Η έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (IRENA) που δημοσιεύτηκε την Τρίτη, καταδεικνύει ότι οι ενεργειακή μετάβαση σε χαμηλότερες εκπομπές άνθρακα ενισχύεται από το γεγονός ότι η κατασκευή νέων φωτοβολταϊκών και αιολικών πάρκων είναι φθηνότερη από τη διατήρηση της λειτουργίας των υφιστάμενων μονάδων καύσης λιγνίτη για την παραγωγή ενέργειας.
Σύμφωνα με τον IRENA οι ελκυστικές τιμές των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε σχέση με αυτές των ορυκτών καυσίμων θα μπορούσαν να στρέψουν τις κυβερνήσεις στην άμεση υιοθέτηση πολιτικών πράσινης οικονομικής ανάκαμψης από την πανδημία.
Και παρόλο που είναι αναγκαία η ταχύτερη ενεργειακή μετάβαση για τον περιορισμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, η ετήσια έκθεση του IRENA δείχνει ότι η αιολική και η ηλιακή ενέργεια είναι ανταγωνιστικές μόνο ως προς τις τιμές.
Πάνω από το 50% της ανανεώσιμης ενέργειας που παράχθηκε κατά το 2019 πέτυχαν χαμηλότερο κόστος ενέργειας από τις φθηνότερες καινούριες μονάδες καύσης λιγνίτη.
Τα αποτελέσματα των δημοπρασιών καταδεικνύουν επίσης ότι το μέσο κόστος κατασκευής φωτοβολταϊκών και χερσαίων αιολικών πάρκων είναι πολύ χαμηλότερο από τη διατήρηση της λειτουργίας πολλών από τα υπάρχοντα εργοστάσια άνθρακα, ενισχύοντας την ανάγκη για τη σταδιακή απολιγνιτοποίηση.
Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν ετησίως έως και 23 δισεκατομμύρια δολάρια από τα το κόστος των συστημάτων ηλεκτρισμού, μέσω της χρήσης της ηλιακής και αιολικής ενέργειας, αντικαθιστώντας τις πλέον ακριβές μονάδες παραγωγής ενέργειας με βάση τον άνθρακα στην Κίνα, την Ινδία, την Ουκρανία, την Πολωνία, τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία, τη Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η ενεργειακή μετάβαση θα μπορούσε επίσης να μειώσει τις παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 5% του συνόλου των εκπομπών του άνθρακα που σημειώθηκαν το 2019.