O κ. Μπαλάσκας τόνισε ότι, «Η εγχώρια παραγωγή ορυκτών πρώτων υλών παίζει ουσιώδη ρόλο στην πράσινη μετάβαση και την ενεργειακή αυτονομία της Ευρώπης με την παραγωγή κρίσιμων μετάλλων, όπως ο χαλκός. Η ενίσχυση της εξορυκτικής δραστηριότητας εντός της ΕΕ, και της Ελλάδας ειδικότερα, προσφέρει ευκαιρίες για τη δημιουργία μίας σταθερής και βιώσιμης αλυσίδας εφοδιασμού. Η επιτυχής διαχείριση αυτής της μετάβασης θα επηρεάσει καθοριστικά την ανταγωνιστικότητα τόσο της ίδιας της βιομηχανίας, όσο και της χώρας συνολικά», καταλήγοντας ότι «Ο δρόμος για μια Ευρώπη κυρίαρχη και αυτάρκη σε κρίσιμες πρώτες ύλες περνάει από το μονοπάτι της υπεύθυνης και βιώσιμης εξόρυξης που διαμορφώνεται στο νέο παραγωγικό αλλά και καταναλωτικό πρότυπο – και τους ωφελεί όλους, καθώς λειτουργεί προς όφελος της οικονομίας, της κοινωνίας, του περιβάλλοντος».
Ο κ. Μπαλάσκας επισήμανε ότι η Ελλάδα έχει πάρα πολλά στρατηγικά και κρίσιμα μέταλλα, με τον χαλκό να είναι ένα από αυτά, xωρίς τον οποίο δεν μπορούμε να επιτύχουμε την ενεργειακή μετάβαση. Η Ελληνικός Χρυσός, όπως είπε, με την επένδυση που κάνει αυτή τη στιγμή στις Σκουριές θα «φέρει» το συμπύκνωμα που θα βγαίνει χρυσός και χαλκός και αυτή η εξέλιξη, όπως πρόσθεσε «θα μας βάλει πραγματικά στον χάρτη».
Εξήγησε, ότι στα 20 χρόνια ζωής του μεταλλείου των Σκουριών «έχουμε επιβεβαιωμένα 740.000 τόνους χαλκού» και προσθέτοντας ότι «δεν φτάνει μόνο αυτό», ανέφερε ότι «χρειαζόμαστε μία δύο τρεις επιπλέον Σκουριές στην Ελλάδα και υπάρχουν στη Βόρεια Ελλάδα και στη Θράκη. Ας ξεκινήσουμε επιτέλους να κάνουμε την εξόρυξη, αφού προηγηθεί η διερεύνηση και αποτυπωθούν τα αποθέματα. Είναι άκρως απαραίτητο», είπε.
Βέβαια, ο ίδιος αναγνώρισε ότι για να γίνουν τα προαναφερόμενα είναι απαραίτητη η “κοινωνική άδεια” και πως, σε σχέση με το παρελθόν, εφαρμόζονται από τον κλάδο τα πρότυπα της βιώσιμης ανάπτυξης και υπεύθυνης εξόρυξης σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι πριν από 30 και 40 χρόνια.
Μεταξύ άλλων, εξέφρασε την πεποίθησή του ότι ο εξορυκτικός κλάδος θα πρέπει να εκσυγχρονιστεί, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που επιβάλλουν οι νέες πολιτικές. «Ναι σαφώς μπορούμε να το κάνουμε, αλλά θα πρέπει να βοηθηθούμε και από το επενδυτικό κομμάτι με πρόσβαση σε επενδυτικά κεφάλαια και από την πολιτεία, όσον αφορά το αδειοδοτικό κομμάτι».