Το Αθηναϊκό Πρακτορείο αναφέρει πως το PARES κατέγραψε 361 δολοφονίες από το 2018 ως την 30ή Αυγούστου, με την πιο πολύνεκρη χρονιά να είναι το 2023 (81 δολοφονίες). Κι αυτό που «παγώνει το αίμα», στηλιτεύει το κείμενο, είναι πως «το 66% των δραστών αυτών των φόνων δεν έχει εντοπιστεί».
Σύμφωνα με τη ΜΚΟ Global Witness, το 2023 στην Κολομβία, όπου έχουν συγκεντρωθεί -στην πόλη Κάλι- ως την 1η Νοεμβρίου διαπραγματευτές από σχεδόν 200 χώρες, με τη φιλοδοξία να κλείσουν συμφωνία για την προστασία της φύσης, καταγράφτηκε ο υψηλότερος αριθμός δολοφονιών υπερασπιστών του περιβάλλοντος σ’ όλο τον κόσμο.
«Η σύγκρουση ανάμεσα σε ένοπλες παρατάξεις για τον έλεγχο εδαφών έχει μετατραπεί σ’ έναν από τους κύριους παράγοντες κινδύνου για τους υπερασπιστές του περιβάλλοντος», εξήγησε το PARES, υπογραμμίζοντας την έλλειψη «συντονισμού» των θεσμών του κράτους, η οποία «εμποδίζει την αντίδραση σ’ αυτή την επιλεκτική βία».
Σύμφωνα με τη ΜΚΟ, κάποια από τα θύματα είχαν προβάλει αντίσταση σε μεγάλα δημόσια έργα, σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο (εξόρυξη μεταλλευμάτων, υδροηλεκτρικά φράγματα κ.λπ.).
Όμως, στο 31% των περιπτώσεων, οι δράστες των φόνων που εντοπίστηκαν ήταν μέλη κάποιας μη κρατικής ένοπλης οργάνωσης.
Από το υποσύνολο αυτό, οι μισές και πλέον δολοφονίες αποδόθηκαν σε διαφωνούντες της πρώην οργάνωσης ανταρτών FARC, που απέρριψαν την ιστορική συμφωνία ειρήνης με την κυβέρνηση το 2016 και ξαναπήραν τα όπλα.
Άλλη οργάνωση ανταρτών, ο Στρατός Εθνικής Απελευθέρωσης (ELN, γκεβαριστές), με τον οποίο η σημερινή κυβέρνηση ανέστειλε τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις που είχαν αρχίσει το 2022, ευθύνεται για το 20% των δολοφονιών από μη κρατικές ένοπλες ομάδες. Ενώ μέλη της συμμορίας Clan del Golfo, που διεξάγει συνομιλίες με την κυβέρνηση, ευθύνονταν για το 16% των δολοφονιών.
Οι μισοί και πλέον από τους φόνους διαπράχθηκαν σε τρεις νομαρχίες: στην Αντιόκια (βορειοδυτικά), στην Κάουκα και στη Ναρίνιο, στα σύνορα με τον Ισημερινό. Αυτοί οι δύο τελευταίοι νομοί της νοτιοδυτικής Κολομβίας χαρακτηρίζονται οχυρά των διαφωνούντων των πρώην FARC (Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων της Κολομβίας), οι οργανώσεις των οποίων διχάζονται ως προς τη συνέχιση των συνομιλιών με την κυβέρνηση.
Η Κάουκα, ορεινή περιοχή που βρέχεται από τον Ειρηνικό Ωκεανό, όχι μακριά από την Κάλι, μέτρησε 114 από τα 361 θύματα. Οχυρό του EMC (Κεντρικό Γενικό Επιτελείο), μιας από τις παρατάξεις διαφωνούντων των FARC, η οποία τηρεί την πιο φιλοπόλεμη στάση έναντι της κυβέρνησης του σοσιαλδημοκράτη προέδρου Γουστάβο Πέτρο, η Κάουκα χαρακτηρίζεται επίσης ένα από τα επίκεντρα της παραγωγής κοκαΐνης και της διακίνησης ναρκωτικών στη χώρα.
Στην Κάουκα και στη Ναρίνιο, το 57% των θυμάτων (89) ήταν ηγέτες κοινοτήτων αυτοχθόνων, το 21% ηγέτες αγροτών και το 8% Αφροκολομβιανοί, σύμφωνα με το PARES.
Επιμένοντας στην καταδίκη του «υψηλού βαθμού ατιμωρησίας» των δολοφόνων και της «στασιμότητας των ερευνών» για τις υποθέσεις αυτές, η οργάνωση τόνισε πως δημοσιοποίησε την έκθεσή της με την ευκαιρία της COP16 για να αποτίσει «φόρο τιμής σ’ αυτούς που έδωσαν τα πάντα, ως ακόμη και τη ζωή τους, για να υπερασπιστούν τα έλη, τα χέρσα εδάφη, τα δάση, τα ποτάμια, τα είδη προς εξαφάνιση».
Το έγγραφο παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ανοικτής για το κοινό, στο πλαίσιο των διαλόγων και των συζητήσεων στην «πράσινη ζώνη» της COP16, στο κέντρο της πόλης Κάλι.