Υπενθυμίζεται πως σύμφωνα με την τροπολογία που ψηφίστηκε πριν λίγες ημέρες η εισφορά που επιβάλλεται να καταθέσουν οι παραγωγοί σε διάστημα 3 μηνών «υπολογίζεται ανά μήνα με την εφαρμογή συντελεστή 90% επί της θετικής διαφοράς του Μικτού Περιθωρίου Κέρδους του υπόχρεου, μεταξύ του μήνα εξέτασης και του ίδιου μήνα του προηγουμένου έτους, σταθμισμένης με το ποσοστό των Συμβάσεων Προμήθειας Σταθερής Τιμής και αφαιρουμένων εκπτώσεων σε τελικούς καταναλωτές και επιστροφών, δυνάμει Διμερών Συμβάσεων Αγοραπωλησίας Ηλεκτρικής Ενέργειας». Στις εκπτώσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται και οι εκπτώσεις συνέπειας ως προς την εξόφληση των λογαριασμών ρεύματος.
Το μπαλάκι των ευθυνών…
Τα υπερκέρδη των παρόχων υπολογίστηκαν από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας με βάση το υπόμνημα που υπέβαλε στο ΥΠΕΝ σε 927, 44 εκατ. ευρώ, ενώ οι εκπτώσεις -μόνο της ΔΕΗ- στους καταναλωτές Μέσης και Χαμηλής Τάσης υπολογίστηκαν σε 335,99 εκατ. ευρώ, επομένως θα πρέπει να υπολογιστεί και το ποσό των εκπτώσεων που παρείχαν οι εναλλακτικοί πάροχοι. Άρα το ποσό αυτό με βάση το οποίο θα υπολογιστεί η εισφορά μπορεί θα είναι μικρότερο των 591 εκατ. ευρώ. Επι της ουσίας το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έριξε το μπαλάκι της ευθύνης πίσω στην ΡΑΕ.
Πηγές της ΡΑΕ διευκρινίζουν στο iEnergeia.gr πως «δεν θα επικαιροποιήσουμε την ανάλυση μας. Πλέον η πολιτική ηγεσία θα οριστικοποιήσει τον τρόπο φορολόγησης, αρχικά με την ψηφισθείσα τροπολογία και σε συνέχεια με την ΚΥΑ που θα προσδιορίζει τις λεπτομέρειες. Η ΚΥΑ θα προσδιορίσει ποιες εκπτώσεις θα ληφθούν υπόψιν. Σε συνέχεια αυτών θα υλοποιήσουμε την ΚΥΑ».
Τα καρφιά στον ΥΠΕΝ…
Να σημειωθεί πως η ΡΑΕ στο υπόμνημα που υπέβαλε άφηνε αιχμές σε σχέση με τη μεθοδολογία για την εξέταση της κερδοφορίας, κρίνοντας την μη αντιπροσωπευτική και ειδικότερα τόνιζε πως «συγκέντρωσε τα βασικότερα οικονομικά μεγέθη που εμπεριέχονται στις οριστικοποιημένες οικονομικές καταστάσεις των εταιρειών, εστιάζοντας στις εγγραφές που αφορούν στα έσοδα από τις πωλήσεις ηλεκτρικής ενέργειας στη χονδρεμπορική αγορά και στις συνιστώσες του κόστους παραγωγής, προκειμένου για:
α) την αποτύπωση της συνολικής εικόνας της οικονομικής θέσης των εταιρειών από το 2019 έως σήμερα, και
β) την άμεση σύγκρισή τους με τα αποτελέσματα της αναλυτικής μεθοδολογίας της Αρχής για το έτος 2021.
Ωστόσο, η Αρχή δεν θεωρεί ότι η σύγκριση των οικονομικών καταστάσεων με αυτά των προηγούμενων ετών αρκεί ως η πλέον αντιπροσωπευτική μεθοδολογία για την εξέταση της πιθανής αυξημένης κερδοφορίας κατά την περίοδο της ενεργειακής κρίσης, καθώς:
α) κάθε δραστηριότητα πρέπει να εξετάζεται διακριτά όπως επιβάλλει η θεμελιώδης διάκριση των αγορών ώστε να αποφεύγονται στρεβλώσεις μέσω της υιοθέτησης στρατηγικών συμπεριφορών από τους καθετοποιημένους συμμετέχοντες 4
β) οι οικονομικές καταστάσεις αφορούν όλο το έτος 2021 και όχι την υπό εξέταση περίοδο της ενεργειακής κρίσης (Οκτώβριος 2021-Μάρτιος 2022)
γ) όπως προαναφέρθηκε, οι οικονομικές καταστάσεις περιλαμβάνουν χρεoπιστώσεις που δεν σχετίζονται άμεσα με τη συμμετοχή των εταιρειών στην χονδρεμπορική αγορά».