/2011).
Υπενθυμίζεται ότι ο Κώδικας Προμήθειας έχει εξειδικεύσει τα συναφή με την αρχή της διαφάνειας δικαιώματα των πελατών, όπως επαναλαμβάνει και η Απόφαση ΡΑΕ 409/2020: «Κατά το προσυμβατικό στάδιο, προβλέπεται ότι οι Προμηθευτές οφείλουν να τηρούν την αρχή της διαφανούς, ακριβούς και κατανοητής πληροφόρησης κατά την επικοινωνία τους με τους Καταναλωτές (άρθρο 17 παρ. 1β ΚΠΗΕ) και την εν γένει προώθηση των προϊόντων τους (Παράρτημα 1, άρθρα 1 και 3 ΚΠΗΕ). Μάλιστα, ειδικά για τους Μικρούς Πελάτες, προβλέπεται επιπλέον ότι η Προσφορά Προμήθειας περιλαμβάνει «σαφή, εύλογα και διαφανή κριτήρια βάσει των οποίων λαμβάνει χώρα η αναπροσαρμογή των Χρεώσεων Προμήθειας» (άρθρο 28 παρ. 3γ ΚΠΗΕ)».
Η ΡΑΕ, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του κείμενου πλαισίου και την ανάγκη διασφάλισης της πρόσβασης των καταναλωτών σε τυποποιημένα έντυπα, τα οποία να δύνανται να παρέχουν κατά τρόπο σαφή, πλήρη και εύληπτο όλες τις κρίσιμες πληροφορίες που συνδέονται με το εκάστοτε προσφερόμενο προϊόν προμήθειας, διαμόρφωσε το προτεινόμενο υπόδειγμα προσυμβατικής ενημέρωσης.
Ερωτήματα:
Συναφώς, καλούνται οι συμμετέχοντες να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, καθώς και τυχόν εναλλακτικές.
Γ. Με σκοπό την ενίσχυση της διαφάνειας, της εύληπτης και πλήρους ενημέρωσης και της συγκρισιμότητας προτείνεται η τυποποίηση λογαριασμού ηλεκτρικής ενέργειας
Στις εισαγωγικές παρατηρήσεις της νέας Οδηγίας αναφέρεται ότι «βασική πτυχή της προμήθειας των πελατών είναι η πρόσβαση σε αντικειμενικά και διαφανή δεδομένα που αφορούν την κατανάλωση. Επομένως, οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα κατανάλωσής τους, τις συναφείς τιμές και τις δαπάνες εξυπηρέτησης, ώστε να μπορούν να ζητήσουν από τους ανταγωνιστές να υποβάλουν προσφορές βάσει των πληροφοριών αυτών. Οι καταναλωτές θα πρέπει επίσης να έχουν το δικαίωμα ορθής ενημέρωσης σχετικά με την ενέργεια που καταναλώνουν» (αιτιολογική σκέψη 56).
Η ανωτέρω αρχή εμφατικά επαναλαμβάνεται στο άρθρο 10 παρ. 3 της Οδηγίας, όπου και αναφέρεται ότι «Οι τελικοί πελάτες έχουν το δικαίωμα να συνάπτουν σύμβαση με τον προμηθευτή τους, στην οποία καθορίζονται: η) πληροφορίες για τα δικαιώματα των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για το χειρισμό των παραπόνων, καθώς και κάθε πληροφορία που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, οι οποίες γνωστοποιούνται σαφώς στα έντυπα των λογαριασμών ή στους ιστοτόπους των εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας» κι εξειδικεύεται περαιτέρω στο άρθρο 18 παρ. 1 που προβλέπει σαφώς το δικαίωμα των καταναλωτών να λαμβάνουν λογαριασμούς κατανάλωσης με πληροφορίες τιμολόγησης σαφείς, ακριβείς και φιλικές για το χρήστη: «Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι λογαριασμοί και οι πληροφορίες τιμολόγησης είναι ακριβείς, κατανοητές, σαφείς, περιεκτικές, φιλικές για τον χρήστη και παρουσιάζονται κατά τρόπο που διευκολύνει τη σύγκριση από τους τελικούς πελάτες. Εάν οι τελικοί πελάτες το ζητήσουν, λαμβάνουν σαφείς και κατανοητές εξηγήσεις για τον τρόπο με τον οποίο προέκυψε ο λογαριασμός τους, ιδίως δε στην περίπτωση που οι λογαριασμοί δεν βασίζονται στην πραγματική κατανάλωση.»
Ο Κώδικας Προμήθειας ήδη περιλαμβάνει διατάξεις που ανταποκρίνονται στο πνεύμα της Οδηγίας, προβλέποντας ότι οι λογαριασμοί ρεύματος πρέπει να αντανακλούν το πραγματικό κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και να διαμορφώνονται κατά τρόπο απλό κι εύληπτο (άρθρα 11 παρ.2, 37 και άρθρα 1 και 2 του Παραρτήματος ΙΙ για τις Βασικές Αρχές Τιμολόγησης).
Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, η Αρχή εισάγει προς διαβούλευση πρότυπο λογαριασμού ηλεκτρικής ενέργειας , το οποίο εμπερικλείει πεδία αναγραφής όλων των χρεώσεων που συναπαρτίζουν το τελικό ποσό που καλείται κανείς να πληρώσει (energy components). Με αυτόν τον τρόπο, γνωστοποιούνται στον καταναλωτή πλήρως και αναλυτικά οι πληροφορίες που του είναι απαραίτητες, ώστε να επιλέγει τον κατάλληλο Προμηθευτή και τιμολόγιο και να αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των αναγκών του κατά τον πλέον συμφέροντα τρόπο. Ως βασικές πληροφορίες, που δύνανται να επηρεάζουν καθοριστικά τη διαμόρφωση της βούλησης του καταναλωτή αποτελούν: η ταυτότητα του συμβολαίου (κατηγοριοποίηση αναλόγως με το αν είναι σταθερό ή κυμαινόμενο ή δυναμικό τιμολόγιο και δήλωση του επιπέδου κινδύνου τιμών) και η ανάλυση του τρόπου που συγκροτείται το ύψος της ανταγωνιστικής Χρέωσης Προμήθειας, με ακριβή παράθεση όλων των σχετικών παραμέτρων και του τρόπου υπολογισμού τους, καθώς και δήλωση του συνολικού τελικού κόστους προμήθειας σε €/ΜWh.
Ειδικότερα ως προς τη χρέωση «παγίου», κατόπιν αξιολόγησης των θέσεων των Συμμετεχόντων στην από 5.8.2021 Δημόσια Διαβούλευση, η Αρχή θεωρεί αναγκαία τη συμπερίληψη του εν λόγω κόστους στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων, δηλαδή ως παράμετρο που συνδιαμορφώνει τη Χρέωση Προμήθειας. Περαιτέρω, δεδομένης της ετερογένειας των σκοπών που -κατά την κρίση των Προμηθευτών- εξυπηρετούνται μέσω του «παγίου», αναντίρρητα προβάλλει η υποχρέωση σαφούς διευκρίνισης στους καταναλωτές του κόστους που αντανακλάται στην εν λόγω χρέωση. Τέλος, το σχετικό κόστος θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στον τελικό συνολικό υπολογισμό του ύψους της Χρέωσης Προμήθειας (στάθμιση σε €/ΜWh).
Ερωτήματα:
Πώς αξιολογείτε τo συνημμένο πρότυπο (template) λογαριασμού και ποιες συγκεκριμένες παρατηρήσεις έχετε να εισφέρετε για τις προτεινόμενες αλλαγές;
Έναρξη εφαρμογής των προτεινόμενων προτύπων από 01.01.2022
Στο πλαίσιο της ως άνω διαβούλευσης, προσκαλούνται όλοι οι ενδιαφερόμενοι να υποβάλουν τα σχόλια, τις παρατηρήσεις και τις επιπλέον προτάσεις τους, έως και τις 25.10.2021, στην ηλεκτρονική διεύθυνση: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. .
Η ΡΑΕ, μετά τη λήξη της Δημόσιας Διαβούλευσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, ΦΕΚ Α’ 45), θα δημοσιοποιήσει κατάλογο των συμμετεχόντων στη διαβούλευση, καθώς και το περιεχόμενο των επιστολών που υποβλήθηκαν, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ο αποστολέας αιτείται τη μη δημοσιοποίηση των στοιχείων του ή/και των απόψεών του.
[1] https://tinyurl.com/3xsmstjt