Μ. Μανουσάκης: Οι διασυνδέσεις «κλειδί» για τη μείωση του κόστους ηλεκτρισμού

Μ. Μανουσάκης: Οι διασυνδέσεις «κλειδί» για τη μείωση του κόστους ηλεκτρισμού
Τετάρτη, 22/01/2025 - 12:10

Η δημιουργία και περαιτέρω ενίσχυση των κρίσιμων υποδομών ηλεκτρικών δικτύων κορμού στην Ευρώπη είναι βασική προϋπόθεση επίτευξης της πραγματικής ενοποίησης της ευρωπαϊκής αγοράς.

Άρθρο του Μάνου Μανουσάκη, Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου του ΑΔΜΗΕ, στην «Καθημερινή»

Τα τελευταία χρόνια η πρόοδος που έχει συντελεστεί στην ενσωμάτωση των ενεργειακών αγορών και στη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη είναι αξιοσημείωτη. Μέσω μηχανισμών όπως ο αλγόριθμος επίλυσης των συζευγμένων αγορών, η ενιαία αγορά κατανέμει βέλτιστα την παραγωγή και την κατανάλωση ενέργειας, εξισορροπώντας την προσφορά και τη ζήτηση στις διασυνδεδεμένες αγορές των κρατών-μελών.

Οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις συνιστούν βασικό πυλώνα της αρχιτεκτονικής αυτής, καθώς επιτρέπουν την ελεύθερη διακίνηση της ηλεκτρικής ενέργειας εντός και μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Η δημιουργία και περαιτέρω ενίσχυση των κρίσιμων υποδομών ηλεκτρικών δικτύων κορμού στην Ευρώπη συνιστά βασική προϋπόθεση επίτευξης της πραγματικής ενοποίησης της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς χωρίς ικανή μεταφορική ικανότητα δεν διασφαλίζεται η απαιτούμενη ροή ενέργειας σε συνθήκες ενεργειακής ασφάλειας μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.

Ωστόσο υπάρχουν προκλήσεις οι οποίες είναι ανάγκη να ξεπεραστούν, προκειμένου η ενιαία αγορά να υπηρετεί ανεμπόδιστα την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία της Ενωσης. Μια τέτοια πρόκληση είναι η αστάθεια των τιμών στην ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Πρόκειται για ακανθώδες ζήτημα, το οποίο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καλούνται επιτακτικά να λύσουν, καθώς επηρεάζει άμεσα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, προκαλώντας αναταράξεις και πολιτικούς κλυδωνισμούς στο εσωτερικό των χωρών. Το φαινόμενο των αποκλίσεων στις τιμές του ηλεκτρισμού μεταξύ των κρατών, αλλά και εντός αυτών, εμφανίζεται εξαιτίας διαφόρων παραγόντων, οι οποίοι μπορεί να συντρέχουν ταυτόχρονα, όπως: η μεταβλητότητα στην παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (π.χ. όταν δεν φυσάει ή δεν έχει ήλιο), που με τη σειρά της δημιουργεί προκλήσεις στη διαχείριση και στην ισορροπία του δικτύου, οι διακυμάνσεις στις τιμές των ορυκτών καυσίμων, οι καιρικές συνθήκες συνεπεία της κλιματικής κρίσης, καθώς και η έλλειψη των αναγκαίων υποδομών μεταφοράς ενέργειας.

Τελευταία, η κριτική για την απότομη αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στη Βόρεια Ευρώπη έχει εστιαστεί στις διεθνείς διασυνδέσεις, αμφισβητώντας τον ρόλο και τη χρησιμότητά τους. Τον Δεκέμβριο, Νορβηγία και Σουηδία διεμήνυσαν μέσω των υπουργών τους την πρόθεση των κυβερνήσεων να περιορίσουν έως και να καταργήσουν υπάρχουσες ηλεκτρικές διασυνδέσεις –ή να μην προχωρήσουν καθόλου στην υλοποίηση σχεδιαζόμενων νέων διασυνδέσεων– με γειτονικές χώρες όπως η Δανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία.

Η ξαφνική αύξηση των τιμών του ρεύματος που καταγράφηκε στα μέσα Δεκεμβρίου στις δύο χώρες «χρεώθηκε» στην υποχρέωσή τους να εξάγουν, μέσω των διασυνδέσεων, ένα μεγάλο μέρος της ηλεκτρικής τους ενέργειας σε γειτονικά κράτη, τα οποία αντιμετώπισαν –παροδικό– ζήτημα επάρκειας. Επιδίωξη των χωρών, σύμφωνα με την πολιτική τους ηγεσία, είναι πρώτα να καλύπτουν τις ανάγκες τους για ενέργεια εσωτερικά και να διοχετεύουν στην Ευρώπη μόνο την περίσσια ηλεκτρική ενέργεια. Σημειωτέον εδώ ότι τόσο η Σουηδία όσο και η Νορβηγία έχουν ανεπαρκείς συνδέσεις μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στο εσωτερικό τους, πράγμα που σημαίνει ότι η ηλεκτρική ενέργεια είναι συχνά πολύ φθηνότερη στον Βορρά, όπου παράγεται μεγάλο μέρος της, απ’ ό,τι στον Νότο, όπου καταναλώνεται το μεγαλύτερο μέρος της και η τοπική παραγωγή είναι περιορισμένη, οδηγώντας συχνά σε ελλείψεις.

Οι ανωτέρω σχεδιασμοί βέβαια αντίκεινται στο πλαίσιο αρχών και κανόνων της Ε.Ε., που εξασφαλίζει την ελεύθερη διακίνηση της ηλεκτρικής ενέργειας και δεν επιτρέπει διάκριση μεταξύ εγχώριας κατανάλωσης και εξαγωγής σε άλλη ζώνη προσφορών. Αν και είναι γεγονός ότι η υλοποίηση εξαγωγών οδηγεί σε αύξηση των τιμών στην εγχώρια αγορά βραχυπρόθεσμα –σε σχέση με τις τιμές που θα επικρατούσαν βραχυπρόθεσμα, αν δεν υλοποιούνταν οι εξαγωγές–, ωστόσο μια μονομερής ρύθμιση για τις εξαγωγές ενός κράτους θα οδηγούσε σε αντίμετρα που θα επηρέαζαν τις εισαγωγές του.

Εν προκειμένω, αν δεν υπάρξει παραγωγή τέτοια που να εξασφαλίζει επαρκές πλεόνασμα στους παραγωγούς μιας περιοχής, ορισμένες μονάδες παραγωγής ενδέχεται να αποσυρθούν από αυτή την περιοχή και επενδύσεις σε νέες μονάδες να αποθαρρυνθούν. Ανάλογη εξέλιξη πιθανώς να οδηγήσει μεσο/μακροπρόθεσμα σε αύξηση των τιμών στον καταναλωτή, απώλεια του εξαγωγικού χαρακτήρα της περιοχής και ζήτημα αυτάρκειας, προβλήματα που δύνανται να προκύψουν ως αποτέλεσμα, απλά και μόνο, της αβεβαιότητας σχετικά με την τήρηση των βασικών κανόνων λειτουργίας της αγοράς.

Αντίθετα, όταν λειτουργεί ο αλγόριθμος επίλυσης των συζευγμένων αγορών επιτυγχάνεται πλεόνασμα καταναλωτών και παραγωγών. Στην εξαγωγική περιοχή αυξάνεται το πλεόνασμα των παραγωγών και μειώνεται το πλεόνασμα των καταναλωτών, ενώ στην εισαγωγική περιοχή αυξάνεται το πλεόνασμα των καταναλωτών και μειώνεται το πλεόνασμα των παραγωγών. Το συνολικό αποτέλεσμα των συνδεόμενων περιοχών είναι πάντα θετικό. Για παράδειγμα, η Ελλάδα στο διάστημα των πρώτων 11 μηνών του 2024 είχε συνολικά εμπορικά προγράμματα της τάξης των 7,76 TWh (εισαγωγικά) και 7,1 TWh (εξαγωγικά), ενώ το συνολικό ισοζύγιο είναι οριακά εισαγωγικό (0,65 TWh).

Σε περίπτωση, δε, που κάποια περιοχή έχει έντονα εξαγωγικό χαρακτήρα, ενδέχεται να αυξηθεί υπέρμετρα το πλεόνασμα των παραγωγών της εις βάρος του πλεονάσματος των καταναλωτών της. Τότε, το κράτος-μέλος μπορεί να διαχειριστεί το παροδικό φαινόμενο διακύμανσης των τιμών με δημοσιονομικά εργαλεία που διαθέτει, ώστε να μην επιβαρυνθούν οι ευάλωτοι τελικοί καταναλωτές (οικιακοί ή επιχειρήσεις).

Συμπερασματικά, η λύση δεν είναι η υπαναχώρηση, αλλά η επίσπευση των επενδύσεων σε εγχώριες και διεθνείς ηλεκτρικές διασυνδέσεις πανευρωπαϊκά, προκειμένου η ενέργεια να ρέει ανεμπόδιστα και εντέλει να διασφαλίζεται η ενεργειακή επάρκεια και ασφάλεια των χωρών και να ενισχύεται η ευελιξία στην αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων (τεχνικά προβλήματα, φυσικές καταστροφές, πολεμικά συμβάντα κ.ο.κ.). H ακύρωση των διασυνδέσεων δεν συνιστά σε καμία περίπτωση λύση. Διότι αποτελεί μια αποσπασματική, «εθνική» αντιμετώπιση ενός κατ’ ουσίαν ευρωπαϊκού προβλήματος που, σε αντίθεση με ό,τι λέγεται, δεν θα οδηγήσει σε μείωση των τιμών για τους καταναλωτές.

Την ίδια στιγμή, και μέχρις ότου η ενεργειακή μετάβαση επιταχυνθεί ικανοποιητικά, καθίσταται απολύτως κρίσιμη η αποτελεσματική αντιμετώπιση του υψηλού κόστους ενέργειας που πλήττει ιδιαίτερα τα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, τα οποία δαπανούν σημαντικά υψηλότερα μερίδια των εισοδημάτων τους για ενέργεια, αλλά και τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που έχουν ανταγωνιστικό μειονέκτημα όταν το κόστος ενέργειας είναι υψηλό.

Τα εθνικά μέτρα ωστόσο δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το θέμα ολιστικά, αλλά ούτε και οριστικά. Η απάντηση στο υψηλό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να είναι ευρωπαϊκή και να συνοδεύεται από νέα έργα ηλεκτρικών διασυνδέσεων, προκειμένου να αποκτήσει η Ευρώπη το συντομότερο δυνατόν ένα πραγματικά διασυνδεδεμένο ηλεκτρικό σύστημα που θα την καταστήσει ενεργειακά και οικονομικά πιο ασφαλή και ανθεκτική.

Τελευταία τροποποίηση στις 22/01/2025 - 14:43