Σε «Γνώμη Πρωτοβουλίας» για την αντιμετώπιση των κοινωνικοοικονομικών συνεπειών του αυξημένου κόστους διαβίωσης τονίζει ότι οι επιπτώσεις των τιμών της ενέργειας έχουν σημαντικές επιπτώσεις τόσο στα νοικοκυριά όσο και στις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία.
Όπως αναφέρει η κλιμάκωση των τιμών της ενέργειας μπορεί να αυξήσει τα λειτουργικά έξοδα των επιχειρήσεων, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά τους στην αγορά. Επιπλέον, η αβεβαιότητα σχετικά με τις τιμές της ενέργειας μπορεί να δυσχεράνει το σχεδιασμό των επιχειρήσεων και να περιορίσει τις επενδυτικές τους προοπτικές.
Ενδεικτικά, αναφέρεται στην έρευνα του ΣΕΒ Business Pulse 2023 και όσον αφορά στις απαραίτητες βελτιώσεις για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων, το κόστος ενέργειας καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση με ποσοστό 55%, πίσω από το «Σταθερό και απλό φορολογικό πλαίσιο» (64%), ενώ σε ότι αφορά τους επιμέρους κλάδους για τον κλάδο της μεταποίησης, το κόστος ενέργειας παραμένει από τα δυο σημαντικότερα στην ιεράρχηση των πεδίων που χρειάζονται βελτίωση.
Επομένως, η διασφάλιση σταθερών και προβλέψιμων τιμών ενέργειας είναι μια κρίσιμη μεταβλητή για τη βιώσιμη ανάπτυξη της μεταποιητικής βιομηχανίας. Ειδικά οι επιχειρήσεις με υψηλή ένταση ενέργειας χρειάζονται σταθερές τιμές ενέργειας για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά. Την ίδια ώρα κάνει αναφορά στο γεγονός ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη θέσει σε εφαρμογή μέτρα στήριξης, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την αύξηση του κόστους ενέργειας για τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις. Μια χαρακτηριστική προσέγγιση είναι η δέσμευση για σταθερές τιμές ενέργειας σε επίπεδα περίπου 40-60€/MWh.
Σε αυτό το πλαίσιο η ΟΚΕ τονίζει ότι η συνέχιση των επιδοτήσεων στο κόστος ενέργειας, τόσο στα νοικοκυριά, όσο και στις επιχειρήσεις κρίνεται αναγκαία για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και η κοινωνική συνοχή.
Αναφορικά με τα δικαιώματα ρύπων, προτείνεται στον βαθμό που ο σχετικός φόρος κρίνεται ότι συμβάλει στην πράσινη ανάπτυξη, να πάψουν να αποτελούν αντικείμενο χρηματιστηριακής διαπραγμάτευσης. Η σταθεροποίηση της τιμής τους θα διασφαλίσει υγιείς συνθήκες στην αγορά και θα δώσει σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά τη δυνατότητα προγραμματισμού του κόστους παραγωγής ή διαβίωσης.
Παράλληλα η ΟΚΕ κάνει αναφορά και στα PPAs σημειώνοντας ότι αποτελούν λύση για την βιομηχανία. Εξηγεί ότι η επίτευξη ανταγωνιστικού κόστους ηλεκτρικής ενέργειας στη βιομηχανία απαιτεί την ανάπτυξη μακροχρόνιων συμβάσεων ΑΠΕ (PPAs) για "πράσινη" ενέργεια με ανταγωνιστικό κόστος. Παράλληλα, σημαντικό είναι να εφαρμοστούν εργαλεία που επιταχύνουν τη διαδικασία μετάβασης, μειώνουν το κόστος και διαχειρίζονται το ρίσκο, όπως ο μηχανισμός ευελιξίας της ζήτησης (demand-side flexibility mechanism), η προσαρμογή των χρεώσεων χρήσης συστήματος (ΑΔΜΗΕ) και δικτύου (ΔΕΔΔΗΕ), καθώς και η υποστήριξη επενδύσεων σε μπαταρίες "behind the meter" για βιομηχανικούς καταναλωτές. Παράλληλα, προκειμένου να μπορεί να λειτουργεί το ενεργειακό σύστημα σε συνθήκες πολύ μεγάλης διείσδυσης των ΑΠΕ, είναι αναγκαία η επιτάχυνση των απαραίτητων έργων υποδομών και η αποφυγή καθυστερήσεων στα έργα εσωτερικών και διεθνών διασυνδέσεων, ειδικά εκείνων που εξυπηρετούν την εξαγωγή ενέργειας από την Ελλάδα.
Τέλος, σημειώνεται ότι παραμένουν προς αντιμετώπιση εκκρεμότητες όπως η διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού πλαισίου αδειοδότησης και χωροθέτησης κρίσιμων επενδύσεων.
«Η βιομηχανία και οι επιχειρήσεις έντασης ενέργειας θα μπορούσαν να έχουν καθοριστικό ρόλο στην πράσινη μετάβαση, κάνοντας τις αντίστοιχες επενδύσεις και προσφέροντας υπηρεσίες που βοηθούν στη διαχείριση του συστήματος με υψηλό βαθμό διείσδυσης ΑΠΕ. Προκειμένου να στηρίξουν όμως την προσπάθεια αυτή, διατηρώντας την ανταγωνιστικότητά τους, είναι απαραίτητη μία σειρά από ρυθμιστικές αλλαγές και η υλοποίηση αντίστοιχων, με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σχημάτων χρηματοδοτικής στήριξης.