Είναι ενδεικτικό ότι για σήμερα Δευτέρα 22 Ιουλίου η μέση τιμή του ρεύματος στην Αγορά Επόμενης Ημέρας εκτινάχθηκε και πάλι στα 219,28 ευρώ/MWh, αυξημένη κατά 72,69% σε σχέση με την Κυριακή που λόγω περιορισμένης ζήτησης είχε πέσει στα 126,98 ευρώ/MWh. Η ανώτατη τιμή καταγράφηκε για τις 9 το βράδυ προσδιορίστηκε από την υδροηλεκτρική ενέργεια και έσπασε όλα τα προηγούμενα ρεκόρ φθάνοντας στα 850 ευρώ/MWh. Η κατώτατη τιμή δεν έπεσε κάτω από τα 100 ευρώ/MWh και προσδιορίστηκε τις περισσότερες ώρες του 24ωρού από τις μονάδες φυσικού αερίου.
Η συμμετοχή των ΑΠΕ στο σημερινό μίγμα παραγωγής έφτασε μόλις στο 25,85%. Και αυτό διότι οι βοριάδες έχουν υποχωρήσει μειώνοντας την συνεισφορά των αιολικών ενώ τα φωτοβολταϊκά παράγουν μεν από τον ήλιο, που είναι άφθονος το τελευταίο δεκαπενθήμερο, αλλά υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Όταν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος ξεπερνάει κάποιο όριο τότε σβήνουν και καθίστανται απολύτως άχρηστα για να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση.
Έτσι παρά το γεγονός ότι η χρήση του λιγνίτη στο σημερινό μίγμα είναι σχετικά υψηλή σε σχέση με τη συνηθισμένη συνεισφορά, αφού συμμετέχει σε ποσοστό 9% στο μίγμα, οι μονάδες φυσικού αερίου καλύπτουν το 43,20%, οι εισαγωγές το 10,98% και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά το 6,18%.
Όσο δε για την εικόνα που επικρατεί στις υπόλοιπες αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, πρέπει να σημειωθεί ότι στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία η μέση χονδρική τιμή διαμορφώθηκε στα 229,24 ευρώ/MWh, στο Κόσοβο έφθασε στα 236,58 ευρώ/MWh, ενώ στη Σερβία έχει υποχωρήσει στα 144,1 ευρώ/MWh και στην Ουγγαρία στα 120,45 ευρώ/MWh. Με δεδομένο δε, ότι στην Αυστρία η μέση τιμή αυξήθηκε σε σχέση με τις προηγούμενες ημέρες και έφθασε στα 89,72 ευρώ/MWh και στη Γερμανία στα 91,23 ευρώ/MWh, προκύπτει ότι έχει αποκατασταθεί η σύνδεση Αυστρίας - Ουγγαρίας και οι αγορές της Κεντρικής Ευρώπης έχουν αρχίσει να συντονίζονται.
Η αγορά όμως της Νοτιοανατολικής Ευρώπης συνεχίζει να υφίσταται σημαντικότατες πιέσεις κυρίως λόγω των υψηλών θερμοκρασιών των περιορισμένων διασυνδέσεων αλλά και τις αυξημένης εξάρτησης τους από τις ΑΠΕ. Είναι ενδεικτικό ότι στην ελληνική αγορά οι εισαγωγές χθες ήταν στο 10,98% του μίγματος πωλήσεων. Αντιστοίχως οι εξαγωγές από την ελληνική αγορά ήταν μόλις στο 6,21% του μίγματος αγορών.
Με τη μέση χονδρική τιμή στα 142,27 ευρώ ανά μεγαβατώρα, όταν τον Ιούνιο η μέση τιμή ήταν κοντά στα 100 ευρώ, η αύξηση των πράσινων τιμολογίων είναι δεδομένη και θα εξαρτηθεί από τις εκπτώσεις που θα κάνουν οι εταιρείες, όπως και η επιδότηση αλλά και ο φόρος στο φυσικό αέριο που θα βάλει το υπουργείο Περιβαλλοντος προκειμένου να χρηματοδοτήσει την ένισχυση των νοικοκυριών τον Αύγουστο.
Πάντως εκτός από το προσωρινό μέτρο των επιδοτήσεων η κυβέρνηση, όπως ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης, προετοιμάζει τη δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού αντιμετώπισης έκτακτων καταστάσεων. Όπως είπαν, τόσο ο υπουργός όσο και η υφυπουργός, Αλεξάνδρα Σδούκου κατά την παρουσίαση των μέτρων για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών, η ύπαρξη ακραίων διαφορών στις τιμές σε γειτονικές αγορές πιστοποιεί τις ατέλειες της εσωτερικής αγοράς τις οποίες δεν μπορεί να αντιμετωπίσει η ισχύουσα Οδηγία 1711/2024.
Η συγκεκριμένη Οδηγία επιτρέπει στις κυβερνήσεις να θεσπίσουν ανώτατα όρια στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά υπό πολύ αυστηρές συνθήκες, οι οποίες είναι οι εξής:
1. Οι μέσες τιμές στις χονδρικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να είναι τουλάχιστον δυόμισι φορές υψηλότερες από τη μέση τιμή των προηγούμενων πέντε ετών και να ανέρχονται τουλάχιστον σε 180 ευρώ/MWh, με πρόβλεψη να παραμείνουν σε αυτό το επίπεδο για τουλάχιστον έξι μήνες. Κατά τον υπολογισμό της μέσης τιμής των προηγούμενων πέντε ετών, εξαιρούνται οι περίοδοι που έχει κηρυχθεί κρίση τιμών ηλεκτρικής ενέργειας σε περιφερειακό ή ευρωπαϊκό επίπεδο.
2. Οι τιμές λιανικής της ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να έχουν αυξηθεί απότομα κατά 70% και να αναμένεται να παραμείνουν σε αυτό το υψηλό επίπεδο για τουλάχιστον τρεις μήνες.
Οι απαραίτητες ρυθμίσεις θα θεσπιστούν μέσω νόμου για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 171 1/2024 στην εθνική νομοθεσία, ο οποίος αναμένεται να ψηφιστεί σύντομα και σίγουρα πριν από τη λήξη της προθεσμίας τον Ιανουάριο του 2025.