γράφει η Σάντυ Φαμελιάρη
Το 45% των εθνικών ρύπων CO2 προέρχεται από τον κτιριακό μας τομέα, ξεπερνώντας κατά πολύ τον μέσο όρο της Ευρώπης που υπολογίζεται περίπου στο 36%. Αυτό καταδεικνύει την αναποτελεσματικότητα των μέτρων που έχουν ληφθεί στο παρελθόν και με έκπληξη γινόμαστε μάρτυρες στην επανάληψή τους. Μάλιστα, φέτοςτα κονδύλια είναι κατά σχεδόν ¾ μειωμένασυγκριτικά με τον τελευταίο κύκλο (300€ εκατ. από 1,138€ δισ), ο οποίος ωστόσο είχε ιδιαιτερότητες λόγω της πανδημίας και υπήρχαν σωρευμένα κεφάλαια. Παρόλο που το μέγιστο ποσό επιδότησης είναι μεγαλύτερο ανά ωφελούμενο και ελπίζουμε ότι αυτό θα βοηθήσει σε καλύτερες παρεμβάσεις με επίτευξη σημαντικής εξοικονόμησης ενέργειας, δεν αναιρείται το γεγονός ότι ο αριθμός των συνολικών παρεμβάσεων θα είναιμακριά από το ιδανικό όριοτων 150.000 κατοικιών ετησίως.
Μια προβληματική έλλειψη είναι ο περιορισμός των επιλέξιμων κατοικιών σε μονοκατοικίες ή μεμονωμένα διαμερίσματα,αποκλείοντας ουσιαστικά τις πολυκατοικίες.Σε μια χώρα στην οποία η πλειοψηφία του πληθυσμού διαμένει σε πολυκατοικίες, με αρκετούς περιορισμούς για τις μεμονωμένες ιδιωτικές παρεμβάσεις σε αυτές, είναι απαράδεκτο να μην διευκολύνεται η πρόσβαση σε τέτοιου τύπου προγράμματα. Επίσης, μια ενεργειακή αναβάθμιση που εκτελείται στο σύνολο του κελύφους ενός κτιρίου είναι πάντοτε τεχνικά πιο άρτια από οποιαδήποτε κατακερματισμένη προσπάθεια και το δυναμικό εξοικονόμησης σαφώς πιο μεγάλο.
Για ακόμη μια χρονιά, δυστυχώς αναμενόμενα, δεν γίνεται αναφορά σε παθητικά κτίρια ή κτίρια χαμηλών εκπομπών ρύπων ως το επιθυμητό τελικό αποτέλεσμα των παρεμβάσεων. Η ιστορία έχει δείξει πως σε αρκετές περιπτώσεις επιδοτούνται επιφανειακές αναβαθμίσεις λόγω της χαμηλής φιλοδοξίας που υπάρχει από τον σχεδιασμό κιόλας του προγράμματος. Η Ευρώπη έχει θέσει ή προτείνει στόχους που αφορούν σε αντλίες θερμότητας (60.000.000 μονάδες μέχρι το 2030), σε κτίρια μηδενικών εκπομπών και ενεργειακή αποδοτικότητα με υψηλές προδιαγραφές πουδεν συναντώνται σε εθνικό επίπεδο.
Κεφάλαιο «φυσικό» αέριο
Η συμπερίληψη της επιδότησης καυστήρων φυσικού αερίου είναι ίσωςτο πιο οπισθοδρομικό στοιχείοτου φετινού «Εξοικονομώ». Τα λόγια σχεδόν περισσεύουν όταν σε τέτοιου είδους προγράμματα προωθείται μια ενεργειακή πηγή που ευθύνεται -εξίσου με άλλες ορυκτές πηγές- για την κλιματική κατάρρευση, την ενεργειακή κρίση των τελευταίων χρόνων, την καλπάζουσα ενεργειακή φτώχεια και την υποβάθμιση οικοσυστημάτων με την εξόρυξή του. Στο ήπιο κλίμα της Ελλάδας οι αντλίες θερμότητας καθίστανται πολύ αποτελεσματικές και αξιόπιστες, αλλά αντ’αυτών η πολιτεία επιλέγει ναδιαιωνίζει την εξάρτησή μαςστα ακριβά, ρυπογόνα, ορυκτά καύσιμα. Πόσα ακόμα νοικοκυριά πρέπει να εγκλωβιστούν στη συγκεκριμένη τεχνολογία μέχρι να αρχίσει να ενισχύεται η λύση;
Η εξοικονόμηση ενέργειας είναι το σημείο κλειδί για μια επιτυχημένη και δίκαιη ενεργειακή μετάβαση. Πρέπει τα κράτη να την αντιμετωπίζουν με τον δέοντα σεβασμό και να θέσουν στόχους που θα βελτιώσουν το επίπεδο ζωής των πολιτών και θα ενδυναμώσουν την κλιματική δράση. Χρειάζεται μακροπρόθεσμη πρόβλεψη και καλή παρακολούθηση του αποτυπώματος των μέτρων που λαμβάνονται, ώστε να γίνονται οι απαραίτητες προσαρμογές και διορθώσεις πριν φτάσουμε στα έτη αναφοράς 2030 και 2050 που πλέον θα είναι αργά.
Οι ελάχιστεςδικές μας προτάσειςγια το «Εξοικονομώ»είναι:
- Ο αποκλεισμός του ορυκτού αερίου θέρμανσης και η αντικατάστασή του με τις αντλίες θερμότητας στο πρόγραμμα.
- Η αναβάθμιση τουλάχιστον 150.000 κατοικιών τον χρόνο στα πρότυπα του παθητικού κτιρίου (100% πρώτων κατοικιών αναβαθμισμένο το 2050).
- Η υποστήριξη των ευάλωτων στρωμάτων με μεγαλύτερες επιδοτήσεις μέσω του «Εξοικονομώ»και η ταυτόχρονη δημιουργία προγραμμάτων μεφορολογικά κίνητραγια ιδίες ενεργειακές αναβαθμίσεις από πολίτες.