Ξεκινώντας από τις βασικές παραδοχές, η αύξηση των επιτοκίων θα οδηγήσει σε μικρότερη ανάπτυξη και, φυσικά, κατανάλωση στα νοικοκυριά. Με άλλα λόγια θα φανούν αποτελέσματα στη ζήτηση. Μεταφράζοντας αυτή την πραγματικότητα στην αγορά ενέργειας είναι βέβαιο ότι οι προμήθειες πετρελαίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου θα μείνουν σε χαμηλά επίπεδα, ενώ οι τιμές μπορεί λόγω του πολέμου στην Ουκρανία να εξακολουθήσουν να έχουν ανοδική πορεία, ακόμα και στην περίπτωση μιας σημαντικής μείωσης της ζήτησης.
Σε κρατικό επίπεδο ήδη εκφράζονται φόβοι στον διεθνή Τύπο ότι οι νομισματικές ενέργειες των τραπεζιτών σε ΗΠΑ και Βρετανία μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του δημόσιου χρέους, η οποία να ωθήσει ορισμένες οικονομίες σε μεγάλες υφέσεις και ενδογενείς κρίσεις.
Να σημειωθεί ότι η απότομη αύξηση των επιτοκίων ήρθε σε μια στιγμή που είχε ανοίξει ένα παράθυρο ελπίδας πως μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία η αύξηση της ζήτησης θα ισορροπούσε από τη διαφαινόμενη άνοδο της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου από τρίτες χώρες.
Μάλιστα στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας έδειχναν ότι τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου αυξήθηκαν κατά 77 mb τον Απρίλιο και σημείωσαν περαιτέρω κέρδη στα χερσαία αποθέματα τον Μάιο, παρά το γεγονός ότι οι τιμές του πετρελαίου συνέχισαν την ανοδική τους τροχιά. Με την έναρξη του καλοκαιριού, τα κέρδη στις τιμές των προϊόντων πετρελαίου ήταν ακόμη μεγαλύτερα καθώς η παραγωγή του απέτυχε να ανταποκριθεί στη ζήτηση για βασικά προϊόντα.
Ωστόσο πλέον ίσως προκύψει μια νέα πραγματικότητα. Μπορεί να είναι ευρέως αποδεκτό ότι η συνεχιζόμενη ζήτηση θα κρατούσε τις τιμές υψηλά, όμως αυτή η ίδια ζήτηση θα κρατούσε επίσης υψηλά τη μεγέθυνση της οικονομίας – τουλάχιστον στις αναπτυγμένες χώρες.
Πράγματι, είναι δύσκολο αυτή τη στιγμή κάποιος να προβλέψει πού θα καταλήξει η ισορροπία ανάμεσα στα αυξημένα επιτόκια και τη διατηρήσιμη ανάπτυξη, όμως δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι κεντρικοί τραπεζίτες αυτό για το οποίο ανησυχούν περισσότερο, δεν είναι το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης ύφεσης, αλλά η παραμονή ενός σταθερά υψηλού πληθωρισμού. Μπροστά σε αυτό, παρά τις επικρίσεις, θα εξακολουθήσουν να παίρνουν τις αποφάσεις τους, δεδομένου ότι φαίνεται πως έχει επικρατήσει η άποψη πως οι πληθωριστικές τάσεις αποτελούν μεγαλύτερο κίνδυνο.
Σε κάθε περίπτωση το καλό σενάριο είναι πως μια επιθετική νομισματική πολιτική μπορεί να επηρεάσει μόνο βραχυπρόθεσμα τις αναδυόμενες οικονομίες που έχουν περιθώρια ανάπτυξης και, έτσι, να δούμε μέχρι το τέλος του χρόνου περιορισμό του πληθωρισμού, χωρίς να έχουν πληγεί σημαντικά οι βασικοί αναπτυξιακοί δείκτες.