Η ανθρωπότητα, ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, αντιμετωπίζει σήμερα πολλαπλές, συχνά ταυτόχρονες, κρίσεις και προκλήσεις. Αυτές αφορούν ζητήματα γεωπολιτικά, ενεργειακά, κοινωνικά και όλες, άμεσα ή έμμεσα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, σχετίζονται με τη βιωσιμότητα και την κλιματική αλλαγή, η οποία, κατά την άποψή μου, είναι η μεγαλύτερη απειλή για την ανθρωπότητα. Ουδείς έχει την πολυτέλεια να μείνει αδρανής ή να πει ότι το θέμα δεν τον αφορά.
Η κλιματική αλλαγή μάς απασχολεί πολλές δεκαετίες, ωστόσο υπάρχει καθυστέρηση στη λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή της. Το γεγονός αυτό σχετίζεται μεταξύ άλλων και με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα αυτής της πρόκλησης, η οποία αποτελεί μια «τραγωδία του ορίζοντα» (tragedy of the horizon), όπως τη χαρακτήρισε ο πρώην Διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Mark Carney. Σύμφωνα με αυτή την έννοια, η σημερινή γενιά δεν έχει ισχυρό κίνητρο να αναλάβει δράση και να επωμιστεί μέρος του κόστους για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, καθώς οι πιο καταστροφικές συνέπειές της θα επέλθουν στο μέλλον.
Παρ’ όλα αυτά, οι μελέτες και τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι τα χρονικά περιθώρια δράσης για να αναστρέψουμε τις καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής διαρκώς μειώνονται. Οι επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή στην οικονομία δεν έχουν ακόμη εκτιμηθεί με ακρίβεια, αλλά αναμένεται να είναι σημαντικές, όπως και οι επιπτώσεις από τη μετάβαση σε μία οικονομία με μηδενικές εκπομπές άνθρακα και από τις αναγκαίες επενδύσεις προσαρμογής.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι κυβερνήσεις – ειδικά στην Ευρώπη – λαμβάνουν ολοένα περισσότερα μέτρα για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και την προσαρμογή σε αυτήν, προκειμένου να περιορίσουν τις απώλειες στο ανθρώπινο και υλικό κεφάλαιο και στους οικονομικούς πόρους. Από την πλευρά τους, οι επιχειρήσεις και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ενσωματώνουν πλέον συστηματικά στις στρατηγικές τους τα κριτήρια βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ και οι κεντρικές τράπεζες ασχολούνται ολοένα περισσότερο με αυτά τα θέματα.
Πώς η κλιματική αλλαγή επηρεάζει το έργο των κεντρικών τραπεζών;
Πρωταρχικός σκοπός της νομισματικής πολιτικής είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, η κλιματική αλλαγή επηρεάζει, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, τα μακροοικονομικά μεγέθη, όπως τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη, συνεπώς και τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες.
Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή δημιουργεί κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και επηρεάζει την ασφάλεια και ευρωστία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Συνεπώς μας αφορά και ως αρμόδια αρχή για την τραπεζική εποπτεία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Ειδικότερα σε ένα περιβάλλον με αυξημένους κλιματικούς κινδύνους, η εκπλήρωση της αποστολής μας για σταθερότητα των τιμών και για ένα υγιές τραπεζικό σύστημα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, ώστε η οικονομία και η κοινωνία να είναι περισσότερο ανθεκτικές στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Όμως, η ανάληψη δράσης από τις κεντρικές τράπεζες και τις εποπτικές αρχές είναι ένα απαιτητικό εγχείρημα. Σήμερα, η υψηλή αβεβαιότητα και οι πολλαπλές προκλήσεις καθιστούν πιο περίπλοκες την αξιολόγηση των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή και τη χαρτογράφηση των πιθανών διαταραχών στην οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ώστε να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα. Θα αναφερθώ ενδεικτικά σε μερικά παραδείγματα.
Πρώτον, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, οι μακροοικονομικές επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή είναι εξαπλάσιες, σε όρους απώλειας προϊόντος, από αυτές που πιστεύαμε. Μια αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 1 βαθμό Κελσίου μπορεί να μειώσει το παγκόσμιο ΑΕΠ σταδιακά, έως και κατά 12% σωρευτικά μετά από 6 χρόνια, με τις μειωτικές επιδράσεις στο ΑΕΠ να συνεχίζονται ακόμη και 10 χρόνια μετά. Έτσι, βλέπουμε ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης μπορεί είναι εξαιρετικά σοβαρές.
Δεύτερον, η οικονομική ανάπτυξη πλήττεται και από ακραία καιρικά φαινόμενα (ξηρασίες, πλημμύρες κτλ.), τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Για παράδειγμα, βραχυπρόθεσμα μπορεί να προκληθούν ζημίες στις υποδομές, στον κτιριακό εξοπλισμό και στο υλικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων. Επιπλέον, η οικονομική δραστηριότητα σε περιοχές πληγείσες από φυσικές καταστροφές μπορεί να περιοριστεί ή και να διακοπεί, προκαλώντας στρεβλώσεις και στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Σύμφωνα με μελέτες, τα ακραία καιρικά φαινόμενα εκτιμάται ότι οδηγούν σε μείωση του ρυθμού ανόδου του ΑΕΠ κατά περισσότερο από 0,5 ποσοστιαία μονάδα τη χρονιά που συμβαίνουν. Ακόμη και αν ανακάμψει σταδιακά η παραγωγή, η αυξημένη αβεβαιότητα θα συνεχίσει να επηρεάζει τις καταναλωτικές και επενδυτικές επιλογές, την παραγωγικότητα της εργασίας και την απασχόληση, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα.
Τρίτον, σε σχέση με τον πληθωρισμό, πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η υπερβολική άνοδος της θερμοκρασίας τους καλοκαιρινούς μήνες ασκεί ανοδικές πιέσεις στις τιμές των τροφίμων, ιδιαίτερα στις θερμότερες χώρες.
Τέταρτον, η κλιματική αλλαγή αναμένεται να επηρεάσει δυσανάλογα διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές και τομείς της οικονομίας, και άρα οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό δεν θα είναι ίδιες σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης, δημιουργώντας μια επιπλέον πρόκληση για την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής.
Πέμπτον, επιπτώσεις στο προϊόν και τον πληθωρισμό αναμένονται και από την πράσινη μετάβαση, τα μέτρα και τις πολιτικές προς καθαρές μηδενικές εκπομπές, τις επιδοτήσεις και τη σχετική φορολόγηση. Για παράδειγμα, μία αυξημένη τιμή άνθρακα μπορεί, ceteris paribus, να ωθήσει τον πληθωρισμό σε υψηλότερα επίπεδα. Είναι αυτός λόγος για μια πιο περιοριστική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για τον πληθωρισμό; Δεν μπορούμε να απαντήσουμε με βεβαιότητα, κατά την άποψή μου. Αντίστοιχα, είναι αβέβαιη η επίδραση στον πληθωρισμό και στο μακροπρόθεσμο επιτόκιο ισορροπίας από τις επενδύσεις σε νέες, πιο πράσινες, τεχνολογίες, αλλά και από την απομείωση της αξίας περιουσιακών στοιχείων (π.χ. κτιρίων χαμηλής ενεργειακής απόδοσης, παρωχημένων υποδομών). Ως αποτέλεσμα, διαφορετικές και αντίρροπες δυνάμεις επενεργούν στο μακροπρόθεσμο επιτόκιο ισορροπίας, το οποίο επηρεάζει τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής.
Ποιος ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος στη διαμόρφωση ενός υποστηρικτικού πλαισίου για τη βιώσιμη ανάπτυξη;
Είναι πλέον σαφές ότι όλοι έχουμε ένα ρόλο να διαδραματίσουμε στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ακόμη και αν τον πρωταρχικό λόγο έχουν οι εκλεγμένες κυβερνήσεις, με το σύστημα φόρων και επιδοτήσεων, με το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και γενικότερα με τα μέτρα ενεργειακής πολιτικής και ενεργειακής μετάβασης που εφαρμόζουν. Οι κεντρικές τράπεζες μπορούν και έχουν ήδη αναλάβει ενεργό δράση, πάντοτε εντός των ορίων της εντολής τους και προς όφελος των κοινωνιών. Έχουν λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την ίδια τη λειτουργία τους, την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και βεβαίως τις εποπτικές τους αρμοδιότητες.
Ειδικότερα, το 2021, στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), συμφωνήσαμε σε ένα ολοκληρωμένο και φιλόδοξο σχέδιο δράσης για την περαιτέρω ενσωμάτωση παραμέτρων σχετικών με την κλιματική αλλαγή στη στρατηγική της νομισματικής πολιτικής μας και τη συστηματικότερη συνεκτίμηση των ζητημάτων βιωσιμότητας στις δράσεις μας. Μάλιστα, τον Ιανουάριο του 2024 το σχέδιο δράσης εμπλουτίστηκε με επιπλέον δράσεις, μία εκ των οποίων είναι και η κατανόηση των επιπτώσεων από την απώλεια και την υποβάθμιση της φύσης στην οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Στο Ευρωσύστημα σημειώνουμε πρόοδο στην εφαρμογή αυτών των σχεδίων – για παράδειγμα, η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη την κλιματική αλλαγή στις επανεπενδύσεις εταιρικών ομολόγων, επιδιώκοντας την αγορά τους από εκδότες που εμφανίζουν καλύτερες κλιματικές επιδόσεις. Επίσης, ενσωματώνει σταδιακά τα θέματα κλιματικής αλλαγής στις αναλύσεις της, στα υποδείγματα μακροοικονομικών προβλέψεων και στη διαχείριση κινδύνων.
Σε αυτό το πλαίσιο, εφαρμόζεται από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες – συμπεριλαμβανομένης και της Τράπεζας της Ελλάδος – και η «κοινή στάση» που συμφωνήθηκε σε επίπεδο Ευρωσυστήματος και αφορά την εφαρμογή αρχών βιώσιμων και υπεύθυνων επενδύσεων στη διαχείριση των χαρτοφυλακίων που δεν σχετίζονται με τη νομισματική πολιτική και την ετήσια δημοσιοποίηση ‒ ήδη από το Μάρτιο του 2023 ‒ χρηματοοικονομικών στοιχείων που αφορούν το κλιματικό αποτύπωμα αυτών.
Επιπλέον, οι κεντρικές τράπεζες στο πλαίσιο των εποπτικών αρμοδιοτήτων τους, καθώς και οι άλλες εποπτικές αρχές του χρηματοπιστωτικού συστήματος, έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες για τους κλιματικούς κινδύνους. Αυτές αφορούν την εκτίμηση, ποσοτικοποίηση και ενσωμάτωσή τους στα συστήματα διαχείρισης κινδύνων των τραπεζών, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και άλλων εταιριών του χρηματοπιστωτικού τομέα, τόσο σε μικροπροληπτικό όσο και σε μακροπροληπτικό επίπεδο. Το θέμα αυτό θα αναπτύξω εκτενέστερα στο τέλος της ομιλίας μου, με ιδιαίτερη αναφορά στην κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της στην Ελλάδα.
Όλα αυτά τα μέτρα συνάδουν με τους στόχους του Ευρωσυστήματος για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ενώ ταυτόχρονα στηρίζουν τις ευρωπαϊκές πολιτικές για την πράσινη μετάβαση.
Στην Τράπεζα της Ελλάδος η κλιματική αλλαγή και η βιωσιμότητα ήταν πάντα ψηλά στην ατζέντα μας. Ξεκινήσαμε να ασχολούμαστε με αυτά τα ζητήματα το 2009, όταν συστήσαμε τη διεπιστημονική Επιτροπή Μελέτης των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ). Έκτοτε, εργαζόμαστε συστηματικά στην έρευνα, συμβάλλοντας και στη χάραξη πολιτικής, ώστε να περιοριστούν οι δυσμενείς επιπτώσεις και να διευκολυνθεί η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, τον Ιούνιο του 2021 δημιουργήσαμε το Κέντρο Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, με κύριο σκοπό το συντονισμό των σχετικών δραστηριοτήτων μας. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους, στο πλαίσιο της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP26), δημοσιεύσαμε τη δέσμευσή μας να συμβάλουμε, στο πλαίσιο της εντολής μας, στην εφαρμογή της Συμφωνίας των Παρισίων, με σχετικές ενέργειες και αντίστοιχο σχέδιο δράσης για τα πεδία που δραστηριοποιούμαστε.
Επιπλέον, προάγουμε συστηματικά τη συνεργασία και το συνεχή διάλογο με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Για παράδειγμα, η Τράπεζα της Ελλάδος συμβάλλει στην εκπόνηση σχετικών μελετών υπό το συντονισμό του Υπουργείου Οικονομικών και του Υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος. Μάλιστα, το 2023, δημοσιοποιήσαμε τα πρώτα – ενδιάμεσα – αποτελέσματα των μελετών που γίνονται στο πλαίσιο των εργασιών της ΕΜΕΚΑ και του έργου Life AdaptivGreece για την υλοποίηση της Εθνικής Στρατηγικής Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή. Σε συνεργασία με την Ακαδημία Αθηνών παρουσιάσαμε επικαιροποιημένα στοιχεία προβλέψεων για την εξέλιξη της μεταβολής του κλίματος, ενώ ανακοινώσαμε αποτελέσματα για δύο τομείς: της γεωργίας και των μεταφορών.
Οι μέχρι τώρα εκτιμήσεις των μελετών δείχνουν σημαντικές επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή για την Ελλάδα, με αυξημένη πιθανότητα για πιο συχνά και σφοδρά ακραία καιρικά φαινόμενα, μείωση βροχοπτώσεων και αύξηση ξηρασίας, άνοδο της στάθμης της θάλασσας και περισσότερες ημέρες καύσωνα. Μάλιστα, οι προβλέψεις για τη δεκαετία του 2050 περιλαμβάνουν το σημείο καμπής πέραν του οποίου η ανθρωπογενής παρέμβαση στο κλίμα θα είναι μη αναστρέψιμη, εάν δεν εφαρμοστούν τα απαραίτητα μέτρα αναχαίτισης της ανόδου της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη.
Ποιες μπορεί να είναι οι ευκαιρίες από τη μετάβαση σε μια πράσινη και κυκλική οικονομία;
Εκτός από τους κινδύνους που δημιουργεί η μεταβολή του κλίματος, οι δράσεις για την αντιμετώπιση και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή μπορούν να αποτελέσουν και ευκαιρίες, που θα φέρουν νέες, πιο αποτελεσματικές και περισσότερο βιώσιμες μορφές ανάπτυξης, προς μια πιο ανθεκτική, πράσινη και κυκλική οικονομία.
Οι κυβερνήσεις προσπαθούν να εξασφαλίσουν ότι η μελλοντική ανάπτυξη θα είναι περισσότερο βιώσιμη, δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στις επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις που ευθυγραμμίζονται με τους στόχους μείωσης των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και την κλιματική ουδετερότητα.
Ένα παράδειγμα υψηλού κόστους αλλά και ταυτόχρονων ευκαιριών είναι το εξής: στην Ευρώπη οι περισσότερες πόλεις είναι ιστορικές, με παλιές υποδομές, και το 75% του κτιριακού αποθέματος δεν είναι ενεργειακά αποδοτικό. Η κατασκευή και η ανακαίνιση απαιτούν σημαντικούς πόρους και η κατεδάφιση παράγει απόβλητα, τα οποία δεν επαναχρησιμοποιούνται ή δεν ανακυκλώνονται επαρκώς σήμερα.[17] Διανοίγονται συνεπώς ευκαιρίες για επενδύσεις, σχεδιασμό και κατασκευή βιώσιμων κτιρίων και υποδομών με καθαρό μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών άνθρακα. Οι επενδύσεις αυτές θα οδηγήσουν σε μειωμένο κόστος κατασκευής και λειτουργίας των κτιρίων, αλλά και χαμηλότερο κίνδυνο απομείωσης της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και χαμηλότερων τιμών ασφαλίστρων, συμβάλλοντας παράλληλα σε υψηλότερη αξία πώλησης ή μίσθωσης. Στην προσπάθεια αυτή, η ανάπτυξη της καινοτομίας και των νέων τεχνολογιών σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των κατάλληλων δεξιοτήτων στο εργατικό δυναμικό είναι απαραίτητες.
Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0), τόσο το αρχικό του 2021 όσο και το αναθεωρημένο σχέδιο του 2023, περιλαμβάνει έργα για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις σε υποδομές και ανακαίνιση και ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων κατοικιών, επιχειρήσεων και του δημόσιου τομέα, σε συνδυασμό με ειδικά μέτρα για τα ενεργειακά ευάλωτα νοικοκυριά (π.χ. μέτρα χρηματοδότησης). Είναι ενθαρρυντικό επίσης ότι η ανακαίνιση των κτιρίων είναι βασική πρωτοβουλία στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία. Αυτό θα βοηθήσει στην πιο αποδοτική χρήση της ενέργειας, στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, αλλά και στη δημιουργία περισσότερων πράσινων θέσεων εργασίας.
Παράλληλα, η ενσωμάτωση κριτηρίων βιωσιμότητας στις επενδύσεις και στις δανειοδοτήσεις γίνεται σταδιακά, αλλά δεν είναι επαρκής. Υπάρχουν προκλήσεις που ακόμη δεν έχουν αντιμετωπιστεί πλήρως, όπως η έλλειψη διαθέσιμων στοιχείων που είναι συγκρίσιμα και αξιόπιστα, η έλλειψη ανεπτυγμένων μεθοδολογιών για την εκτίμηση των σχετικών κινδύνων, η έλλειψη κοινών ετικετών για τα πράσινα και βιώσιμα χρηματοοικονομικά προϊόντα (για παράδειγμα, τι είναι πράσινο δάνειο).
Η παρούσα χρονική συγκυρία είναι κομβικής σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι πολλαπλές προκλήσεις, όπως η κλιματική κρίση και η γεωπολιτική αβεβαιότητα. Για το σκοπό αυτό απαιτείται, εκτός από την εφαρμογή ενός ενιαίου νομοθετικού και εποπτικού πλαισίου, και πολύ υψηλή χρηματοδότηση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι θα χρειαστούν επιπλέον 620 δισεκ. ευρώ ανά έτος για το διάστημα 2023-2030, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της μετάβασης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί ευκολότερα μέσω ενοποιημένων αγορών, ειδικά μιας ενιαίας αγοράς κεφαλαίων, η οποία εκτιμάται ότι θα προσέθετε επιπλέον έως και 470 δισεκ. ευρώ σε ιδιωτικές επενδύσεις ετησίως και θα διευκόλυνε τις επενδύσεις και τις ροές κεφαλαίων.
Όσο περισσότερο προχωρεί η ενοποίηση και αυξάνεται ο συντονισμός των πολιτικών στη Νομισματική Ένωση, με τη δημιουργία μιας πλήρως λειτουργικής Ένωσης Κεφαλαιαγορών και την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, τόσο περισσότερο θα ενισχύεται η ανθεκτικότητα της οικονομίας της ζώνης του ευρώ και του χρηματοπιστωτικού της συστήματος στις τρέχουσες προκλήσεις και τις μελλοντικές διαταραχές.
Προκλήσεις για το τραπεζικό σύστημα
Τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ ειδικότερα στα θέματα της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα και στις πρόσφατες πλημμύρες στη Θεσσαλία. Ο τυφώνας Ντάνιελ, ο οποίος χτύπησε την περιοχή μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τον Ιανό, υπενθύμισε με τρόπο δραματικό ότι η κλιματική αλλαγή έχει καταστήσει συχνότερα και σφοδρότερα τα ακραία καιρικά φαινόμενα, τα οποία προξενούν σοβαρές φυσικές καταστροφές, με σημαντικές επιπτώσεις στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά και επομένως δυνητικά στις τράπεζες που δραστηριοποιούνται στις πληττόμενες περιοχές.
Καθώς το θέμα είναι εξαιρετικά σημαντικό για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, θα ήθελα να αναφερθώ στις προκλήσεις που καλούνται πλέον να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες λόγω των περιβαλλοντικών κινδύνων και της κλιματικής αλλαγής. Από τη μία πλευρά, οι φυσικές καταστροφές, που ενισχύονται σε συχνότητα και ένταση, μπορούν να οδηγήσουν σε αυξημένες επισφάλειες λόγω ζημιών σε περιουσίες και επιχειρήσεις και απομείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών. Από την άλλη πλευρά, η χρηματοδότηση της μετάβασης σε μια οικονομία μηδενικών καθαρών εκπομπών άνθρακα, η υιοθέτηση πράσινων πρακτικών, οι τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά και οι μεταβολές στις προτιμήσεις των επενδυτών και των καταναλωτών, αποτελούν πρόκληση. Επομένως, οι τράπεζες απαιτείται να κατανοήσουν αυτούς τους κινδύνους και σταδιακά να τους ενσωματώσουν στη διακυβέρνηση, στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων και στην πιστοδοτική πολιτική τους.
Ήδη, το νέο εποπτικό πλαίσιο που αναμένεται να τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2025 σηματοδοτεί την πορεία προς την περαιτέρω ενσωμάτωση των θεμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον και τη βιωσιμότητα στις λειτουργίες των τραπεζών. Απαιτεί μάλιστα από τις τράπεζες, μεταξύ άλλων, να καταρτίσουν συγκεκριμένα σχέδια μετάβασης προς μία κλιματικά ουδέτερη οικονομία μέχρι το 2050, τα οποία θα τους επιτρέψουν να διαχειριστούν τους κινδύνους, αλλά και να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που θα προκύψουν από αυτή τη διαδικασία προσαρμογής.
Σχετικά με τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται, οι διαρθρωτικές αλλαγές που προωθούνται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πράσινη ανάπτυξη μπορούν να αποτελέσουν πηγή εσόδων για τις τράπεζες, οι οποίες καλούνται να στηρίξουν την οικονομία προς αυτή την κατεύθυνση. Ως παράδειγμα αναφέρω την παροχή χρηματοδότησης για την ανάπτυξη δικτύων και πράσινων υποδομών, για επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σε βιώσιμες γεωργικές πρακτικές, καθώς και την παροχή δανείων για την ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων.
Προκειμένου όμως οι τράπεζες να είναι σε θέση να διαδραματίσουν αποτελεσματικά το ρόλο τους στη μεταβαλλόμενη αυτή οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, είναι απαραίτητο να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους στους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους. Πέρα από τις άμεσες και εμφανείς συνέπειές της, η κλιματική αλλαγή χαρακτηρίζεται από μεγάλη αβεβαιότητα, μακρό χρονικό ορίζοντα εκδήλωσης και μη γραμμικότητα, με αποτέλεσμα να υπάρχει σημαντικός κίνδυνος υποεκτίμησης των επιπτώσεών της, ιδιαίτερα σε περιόδους ‒ όπως αυτή που διανύουμε ‒ που η συχνότητά τους είναι πιο πιθανό να αυξηθεί.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η Τράπεζα της Ελλάδος δίνει μεγάλη έμφαση στην ευαισθητοποίηση και στη σωστή και έγκαιρη προετοιμασία των τραπεζών όσον αφορά την κλιματική αλλαγή. Τα εποπτευόμενα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη κλιματικούς παράγοντες στο πλαίσιο των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου, κατά τη διαμόρφωση της εταιρικής διακυβέρνησης, καθώς και να τους ενσωματώνουν στις επιχειρηματικές αποφάσεις και πολιτικές τους.
Η κλιματική αλλαγή είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Οι επιπτώσεις της είναι σημαντικές και επηρεάζουν όλους τους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας. Όλες οι τράπεζες, ανεξάρτητα από το μέγεθος και το επιχειρηματικό τους μοντέλο, πρέπει να προσαρμοστούν σ’ αυτή τη νέα πραγματικότητα και να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προς όφελος των πελατών τους, των επιχειρήσεων και του περιβάλλοντος. Είμαι πεπεισμένος ότι, με τη συστηματική προετοιμασία και τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και να δημιουργήσουμε ένα βιώσιμο και ανθεκτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.