Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της για την παρακολούθηση και εποπτεία της αγοράς ενέργειας (άρθρα 22 και 3 παρ. 4 Ν. 4001/2011), τον έλεγχο σχετικά με τον τρόπο άσκησης από τους Προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους εκ του κείμενου πλαισίου (άρθρο 13 παρ. 3 Ν. 4001/2011), αλλά και την αποτελεσματική προστασία των Καταναλωτών (άρθρα 24, 46-51 Ν. 4001/2011), διερευνά την τήρηση των διατάξεων του Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας σε Πελάτες (βλ. ΦΕΚ Β΄ 832/9.4.2013, όπως ισχύει), όσον αφορά ιδίως στη διαμόρφωση των τιμολογίων κατά τρόπο σύμφωνο με τις Βασικές Αρχές Τιμολόγησης Ηλεκτρικής Ενέργειας και, ιδίως, τις αρχές της διαφάνειας, σαφήνειας και της ακρίβειας (άρθρα 11 παρ. 2, 17 και 28 και Παράρτημα ΙΙ).
Στο πλαίσιο αυτό, η ΡΑΕ, αφενός μεριμνά για τη λήψη μέτρων για την προστασία των καταναλωτών, στην περίπτωση που η συγκρότηση και η εφαρμογή των τιμολογίων προμήθειας δεν συνάδει με τα οριζόμενα στις κείμενες διατάξεις (άρθρα 3, 22, 24, 34-36, 48, 49, 51, 138 & 140 Ν. 4001/2011 και Κώδικας Προμήθειας), αφετέρου διασφαλίζει ότι η παροχή πληροφοριών, από τους Προμηθευτές προς τους Πελάτες, διενεργείται κατά τρόπο σαφώς συγκρίσιμο σε εθνικό επίπεδο (άρθρο 49 παρ. 3 Ν. 4001/2011).
Συναφώς επισημαίνεται ότι η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας έχει γίνει αποδέκτης σημαντικού αριθμού αναφορών από καταναλωτές που διαμαρτύρονται σχετικά με τον τρόπο διαφήμισης, προσυμβατικής ενημέρωσης, διαμόρφωσης και εφαρμογής των τιμολογίων προμήθειας. Η συχνότητα των εν λόγω αναφορών καταδεικνύει ότι η πλειονότητα των καταναλωτών αντιμετωπίζει σημαντικές δυσχέρειες ως προς τη δυνατότητα να κατανοήσει και να συγκρίνει τις προσφορές των Προμηθευτών, ώστε να προβεί στην πλέον συμφέρουσα ενημερωμένη επιλογή. Επομένως, υπό τις παρούσες συνθήκες, το θεμελιώδες δικαίωμα του Καταναλωτή περί ελεύθερης επιλογής Προμηθευτή καθώς και η δυνατότητά τους να απολαύουν τα οφέλη μιας ανταγωνιστικής αγοράς δύνανται, εν τοις πράγμασι, να ματαιώνονται ή, σε κάθε περίπτωση, να υποβαθμίζονται σημαντικά.
Συναφώς επισημαίνεται ότι το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο επιβάλλουν τη διασφάλιση «υψηλ[ών] επίπεδ[ων] προστασίας των καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά τη διαφάνεια σχετικά με τους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις, τη γενική πληροφόρηση και τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών» (Οδηγία 2009/72, άρθρο 3 παρ. 7). Ειδικότερα, η Οδηγία 2009/72 (άρθρο 3 και, κατά παραπομπή Παράρτημα 1) επιβάλλει τα εξής:
«[…] Οι όροι πρέπει να είναι δίκαιοι και γνωστοί εκ των προτέρων. Οπωσδήποτε, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να παρέχονται πριν από τη σύναψη ή επιβεβαίωση της σύμβασης. […]
β) […] Οι φορείς παροχής υπηρεσιών ειδοποιούν τους συνδρομητές τους απευθείας για οποιαδήποτε αύξηση τελών, την κατάλληλη χρονική στιγμή και το αργότερο μία κανονική χρονική περίοδο χρέωσης μετά τη χρονική στιγμή κατά την οποία η αύξηση τίθεται σε ισχύ με τρόπο διαφανή και κατανοητό. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πελάτες παραμένουν ελεύθεροι να λύσουν τις αντίστοιχες συμβάσεις, εάν δεν αποδέχονται τους νέους όρους οι οποίοι τους έχουν κοινοποιηθεί από το φορέα παροχής υπηρεσιών ηλεκτρικής ενεργείας∙
γ) [οι Καταναλωτές] λαμβάνουν διαφανείς πληροφορίες σχετικά με τις ισχύουσες τιμές και τιμολόγια, καθώς και τους συνήθεις όρους και προϋποθέσεις όσον αφορά την πρόσβαση και τη χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρικής ενεργείας∙
δ) […] Οι γενικοί όροι και προϋποθέσεις πρέπει να είναι δίκαιοι και διαφανείς. Πρέπει να διατυπώνονται σε σαφή και κατανοητή γλώσσα και δεν πρέπει να περιλαμβάνουν μη συμβατικούς φραγμούς στην άσκηση των δικαιωμάτων των πελατών, για παράδειγμα μέσω υπέρμετρης συμβατικής τεκμηρίωσης. Οι πελάτες πρέπει να προστατεύονται από τις αθέμιτες και παραπλανητικές μεθόδους πώλησης».
Η Οδηγία αναγνωρίζει συναφώς ότι η διασφάλιση των ανωτέρω θεμελιωδών δικαιωμάτων των Καταναλωτών εντάσσεται στους βασικούς στόχους αλλά και στα κύρια καθήκοντα των Ρυθμιστικών Αρχών (άρθρα 36 στοιχείο ζ και 37 παρ. 1, στοιχεία θ, ι και ιδ, καθώς και 37 παρ. 13).
Το εθνικό δίκαιο επιβάλλει σαφώς στους Προμηθευτές την υποχρέωση της τήρησης διαφάνειας ως προς τις χρεώσεις και την παροχή πληροφοριών (άρθρο 49 Ν. 4001/2011), καθώς και της άσκησης της δραστηριότητάς τους «κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να μη θίγονται τα δικαιώματα των Πελατών, όπως αυτά εξειδικεύονται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και με τις πράξεις που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότησή του» (άρθρο 3 παρ. 3(δ) Ν. 4001/2011). Τα συναφή δικαιώματα και οι υποχρεώσεις Πελατών και Προμηθευτών εξειδικεύονται στον Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας σε Πελάτες (εφεξής ΚΠΗΕ ή «Κώδικας»), κατά νομοθετική εξουσιοδότηση εκ του άρθρου 138 Ν. 4001/2011.
Ειδικότερα, ως προς την υποχρέωση των Προμηθευτών για τη διαμόρφωση των τιμολογίων τους κατά τρόπο διαφανή και κοστοστρεφή, ισχύουν τα εξής:
Στο άρθρο 11 παρ. 2 του Κώδικα ορίζεται ότι «τα Τιμολόγια Προμήθειας διαμορφώνονται και παρουσιάζονται κατά τρόπο πλήρη, αναλυτικό, σαφή και εύκολα κατανοητό, σύμφωνα με τις Βασικές Αρχές του συνημμένου Παραρτήματος II, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος Κώδικα». Επιπρόσθετα, το άρθρο 18 παρ. 2 του Κώδικα ορίζει ότι η Σύμβαση Προμήθειας περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον «γ. Το εφαρμοζόμενο Τιμολόγιο Προμήθειας με βάση την Κατηγορία στην οποία ανήκει ο Πελάτης, τυχόν συμφωνηθέντες ειδικούς όρους τιμολόγησης, διάρκεια ισχύος των Χρεώσεων Προμήθειας και μεθοδολογία αναπροσαρμογής Χρεώσεων Προμήθειας. […[ δ. Για κάθε επιμέρους χρέωση, διακριτή αναγραφή της υπηρεσίας ή του τέλους στο οποίο αφορά η χρέωση, του τρόπου υπολογισμού της χρέωσης, των μεγεθών που τιμολογούνται, των αντίστοιχων μοναδιαίων τιμών χρέωσης, την περίοδο χρέωσης και των παραμέτρων υπολογισμού της χρέωσης.» (βλ. και άρθρο 18 παρ. 2 ΚΠΗΕ). Μάλιστα, ειδικά για τους Μικρούς Πελάτες προβλέπεται επιπλέον ότι η Προσφορά Προμήθειας περιλαμβάνει «σαφή, εύλογα και διαφανή κριτήρια βάσει των οποίων λαμβάνει χώρα η αναπροσαρμογή των Χρεώσεων Προμήθειας» (άρθρο 28 παρ. 3γ ΚΠΗΕ). Περαιτέρω, το άρθρο 1 του Παραρτήματος II συγκαταλέγει στις Βασικές Αρχές τιμολόγησης «2. […] την απλότητα και διαφάνεια της πληροφόρησης σχετικά με τις εφαρμοζόμενες χρεώσεις και τις προσφερόμενες υπηρεσίες» και, μεταξύ άλλων, προβλέπει ότι: «ε. Η δομή των τιμολογίων και τα συνιστώντα στοιχεία τους [δέον] να παρέχουν τη δυνατότητα στους καταναλωτές να αναγνωρίζουν το κόστος που τους προκαλεί κάθε παρεχόμενη υπηρεσία και να επιτρέπουν τον υπολογισμό των επιμέρους χρεώσεων με ευχέρεια και διαφάνεια. Η απλότητα και η διαφάνεια των χρεώσεων αποσκοπούν στο να μπορούν οι καταναλωτές να επιλέγουν μεταξύ εναλλακτικών τιμολογίων με διαφορετικά χαρακτηριστικά, έτσι ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες τους με τον πιο οικονομικό τρόπο.
στ. Οποιοσδήποτε μηχανισμός αναπροσαρμογής των τιμολογίων πρέπει να είναι: α) διαφανής, με σαφώς ορισμένο τρόπο ενεργοποίησης και υπολογισμού, και γνωστός στον Πελάτη εκ των προτέρων, β) να κατατείνει στην αποφυγή υπερβολικής μεταβλητότητας ως προς το ύψος της κατανάλωσης, γ) να προσφέρει, κατά το δυνατόν, επαρκείς επιλογές ως προς τη δυνατότητα διαχείρισης του κινδύνου διαχρονικής διακύμανσης των τιμών, και δ) να αποτελεί μέρος της Σύμβασης Προμήθειας».Επιπλέον, το άρθρο 2 παρ. 5 του Παραρτήματος ΙΙ ορίζει «στ. Πρέπει να είναι σαφής η χρονική διάρκεια ισχύος των χρεώσεων που συμφωνείται, π.χ. σταθερές χρεώσεις για ένα (1) έτος. Ιδίως για συμβάσεις με διάρκεια πάνω από ένα έτος, πρέπει να περιλαμβάνεται διαφανής μεθοδολογία αναπροσαρμογής των χρεώσεων, απλή και κατανοητή στον Πελάτη.».
Τέλος, σημειώνεται ότι οι Προμηθευτές οφείλουν να τηρούν την αρχή της διαφανούς, ακριβούς και κατανοητής πληροφόρησης κατά την επικοινωνία τους με τους Καταναλωτές (άρθρο 17 παρ. 1β ΚΠΗΕ) και την εν γένει προώθηση των προϊόντων τους (Παράρτημα 1, άρθρα 1 και 3 ΚΠΗΕ)
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Αρχή, σε συνέχεια της υπ’ αριθμ. πρωτ. ΡΑΕ Ο-76732/11.4.2019 επιστολής της προς τους Προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, αξιολόγησε τον τρόπο εφαρμογής των ρητρών προσαρμογής που ενσωματώνονται στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων λιανικής ηλεκτρικής ενέργειας. Περαιτέρω, και μεταξύ λοιπών θεμάτων, η ΡΑΕ διενήργησε Δημόσια Διαβούλευση από τις 25/04/2019 έως τις 07/06/2019 (http://www.rae.gr/site/categories_new/about_rae/factsheets/2019/maj/2504_3.csp), σχετικά με «τα τιμολόγια λιανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας», όπου και τέθηκε το θέμα της διαφοροποίησης της σχετικής εξίσωσης του κόστους χονδρεμπορικής ανά προμηθευτή, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερής η εκτίμηση του οικονομικού κινδύνου που συνεπάγεται το κάθε τιμολόγιο και συνεπώς, να καταλήγει αδύνατη για τον Καταναλωτή η σύγκριση μεταξύ των προσφορών των προμηθευτών. Όπως διαφάνηκε, ο τρόπος με τον οποίο μετακυλίεται με τα τιμολόγια de facto στον καταναλωτή μεγάλο μέρος ή και το σύνολο του κινδύνου διακύμανσης του κόστους χονδρεμπορικής αγοράς προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, δεν συνάδει με τις απαιτήσεις διαφάνειας, επαληθευσιμότητας και απλότητας που επιτάσσει τόσο το εθνικό πλαίσιο όσο και το ενωσιακό δίκαιο.
Συνοπτικά, από τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα στην Αρχή, την αποδελτίωση των αποτελεσμάτων της Δημόσιας Διαβούλευσης (http://www.rae.gr/categories_new/about_rae/activity/global_consultation/history_new/2019/2110_lix_2504.csp) και την αξιολόγηση των απαντήσεων των Προμηθευτών στην υπ’ αριθμ. πρωτ. ΡΑΕ Ο-76732/11.4.2019 επιστολή της Αρχής, προέκυψαν τα παρακάτω συμπεράσματα:
1. Οι Προμηθευτές έχουν υιοθετήσει διαφορετικές ονομασίες για να περιγράψουν τους μηχανισμούς αναπροσαρμογής των χρεώσεων προμήθειας, καίτοι οι περισσότεροι εξ αυτών βασίζονται τελικώς στην αναπροσαρμογή της ΟΤΣ. Η εν λόγω ανομοιογένεια καθιστά δυσχερή, για τον καταναλωτή, τον εντοπισμό των κρίσιμων παραμέτρων που καθορίζουν την τιμολόγησή του, ώστε να προβεί σε συγκριτική αξιολόγηση.
2. Οι Προμηθευτές εφαρμόζουν διαφορετική προσέγγιση ως προς τον υπολογισμό της αναπροσαρμογής της «Χρέωσης Προμήθειας» («ρήτρα ΟΤΣ»). Αναλυτικότερα, διαφέρει ουσιωδώς τόσο το εύρος της διακύμανσης των τιμών της ΟΤΣ, που αποτελεί έναυσμα για την ενεργοποίηση της ρήτρας, όσο και η μεθοδολογία βάσει της οποίας καθορίζεται η προσαύξηση επί της βασικής τιμής της σύμβασης. Η εν λόγω ετερογένεια ως προς τη διαμόρφωσή τους έχει ως αποτέλεσμα να καθίστανται στην πράξη «μη συγκρίσιμοι» οι εφαρμοζόμενοι μηχανισμοί αναπροσαρμογής.
3. Ειδικότερα, ως προς το εύρος διακύμανσης της ΟΤΣ, που επιφέρει την ενεργοποίηση των μηχανισμών αναπροσαρμογής, παρατηρείται ότι –σε ορισμένες περιπτώσεις– αυτό έχει προσδιορισθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο μηχανισμός να ενεργοποιείται σε σχεδόν μόνιμη βάση με κατεύθυνση την προσαύξηση της χρέωσης προμήθειας. Είναι προφανές ότι η συχνότητα ενεργοποίησης του μηχανισμού καταδεικνύει ότι το αναφερόμενο στη Σύμβαση Προμήθειας εύρος εγγυημένης τιμής έχει διαμορφωθεί σε επίπεδα αναντίστοιχα με τα πραγματικά δεδομένα της αγοράς. Εφόσον, όμως, διαπιστώνεται ότι η ρήτρα ενεργοποιείται όχι μόνο στις περιπτώσεις μίας ασυνήθους αύξησης της ΟΤΣ αλλά σε κάθε ευλόγως αναμενόμενη μεταβολή της, νοείται ότι ο Προμηθευτής δεν προσφέρει την υπηρεσία βάσει ενός ορισμένου τιμολογίου αλλά ενός κυμαινόμενου. Σχετικώς, επισημαίνεται ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες του δυναμικού μετασχηματισμού της αγοράς, μόνον εξειδικευμένοι επιστήμονες δύνανται να προβλέψουν τη διακύμανση των τιμών, και σε καμία περίπτωση ο τυπικός καταναλωτής, ο οποίος άλλωστε αγνοεί τόσο τα ιστορικά δεδομένα όσο και τις υπό εξέλιξη διεργασίες. Περαιτέρω, η παροχή εν τοις πράγμασι κυμαινόμενων τιμολογίων, όταν ελλείπουν τόσο οι αναγκαίες υποδομές («έξυπνοι μετρητές») όσο και οι προβλέψεις για την αμοιβαία επωφελή κατάρτιση σύμβασης προμήθειας (βλ. πρόβλεψη στη σύμβαση προμήθειας όρων για περικοπή φορτίου επ’ αμοιβή), καταλήγει στο να καθοδηγείται ο καταναλωτής σε επιλογές σύμβασης μη κατανοητές, που δεν ανταποκρίνονται ούτε στις ανάγκες ούτε στις δυνατότητές του. Είναι επομένως κρίσιμο να αποτρέπονται πρακτικές καλλιέργειας στους καταναλωτές προσδοκιών περί ουσιώδους μείωσης του κόστους τους, καθώς ενέχουν στοιχεία παραπλάνησής τους.
4. Επιπλέον, παρατηρείται έντονη ανομοιογένεια μεταξύ των προμηθευτών, όσον αφορά στην περίοδο εφαρμογής της ρήτρας σε σχέση με την περίοδο που αφορά ο εκκαθαριστικός λογαριασμός του καταναλωτή (πχ. χρήση μέσου όρου ΟΤΣ τριών τελευταίων μηνών ή χρήση μέσου όρου μόνο του πλέον πρόσφατου μήνα κα.), με αποτέλεσμα να καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής η σύγκριση μεταξύ των πραγματικά προσφερόμενων τιμολογίων από πλευράς καταναλωτή, αλλά και η δυνατότητά του να επαληθεύει τις τελικώς εφαρμοζόμενες χρεώσεις.
5. Περαιτέρω, η πλειοψηφία των προμηθευτών θεωρεί ότι οι επιμέρους εκκαθαρίσεις της αγοράς (π.χ λογαριασμοί προσαυξήσεων) αποτελούν συνήθως μικρό μέρος των μηχανισμών των ρητρών σε σχέση με το βασικό μέγεθος της ρήτρας (π.χ. ΟΤΣ) και δεν είναι απαραίτητο να λαμβάνονται υπόψιν. Ωστόσο, οι επιμέρους εκκαθαρίσεις της αγοράς δεν μπορούν να γίνουν εύκολα και άμεσα κατανοητοί από τον μέσο οικιακό καταναλωτή, ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίζονται από δυσκολία επαλήθευσης και εντοπισμού. Ειδικότερα ο τρόπος με τον οποίο δημοσιεύονται από τους αρμόδιους Διαχειριστές οι τελικές χρεώσεις των ΛΠ2, ΛΠ3 και ΜΜΚΘΣΣ (ενδεικτικά), απαιτούν ιδιαίτερη εξοικείωση τόσο με την αγορά αυτή καθαυτή, όσο και με την επεξεργασία δεδομένων, προκειμένου να επαληθευτεί το τελικό αποτέλεσμα. Σε κάθε δε περίπτωση, ο καταναλωτής αδυνατεί να προβλέψει –βάσει των στοιχείων που είναι ευλόγως διαθέσιμα σε αυτόν και του αρμόζοντος βαθμού δυσκολίας στην προσπέλασή τους– το ύψος, στο οποίο θα διαμορφωθεί η σχετική επαύξηση ώστε να δύναται να ανταποκριθεί εγκαίρως, προσαρμόζοντας την κατανάλωσή του.
6. Επιπρόσθετα, οι πληροφορίες σχετικά με τον υπολογισμό των «ρητρών», καθώς και των μεταβλητών που χρησιμοποιούνται σε κάθε περίπτωση αναπροσαρμογής της Χρέωσης Προμήθειας, δεν είναι διαθέσιμες στους καταναλωτές. Πολλές φορές, οι πληροφορίες αυτές δεν δημοσιεύονται καν στις ιστοσελίδες των Προμηθευτών, και πάντως όχι στο ίδιο πεδίο, όπου αναρτώνται τα προσφερόμενα τιμολόγια. Σε κάθε περίπτωση, συνηθέστατα ελλείπει η παράθεση τυπικών παραδειγμάτων εφαρμογής του σχετικού υπολογισμού της αναπροσαρμογής της χρέωσης προμήθειας. Ωστόσο, η παράθεση τυπικών παραδειγμάτων (δηλαδή παραδειγμάτων διακύμανσης της Χρέωσης Προμήθειας βάσει διαφόρων σεναρίων διαμόρφωσης της ΟΤΣ, με μνεία της πιθανότητας εμφάνισής τους, όπως εκτιμάται λαμβάνοντας υπόψη τόσο ιστορικά στοιχεία όσο και εύλογες παραδοχές) είναι απολύτως αναγκαία για την κατανόηση από τον καταναλωτή, κατ’ εφαρμογή των αρχών της απλότητας και της σαφήνειας.
7. Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η γνωστοποίηση στον καταναλωτή του γεγονότος ότι η τιμή του προσφερόμενου τιμολογίου δύναται να μεταβάλλεται, παρακολουθώντας τη διακύμανση της ΟΤΣ, γίνεται με τρόπο ασαφή, μη κατανοητό και μέσω μόνο των Γενικών Όρων της Σύμβασης Προμήθειας. Είναι προφανές ότι η αναγραφή της εν λόγω κρίσιμης πληροφορίας με τρόπο μη εύληπτο δύναται να συνεπάγεται την αδυναμία του καταναλωτή ακόμη και να αντιληφθεί τον εν λόγω βασικό όρο που διέπει την προσφορά Προμήθειας. Έτσι, ο Καταναλωτής τελεί σε σύγχυση ή/και πλάνη περί του παρεχόμενου τιμολογίου, με συνέπεια να ματαιώνεται η λυσιτελής απόλαυση του δικαιώματός του για ελεύθερη επιλογή Προμηθευτή.
8. Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου να αποτρέπεται επαρκώς η πιθανότητα παραπλάνησης του καταναλωτή σε επιλογές που αποβαίνουν «μη συμφέρουσες», θα πρέπει ο Προμηθευτής να μεριμνά για την προσήκουσα ενημέρωση του Πελάτη περί της εφαρμογής μηχανισμού αναπροσαρμογής κατά το προσυμβατικό στάδιο. Η συσσώρευση παραπόνων καταναλωτών αναφορικά με μη ορθή προσυμβατική ενημέρωση για τα τιμολόγια προμήθειας, λόγω της απόκλιση τιμής μεταξύ του συμβατικού σταδίου και του σταδίου της έκδοσης λογαριασμού, καταδεικνύει την ανάγκη της ενίσχυσης της διαφάνειας, της ακρίβειας και της πληρότητας της παρεχόμενης πληροφόρησης. Όπως άλλωστε επιτάσσει η Οδηγία (Οδηγία 2009/72, Παράρτημα 1) «Οι όροι πρέπει να είναι δίκαιοι και γνωστοί εκ των προτέρων. Οπωσδήποτε, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να παρέχονται πριν από τη σύναψη ή επιβεβαίωση της σύμβασης.».
9. Ειδικότερα, ως προς τις ρήτρες πρόωρης αποχώρησης, σημειώνεται ότι συνιστά κατεύθυνση του ενωσιακού πλαισίου να μην εφαρμόζονται στις συμβάσεις των οικιακών πελατών και των μικρών επιχειρήσεων (βλ. και άρθρο 12 παρ. 2 Οδηγίας 2019/944). Σε κάθε περίπτωση, το μέγεθος της επιβαλλόμενης ρήτρας πρέπει να είναι αντίστοιχο της οικονομικής ζημίας που προκαλείται ευθέως στον Προμηθευτή, σε συνέχεια της αποχώρησης του Πελάτη από σύμβαση «σταθερού τιμολογίου». Σχετικώς, κατά τη διαμόρφωση του ύψους και των όρων ενεργοποίησης της ρήτρας, θα πρέπει να σταθμίζεται το θεμελιώδες δικαίωμα του καταναλωτή για αλλαγή προμηθευτή, το οποίο προφανώς καθίσταται αλυσιτελές όταν οι ρήτρες είναι επαχθείς.
10. Σημαντικό μέρος των Συμμετεχόντων στην αγορά Προμήθειας διατύπωσε την ανάγκη τυποποίησης των όποιων μεθόδων ρητρών αναπροσαρμογής και απλοποίησής τους από τον Ρυθμιστή.
Στο ως άνω πλαίσιο, η Αρχή θεωρεί, βάσει και των αρχών του ενωσιακού δικαίου αλλά και υπό το πνεύμα των αρχών και προβλέψεων του Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας σε Πελάτες περί απλότητας, σαφήνειας, διαφάνειας και προστασίας των δικαιωμάτων όλων των καταναλωτών, ότι είναι αναγκαίο στη παρούσα φάση να διενεργήσει 2η Δημόσια Διαβούλευση αναφορικά με τα τιμολόγια λιανικής αγοράς, ώστε να εξεταστεί πιο στοχευμένα η τυποποίηση των ρητρών προσαρμογής ως μέτρο διαφάνειας, απλότητας και επαληθευσιμότητας των υφιστάμενων τιμολογίων. Σημειώνεται δε ότι η εν λόγω τυποποίηση διασφαλίζει τόσο τα δικαιώματα των Καταναλωτών αλλά και τις συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά της Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας.
Κατόπιν των ανωτέρω, κρίνεται σκόπιμη η τυποποίηση του ονόματος της Ρήτρας Προσαρμογής Χρεώσεων Προμήθειας ως «Ρήτρα Αναπροσαρμογής της Χρέωσης Προμήθειας».
Επιπρόσθετα, το μοναδικό μέγεθος της αγοράς, το οποίο μπορεί να δικαιολογεί λόγω της μεταβλητότητάς του, την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός τέτοιου μηχανισμού, είναι η Οριακή Τιμή Συστήματος. Η εν λόγω παράμετρος αποτελεί μεταβατικά, μέχρι την πλήρη λειτουργία των Αγορών Ενέργειας του Νόμου 4425/2016, τη μόνη μεταβλητή που δύναται να συνιστά βάση αναπροσαρμογής της Χρέωσης Προμήθειας. Πράγματι, το εν λόγω μέγεθος, αφενός αποσκοπεί στη διακριτή αποτύπωση του μεταβαλλόμενου κόστους της χονδρεμπορικής αγοράς, αφετέρου είναι ευχερώς επαληθεύσιμο και δημοσιεύσιμο.
Αναφορικά με το κόστος δικαιωμάτων CO2, σημειώνεται ότι αυτό αποτελεί ένα κατεξοχήν κόστος του παραγωγού ενέργειας από συμβατικούς σταθμούς, το οποίο έχει ήδη ενσωματωθεί στην Οριακή Τιμή Συστήματος, μέσω της συμμετοχής του παραγωγού στον Ημερήσιο Ενεργειακό Προγραμματισμό και της υποβολής προσφορών βάσει τουλάχιστον του μεταβλητού κόστους του σταθμού του. Ως εκ τούτου, δεν κρίνεται δόκιμη η χρήση του ως μέγεθος της αγοράς διακριτά, το οποίο θα μπορούσε να υποκαταστήσει δυνητικά την Οριακή τιμή Συστήματος. Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η υφιστάμενη δομή της αγoράς βάσει του μοντέλου “mandatory pool” και το μη επιτρεπτό των διμερών συμβολαίων φυσικής παράδοσης μεταξύ παραγωγών και προμηθευτών, κατατείνουν στη σαφή διάκριση των αγορών παραγωγής και προμήθειας και στην απαγόρευση συμψηφισμού του κόστους εκ της μίας αγοράς στην άλλη.
Το ίδιο συμπέρασμα ισχύει και για όλους τυχόν τους μηχανισμούς αναπροσαρμογής που λαμβάνουν υπόψη στοιχεία, συνδεδεμένα αποκλειστικά με το κόστος του καυσίμου της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (π.χ. ρήτρα πετρελαιοειδών).
ΓΙΑ ΤΟ ΛΟΓΟ ΑΥΤΌ ΚΑΙ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΩΣ ΑΝΩ, Η ΑΡΧΗ ΘΕΤΕΙ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΩΝ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΧΡΕΩΣΗΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΛΕΙ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΥΣ ΝΑ ΥΠΟΒΑΛΟΥΝ ΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:
1. Εντοπίζετε ότι υπάρχει κάποιο σοβαρό ζήτημα στην υιοθέτηση της ΟΤΣ ως το μόνο μέγεθος που χρησιμοποιείται στη «Ρήτρα Αναπροσαρμογής της Χρέωσης Προμήθειας», το οποίο αντανακλά διακυμάνσεις «στο κόστος αγοράς ενέργειας στη χονδρεμπορική αγορά και τους επιμέρους μηχανισμούς της»;
2. Ποιο ή ποια μεγέθη κατά την άποψή σας, θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν την Οριακή Τιμή Συστήματος κατά την πλήρη λειτουργία των αγορών του Μοντέλου Στόχου;
3. Θεωρείτε σκόπιμη την ταύτιση της περιόδου που αφορά ο Εκκαθαριστικός λογαριασμός κατανάλωσης (στη βάση πιστοποιημένων μετρήσεων του αρμόδιου Διαχειριστή για τις καταναλώσεις του πελάτη), με την περίοδο εφαρμογής της ρήτρας σε σχέση με το δημοσιευμένο και επαληθεύσιμο μέγεθος της αγοράς (ΟΤΣ) ή υφίσταται κάποια άλλη εναλλακτική πρόταση ;
4. Θεωρείτε δόκιμη την τυποποίηση του τρόπου υπολογισμού της όποιας ρήτρας αναπροσαρμογής ως γραμμική αλγεβρική σχέση, με μόνη μεταβλητή τη διακύμανση του ελεγχόμενου μεγέθους (ΟΤΣ), όπως αποτυπώνεται ενδεικτικά στο παρακάτω παράδειγμα ;
Παράδειγμα: (ΟΤΣ) με τη νεα αγορα θα υποκατασταθει η ΟΤΣ
Χρέωση Αναπροσαρμογής = Qt*(α*Δx +β)
Όπου:
Qt : Κατανάλωση Πελάτη για την περίοδο t
α: Συντελεστής Προσαύξησης, ο οποίος επιλέγεται ελεύθερα από τον Προμηθευτή, αποτυπώνεται στους όρους της Σύμβασης και παραμένει σταθερός καθ’ όλη τη διάρκειά της. Είναι αδιάστατος αριθμός μεγαλύτερος ή ίσος με τη μονάδα.
β: Συντελεστής Προσαύξησης, ο οποίος επιλέγεται ελεύθερα από τον Προμηθευτή, αποτυπώνεται στους όρους της Σύμβασης και παραμένει σταθερός καθ’ όλη τη διάρκειά της. Είναι αριθμός μεγαλύτερος ή ίσος από το Μηδέν (0) και εκφράζεται σε €/MWh.
Δx :Η Διαφορά του μέσου όρου του μεγέθους της Οριακής Τιμής Συστήματος για την περίοδο t με το άνω όριο της διακύμανσης της Οριακής Τιμής Συστήματος, αν είναι ο μέσος όρος μεγαλύτερος ή με το κάτω όριο της διακύμανσης της Οριακής Τιμής Συστήματος, αν ο μέσος όρος είναι μικρότερος.
Θεωρείτε δόκιμη την τυποποίηση του τρόπου υπολογισμού της όποιας ρήτρας αναπροσαρμογής με κάποιον διαφορετικό τρόπο σε σχέση με τα ανωτέρω, που όμως να διασφαλίζει τις αρχές της κατανόησης και επαληθευσιμότητας από πλευράς καταναλωτή ;
5. Με ποιο τρόπο θεωρείτε ότι διασφαλίζεται η πλήρης ενημέρωση του καταναλωτή για την ύπαρξη και την οικονομική επίπτωση των ρητρών αναπροσαρμογής κατά το προσυμβατικό στάδιο;
6. Με βάση ποιους κανόνες θα πρέπει να διαμορφώνεται μια πιθανή ρήτρα πρόωρης αποχώρησης (όπου αυτή είναι επιτρεπτή); Κάτω από ποιες συνθήκες θα πρέπει να ενεργοποιείται;
Στο πλαίσιο της διαβούλευσης αυτής, προσκαλούνται όλοι οι ενδιαφερόμενοι να υποβάλουν τα σχόλια και τις παρατηρήσεις τους έως και την Παρασκευή 03.01.2020, στην ηλεκτρονική διεύθυνση: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. .
Η ΡΑΕ, μετά τη λήξη της Δημόσιας Διαβούλευσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν.2690/1999, ΦΕΚ Α’ 45), θα δημοσιοποιήσει κατάλογο των συμμετεχόντων στη διαβούλευση, καθώς και το περιεχόμενο των επιστολών που υποβλήθηκαν, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ο αποστολέας αιτείται τη μη δημοσιοποίηση των στοιχείων του ή/και των απόψεών του.