Γιώργος Σταθάκης: Ενεργειακή κρίση - Η ευρωπαϊκή και ελληνική διάσταση

Γιώργος Σταθάκης: Ενεργειακή κρίση - Η ευρωπαϊκή και ελληνική διάσταση
Παρασκευή, 05/11/2021 - 14:51
Ο πρώην Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης γράφει στο NEWS 24/7 για την γεωπολιτική διάσταση της ενεργειακής κρίσης και τα τέσσερα λάθη της κυβέρνησης.

Η ενεργειακή αγορά στην ΕΕ διαμορφώθηκε στη βάση ενός τριπλού μοντέλου την τελευταία δεκαετία. Του target model, του χρηματιστηρίου ενέργειας (και της αγοράς ρύπων) και της ενθάρρυνσης των αγορών spot σε φυσικό αέριο-πετρέλαιο.

Tο target model, ενθαρρύνει τη διασυνοριακή σύνδεση και την ενοποίηση των εθνικών αγορών ενέργειας σε περιφερειακή βάση. Αυτό κάπως λειτουργεί στην κεντρική Ευρώπη, αλλά ελάχιστα στην Περιφέρεια (η Ελλάδα-Βουλγαρία-Ιταλία είναι υποτυπώδης αγορά).

Tο Χρηματιστήριο Ενέργειας, πέρα από τις παραδοσιακές ημερήσιες αγορές προσέθεσε την προθεσμιακή αγορά. Αυτή σε πολλές χώρες έφτασε στο 50% της αγοράς και καθώς πρόκειται για διμερή μακροχρόνια συμβόλαια με καταναλωτές και επιχειρήσεις (με επιλογή τιμής και μείγματος), σταθεροποιεί την αγορά.

Η αγορά των CO2 διαμορφώνεται από την προσφορά και ζήτηση αδειών ρύπων στο σχετικό χρηματιστήριο. Η προσφορά υπόκειται σε προγραμματισμένους περιορισμούς. H άνοδος των τιμών ήταν σχετικά γραμμική στο παρελθόν, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει γίνει εκρηκτική.

Για το φυσικό αέριο, προτεραιότητα δόθηκε στη «λειτουργία των ελεύθερων αγορών», σε βάρος των μακροχρόνιων (διακρατικών και εταιρικών) συμβάσεων, της αποθήκευσης και της αποθεματοποίησης. Αυτό φάνηκε να δουλεύει μετά την κρίση του 2008 όταν οι τιμές του φυσικού αερίου μειώνονταν.

Το ευρωπαϊκό μοντέλο δομήθηκε γύρω από την ανάπτυξη των ΑΠΕ. Αυτές μπαίνουν κατά προτεραιότητα στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, οι τιμές του άνθρακα και του φυσικού αερίου είναι πλέον, λόγω ρύπων, πιο ακριβές από τις ΑΠΕ και η διασυνοριακή αγορά αναμενόταν μέσω των ανταλλαγών να σταθεροποιεί το σύστημα των ΑΠΕ. Το φυσικό αέριο ως «καύσιμο γέφυρα» αναπτύσσεται μέχρι το 2030 και αποκλιμακώνεται στη συνέχεια.

Ο άνθρακας με διαφορετικούς ρυθμούς θα αποσύρεται. Λίγο πιο αργά στη Γερμανία, (η οποία όμως έκλεισε τα πυρηνικά της), πιο γρήγορα σε όσες χώρες έχουν πυρηνικά (Γαλλία, Φιλανδία), και μέχρι το 2040 στις χώρες που στηρίζονται υπερβολικά στον άνθρακα (Πολωνία, Τσεχία).

Η πράσινη μετάβαση συναρτάται όμως και από το ρυθμό εξοικονόμησης ενέργειας. Η Ευρώπη τα τελευταία 30 χρόνια είχε αύξηση του ΑΕΠ κατά 60% αλλά μείωση της κατανάλωσης ενέργειας περίπου κατά 10%. Αυτή η ιστορική τάση ενθαρρύνει την ιδέα μιας ρεαλιστικής πράσινης μετάβασης προς μία οικονομία μηδενικών ρύπων μέχρι το 2050.

Η γεωπολιτική ξανά

Αυτή η στρατηγική της Ευρώπης κατέρρευσε μέσα στην κρίση. Η γεωπολιτική διάσταση αποκάλυψε ξανά την ισχύ της. Παγκοσμίως το φυσικό αέριο το παράγουν οι ΗΠΑ και η Ρωσία (μοιράζονται το 50% της παγκόσμιας παραγωγής). Οι ΗΠΑ κρατούν εκτός αγοράς το Ιράν (που διαθέτει τα δεύτερα μεγαλύτερα αποθέματα στον κόσμο) και φλέρταραν με τον αποκλεισμό του Κατάρ. Ταυτόχρονα ακολούθησαν με επιθετική πολιτική εξαγωγών LNG στην Ευρώπη. Με ακριβότερο προϊόν (τα σχιστολιθικά ήταν πρακτικά επιδοτούμενα επί Τραμπ), θεώρησαν ότι με πολιτική πίεση θα περιόριζαν το φτηνότερο ρώσικο αέριο. Έβαλαν βέτο στον Northstream 2. Τελικά όμως υποχώρησαν.

Με την παγκόσμια οικονομία να ανακάμπτει πλήρως από την κρίση της πανδημίας εμφανίστηκαν αρρυθμίες σε αλυσίδες παραγωγής, σε μεταφορά αγαθών, και φυσικά στην ενεργειακή επάρκεια.

Και η γεωπολιτική διάσταση έκανε την Ευρώπη να πληρώσει το τίμημα. Οι ΗΠΑ εξάγουν πλέον αποκλειστικά στην Ασία. Το Κατάρ είπε “πουλάω σε όποιον μου δίνει το μεγαλύτερο premium”. Η Ρωσία, με 50% της αγοράς της Ευρώπης, είπε «δεν μπορώ να προσφέρω επιπρόσθετες ποσότητες». Οι μεγάλες εταιρείες εξόρυξης (the big four) δήλωσαν ότι λόγω της πράσινης μετάβασης δεν έκαναν αρκετές επενδύσεις, ενώ οι ευρωπαίοι παραγωγοί (Νορβηγία, Ολλανδία) βρίσκονται σε στασιμότητα.

Η Ευρώπη και ο κόσμος βρέθηκαν σε μία πρωτόγνωρη επιστροφή στη δεκαετία του ’70, με τους παραγωγούς φυσικού αερίου και πετρελαίου να έχουν την απόλυτη ισχύ στην αγορά. Και οι αγορές να βρίσκουν ένα νέο κερδοσκοπικό πεδίο.

Η έκρηξη των τιμών αφορά κατά κύριο λόγο το φυσικό αέριο (400% αύξηση από το Δεκέμβρη του 2020). Οι εθνικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη επιχείρησαν να πάρουν διάφορα μέτρα, κυρίως δημοσιονομικά (μείωση των φόρων στην κατανάλωση καυσίμων, επιβολή έκτακτης φορολόγησης των κερδών των εταιρειών ενέργειας, επιδότηση των καταναλωτών, επιδότηση των εταιρειών ενέργειας). Ορισμένες χώρες επέβαλλαν ανώτατες διοικητικές τιμές για μερικούς μήνες. Ταυτόχρονα, άμεσα και έμμεσα, αποπειράθηκαν κάποιες παρεμβάσεις στην χονδρική αγορά ενέργειας.

Εντούτοις γρήγορα αναγνωρίστηκε ότι οι εθνικές πρωτοβουλίες έχουν όρια. Και στράφηκαν στην Ευρώπη ζητώντας νέες κοινές πρωτοβουλίες: κοινές προμήθειες φυσικού αερίου, συντονισμένα μέτρα χρηματοδότησης του κόστους και αλλαγές στις αγορές ενέργειας. Οι πρόσφατες συναντήσεις επί του θέματος σε επίπεδο αρχηγών και υπουργών ενέργειας δεν οδήγησαν πουθενά.

Η Ελλάδα - Τα 4 στρατηγικά λάθη της κυβέρνησης

Στην Ελλάδα το 2018 η παραγωγή ενέργεια ήταν ισόποσα κατανεμημένη κατά ένα τρίτο από ΑΠΕ, από φυσικό αέριο και από λιγνίτη-πετρέλαιο (νησιά). Περίπου 10% είναι εισαγωγές ρεύματος. Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο Ενεργειακής Μετάβασης που είχε καταρτίσει η κυβέρνηση Συριζα (και εγκρίνει η Κομισιόν), οι μονάδες του λιγνίτη, θα έκλειναν σταδιακά μέχρι το 2032 «ο λιγνίτης θα αντικαθίστατο με ΑΠΕ», ενώ «το φυσικό αέριο θα έμενε σταθερό».

Η Ελλάδα σήμερα έχει τις υψηλότερες τιμές χονδρικής στην ενέργεια για τέσσερις λόγους που έχουν να κάνουν με τις λανθασμένες επιλογές της κυβέρνησης στον ενεργειακό τομέα. Πρώτον την «βίαιη απολιγνιτοποίηση», δεύτερον, την μη εισαγωγή της «προθεσμιακής αγοράς¨, τρίτον τη μη ρύθμιση της αγοράς ενέργειας με ασφαλείς κανόνες ανταγωνισμού και τέταρτον την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ.

Η βίαιη «απολιγνιτοποίηση» και η αντικατάσταση του λιγνίτη, όχι από ΑΠΕ, αλλά από φυσικό αέριο με την κατασκευή 3-4 νέων μονάδων, ήταν καταστροφική. Η ΔΕΗ «καίει» επενδύσεις που έχει κάνει αξίας 2 δις (Πτολεμαΐδα 5). Οι νέες ιδιωτικές επενδύσεις σε μονάδες φυσικού αερίου θα χρειαστούν περίπου 2 δις και θα είναι αμφιβόλου απόσβεσης (άρα με κρατικές εγγυήσεις). Και η απώλεια εγχώριας προστιθέμενης αξίας και απασχόλησης είναι ανυπολόγιστη. Τέλος τα θέματα επάρκειας υποτιμήθηκαν.

Σήμερα η ΔΕΗ έκρουσε σιωπηλά υποχώρηση, και ξαναέβαλε σε λειτουργία τις λιγνιτικές μονάδες (με εισαγωγές λιγνίτη από το Κόσοβο και τη Βόρεια Μακεδονία), πριν αναθέσει ξανά την επανενεργοποίηση των ορυχείων, ενώ μεταθέτει την απόσυρση των παλιών μονάδων από το 2023 στο 2028.

Δεύτερον η αγορά ενέργειας είναι ολιγοπωλιακή με 4 εταιρείες σε δεσπόζουσα θέση, και με αυτόματες ρήτρες αναπροσαρμογής των τιμών που μεταφέρουν τις αυξήσεις στην χονδρική αγορά στους καταναλωτές. Με αυτά τα δεδομένα, αν δεν υπάρξουν ρυθμίσεις, ενθαρρύνεται η ολιγοπωλιακή πρακτική.

Τρίτον, δεν ενεργοποίησε την προθεσμιακή αγορά στο χρηματιστήριο ενέργειας που αποτελούσε το βασικότερο λόγο για την Θεσμοθέτηση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας (που όπως και το Target Model) είχε κάνει η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Τέταρτον, προχωράει στην πώληση της ΔΕΗ, η οποία παραμένει ο πυλώνας του ενεργειακού συστήματος. Μπορεί όλο το Σχέδιο Απολιγνιτοποίησης να διευκόλυνε την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, ή την μελλοντική συγχώνευση της με εταιρείες ΑΠΕ, ή άλλους εγχώριους παίκτες στην αγορά, αλλά ελάχιστη μέριμνα είχε για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας ή τις τιμές στην αγορά. Οι συνέπειες για την ελληνική βιομηχανία και την ενεργειακή φτώχεια θα είναι ιδιαίτερα αρνητικές.

Πάντως οι αντιδράσεις στην Ευρώπη μέσα στην κρίση ήταν πολλές. Οι υποστηρικτές της «βρώμικης ενέργειας» δεν έχασαν την ευκαιρία να μεφθούν την πράσινη μετάβαση και να ζητήσουν πιο αργή μετάβαση. Άλλες φωνές επικεντρώθηκαν στην υπερβολική φιλελευθεροποίηση των αγορών, ζητώντας μία νέα ισορροπία με τις μακροχρόνιες διακρατικές και εταιρικές συμβάσεις, καλύτερη εποπτεία και ρύθμιση των ίδιων των αγορών και νέες πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο για συντονισμένες ενέργειες. Η προσωρινότητα ή μη του προβλήματος παραμένει το πιο κρίσιμο ερώτημα. Σε κάθε περίπτωση η επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης είναι μονόδρομος. Και οι αναπροσαρμογές στο ευρωπαϊκό μοντέλο φαντάζουν αναπόφευκτες. Διότι η πράσινη μετάβαση χρειάζεται ειδικές ρυθμίσεις για τη βιομηχανία, την ενεργειακή φτώχεια, και την διάχυση του οφέλους στην κοινωνία.

* Ο Γιώργος Σταθάκης είναι Πρ. Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας

News247.gr