Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης, μιλώντας σήμερα στο συνέδριο του Economist, ανακοίνωσε αναθεώρηση του επιχειρηματικού σχεδίου της ΔΕΗ, έως το τέλος του χρόνου, με επιτάχυνση των επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δίκτυα, αποθήκευση ενέργειας αλλά και νέες τεχνολογίες όπως το υδρογόνο .
«Οι μονάδες που χρησιμοποιούν σήμερα φυσικό αέριο, τα επόμενα χρόνια θα καίνε υδρογόνο και θα πρέπει να προετοιμαστούμε για αυτήν την προοπτική», τόνισε ο κ. Στάσσης, σημειώνοντας ότι η ενεργειακή κρίση δεν άλλαξε τις προτεραιότητες του αναπτυξιακού πλάνου της επιχείρησης.
Για τις ΑΠΕ
«Οι Ανανεώσιμες Πηγές εξακολουθούν να είναι οι φθηνότερες πηγές ενέργειας και κάνουν καλό στο περιβάλλον. Αυτό που άλλαξε με την κρίση είναι ότι προστέθηκε η παράμετρος της ασφάλειας εφοδιασμού την οποία επίσης καλύπτουν οι ΑΠΕ. Το πλάνο πριν και μετά την κρίση είναι το ίδιο», σημείωσε ο επικεφαλής της ΔΕΗ. «Οι πυλώνες είναι απανθρακοποίηση της παραγωγής με περισσότερες ΑΠΕ, εκσυγχρονισμός της προμήθειας, ψηφιοποίηση του δικτύου διανομής».
Καθυστέρηση στην Απολιγνιτοποίηση
Σε ερώτηση για το πρόγραμμα απολιγνιτοποίησης, ανέφερε ότι ο μακροπρόθεσμος στόχος απόσυρσης του λιγνίτη τα επόμενα 3 - 4 χρόνια δεν αλλάζει, όμως για λόγους ασφάλειας εφοδιασμού (και όχι οικονομικούς) μπορεί να πάει λίγο αργότερα, 1-1,5 χρόνο η διακοπή λειτουργίας ορισμένων μονάδων. «Εφέτος θα έπρεπε να σταματήσουν 3 μονάδες, αν καθυστερήσουν μία ή δύο για λόγους ενεργειακής ασφάλειας δεν αλλάζει το τοπίο», είπε.
Η περίπτωση διακοπής προμήθειας ρωσικού φυσικού αερίου
Για το ενδεχόμενο διακοπής της ροής ρωσικού φυσικού αερίου υπογράμμισε ότι στην περίπτωση αυτή η Ελλάδα θα είναι σε λίγο καλύτερη θέση από άλλες ευρωπαϊκές χώρες καθώς διαθέτει εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού (Αζερμπαϊτζάν, υγροποιημένο αέριο) ωστόσο δεν θα αποφύγει προβλήματα έλλειψης. «Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να περικοπούν οι βιομηχανικοί καταναλωτές για να καλυφθούν οι οικιακοί. Όλοι θα θέλουν να αγοράσουν ενέργεια, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα αντιδράσουν οι αγορές και τα διασυνδεδεμένα συστήματα στην ΕΕ», κατέληξε.