«Δεν μπορεί να μιλάμε για ανάκαμψη μετά την πανδημία χωρίς χαμηλό ενεργειακό κόστος και φυσικά χωρίς πρόσβαση σε ενέργεια για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Πολύ δε περισσότερο σε συνθήκες lock down και πανδημίας είναι απαράδεκτο να παίζονται «παιχνίδια» με τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας» σημειώνει σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα «Ημερησία» ο Τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Στέκεται στην πολιτική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015-2019 που είχε ως επίκεντρο τη μη επιβάρυνση των καταναλωτών ηλεκτρισμού-καμία αύξηση τιμολογίων-, τη διατήρηση των υποδομών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου υπό δημόσιο έλεγχο, τη μείωση του κόστους ενέργειας από ΑΠΕ και τον πλουραλισμό στην παραγωγή μέσω των Ενεργειακών Κοινοτήτων.
Την πολιτική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ αντιπαραβάλλει στη συνέχεια, με την ασκούμενη πολιτική από την κυβέρνηση της ΝΔ της οποίας «πρώτη» ουσιαστικά πράξη ήταν να αυξήσει τα τιμολόγια της ΔΕΗ κατά 20% περίπου, υπό τον μανδύα της «σωτηρίας» της και να επιβαρύνει τα νοικοκυριά και τους επιχειρηματίες. Αυξήσεις που, όπως τονίζει ο Σ.Φάμελλος, διατήρησαν υψηλά τα κέρδη των ανταγωνιστών της ΔΕΗ και δεν επέτρεψαν στον ανταγωνισμό να λειτουργήσει υπέρ των καταναλωτών. «Σαν να μην έφτανε αυτό, η σημαντική μείωση της χονδρικής τιμής ηλεκτρικής ενέργειας από τις αρχές του 2020, αντί να οδηγήσει σε χαμηλότερες τιμές στη λιανική, «φούσκωσε» τα υπερκέρδη των προμηθευτών εν μέσω μάλιστα πανδημίας που έφτασαν να πωλούν ακόμη και 4 φορές πάνω από τη χονδρική», προσθέτει.
Συνοψίζοντας τέλος, ο Σ.Φάμελλος δηλώνει: «Τελικά τα λάθη, τις καθυστερήσεις και τα «πασαλείμματα» της κυβέρνησης τα πληρώνουν όλοι. Οι καταναλωτές, η επιχειρηματικότητα που θίγεται η βιωσιμότητά της και η χώρα που γίνεται λιγότερο ανταγωνιστική και αξιόπιστη. Επί ΝΔ εμφανίζονται επιπλέον φαινόμενα στρέβλωσης του ανταγωνισμού και η Ελλάδα ανεβαίνει στην κατάταξη τιμών ηλεκτρισμού στην ΕΕ. Η ενεργειακή στρατηγική με ουδέτερο κλιματικό πρόσημο δημιουργεί σοβαρές προκλήσεις για τη χώρα μας. Μπορεί να στηρίξει την επιχειρηματικότητα και να την επεκτείνει σε νέα και καινοτόμα πρότυπα. Μπορεί επίσης να δημιουργήσει βιώσιμη εργασία και χαμηλότερο κόστος ενέργειας, ώστε αυτή η μετάβαση να μειώσει τις ανισότητες και την ενεργειακή φτώχεια. Όμως η αλλαγή του παραγωγικού και ενεργειακού μοντέλου απαιτεί και αλλαγή πολιτικού μοντέλου με όρθια και την οικονομία και την κοινωνία».
Ακολουθεί το πλήρες άρθρο όπως δημοσιεύτηκε:
Ανάκαμψη μετά την πανδημία με χαμηλό ενεργειακό κόστος
Η πρόσβαση σε ηλεκτρική ενέργεια σε χαμηλές τιμές αποτελεί προϋπόθεση τόσο για την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών όσο και για την οικονομική ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα κάθε οικονομίας. Στη χώρα μας δεν μπορεί να μιλάμε για ανάκαμψη την επόμενη μέρα χωρίς χαμηλό ενεργειακό κόστος και φυσικά χωρίς πρόσβαση σε ενέργεια για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Πολύ δε περισσότερο σε συνθήκες lock down και πανδημίας είναι απαράδεκτο να παίζονται «παιχνίδια» με τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, την περίοδο 2015-2019, κατάφερε να μη μεταφέρει βάρη στους καταναλωτές, σε μνημονιακές μάλιστα συνθήκες ασφυξίας, σε αντίθεση με τις αυξήσεις στην τιμή ρεύματος κατά 60% την περίοδο 2008-2013.
Διατηρήσαμε το δημόσιο έλεγχο στα δίκτυα ενέργειας, κρίσιμη επιλογή για την ενεργειακή μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα, ενώ καλύψαμε, χωρίς κόστος για τους καταναλωτές, ένα έλλειμμα 800 εκατ. ευρώ που κληροδοτήσαμε από τη συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου στον Ειδικό Λογαριασμό που «στηρίζει» τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ).
Μειώσαμε το κόστος ενέργειας από ΑΠΕ, μέσω της θεσμοθέτησης των διάφανων διαγωνιστικών διαδικασιών, που οδήγησε με επιτυχία σε κύκλους επενδύσεων πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ. Προχωρήσαμε τέλος στη σημαντική μεταρρύθμιση των ενεργειακών κοινοτήτων, νόμο-τομή για την συμμετοχή πολιτών, Δήμων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην παραγωγή καθαρής ενέργειας.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές δείχνουν ξεκάθαρα το δρόμο που προκρίνουμε για τη μετάβαση της Ελλάδας στην κλιματική ουδετερότητα. Με χαμηλό ενεργειακό κόστος για όλους, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, με πολλαπλασιασμό και πλουραλισμό στις επενδύσεις αλλά και με διαφάνεια και ισοτιμία για όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά.
Αυξήσεις – επιβάρυνση για την κοινωνία
Στον αντίποδα βρίσκεται η ασκούμενη πολιτική από την κυβέρνηση της ΝΔ. «Πρώτη» ουσιαστικά πράξη του κυρίου Χατζηδάκη, τον Σεπτέμβριο του 2019, ήταν να αυξήσει τα τιμολόγια της ΔΕΗ. Οι αυξήσεις κατά 20% περίπου υπό τον μανδύα της «σωτηρίας» της, επιβάρυναν την κοινωνία, τα νοικοκυριά και τους επιχειρηματίες με περίπου πεντακόσια (500) εκατ. ευρώ ανά έτος, ενώ ώθησε σε «φυγή» τους συνεπείς της πελάτες. Αυτές οι αυξήσεις διατήρησαν επίσης υψηλά τα κέρδη των ανταγωνιστών της, αφού η ΔΕΗ έχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά, και δεν επέτρεψαν στον ανταγωνισμό να λειτουργήσει υπέρ των καταναλωτών.
Σαν να μην έφτανε αυτό, η σημαντική μείωση της χονδρικής τιμής ηλεκτρικής ενέργειας από τις αρχές του 2020, αντί να οδηγήσει σε χαμηλότερες τιμές στη λιανική, «φούσκωσε» τα υπερκέρδη των προμηθευτών εν μέσω μάλιστα πανδημίας που έφτασαν να πωλούν ακόμη και 4 φορές πάνω από τη χονδρική.
Και ενώ ο κύριος Χατζηδάκης για να αποφύγει να παρέμβει στα υπερκέρδη των προμηθευτών ρεύματος, «έπινε νερό» τον Οκτώβριο στο όνομα του Target Model, του νέου τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της αγοράς, που θα έλυνε, όπως δήλωνε, τις όποιες στρεβλώσεις, σήμερα αποδεικνύεται ότι η κυβέρνηση δεν ήταν έτοιμη θεσμικά για αυτή τη μεταρρύθμιση και αναγνωρίζει και η ίδια μονοπωλιακά παιχνίδια που καθοδηγούν τη χοντρική τιμή ενέργειας σε τιμές που φτάνουν και τα 90 ευρώ!
Νέα «χαράτσια»
Μία απόδειξη της έλλειψης ενεργειακής στρατηγικής και της επιφανειακής και αποσπασματικής διαχείρισης είδαμε την προηγούμενη εβδομάδα. Ο κύριος Χατζηδάκης έφερε, με τροπολογίες τελευταίας στιγμής και χωρίς διαβούλευση, νέα «χαράτσια» για τους καταναλωτές και για τους παραγωγούς ΑΠΕ για να καλύψει την «τρύπα» που ο ίδιος δημιούργησε στον Ειδικό Λογαριασμό για τις ΑΠΕ που παρέλαβε πλεονασματικό από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ παράλληλα πέρασε ρυθμίσεις εις βάρος των μικρών Φ/Β και των Ενεργειακών Κοινοτήτων, εξήγγειλε την απώλεια από την τσέπη των καταναλωτών του οφέλους των 700 εκατ. ευρώ από τις ΥΚΩ λόγω των ηλεκτρικών διασυνδέσεων των νησιών και προανήγγειλε νέα κόστη από το ΕΤΜΕΑΡ σε ορισμένες κατηγορίες καταναλωτών μέσης τάσης, δηλαδή επιχειρήσεων.
Τελικά τα λάθη, τις καθυστερήσεις και τα «πασαλείμματα» της κυβέρνησης τα πληρώνουν όλοι. Οι καταναλωτές, η επιχειρηματικότητα που θίγεται η βιωσιμότητά της και η χώρα που γίνεται λιγότερο ανταγωνιστική και αξιόπιστη. Επί ΝΔ εμφανίζονται επιπλέον φαινόμενα στρέβλωσης του ανταγωνισμού και η Ελλάδα ανεβαίνει στην κατάταξη τιμών ηλεκτρισμού στην ΕΕ.
Η ενεργειακή στρατηγική με ουδέτερο κλιματικό πρόσημο δημιουργεί σοβαρές προκλήσεις για τη χώρα μας. Μπορεί να στηρίξει την επιχειρηματικότητα και να την επεκτείνει σε νέα και καινοτόμα πρότυπα. Μπορεί επίσης να δημιουργήσει βιώσιμη εργασία και χαμηλότερο κόστος ενέργειας, ώστε αυτή η μετάβαση να μειώσει τις ανισότητες και την ενεργειακή φτώχεια. Όμως η αλλαγή του παραγωγικού και ενεργειακού μοντέλου απαιτεί και αλλαγή πολιτικού μοντέλου με όρθια και την οικονομία και την κοινωνία.
Δείτε το άρθρο δημοσιευμένο εδώ