Όπως υπογραμμίζει, «κατά την πλημμύρα «Daniel» με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, 8 δισ. τόνοι νερό έπεσαν στη Θεσσαλία. Στο ακραίο σενάριο των υφιστάμενων σχεδίων διαχείρισης κινδύνου πλημμύρας, που θα συνέβαινε μια φορά στα 1.000 χρόνια, η βροχόπτωση θα έφτανε περίπου τα 6-8 δισ. τόνους (οι αντίστοιχοι χάρτες έχουν σχεδιαστεί με το μέσο σενάριο που προβλέπει περίπου 6 δισ. τόνους)».
Επίσης, «τα αντιπλημμυρικά έργα στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον ν. 4258/2014 και την Υπουργική Απόφαση ΤΤ660/2017 (Β’ 428) είναι σχεδιασμένα για πλημμύρες που συμβαίνουν μία φορά στα 50 έτη. Στην πλημμύρα «Daniel» το νερό ήταν 3 φορές περισσότερο από μία πλημμύρα 50 ετών. Συνεπώς, αντικειμενικά (άσχετα με τις οποιεσδήποτε επιμέρους αδυναμίες, τοπικές ή εθνικές, οι οποίες προφανώς πρέπει ενδελεχώς να εξεταστούν) δεν υπήρχε περίπτωση αντιπλημμυρικά έργα σχεδιασμού για πλημμύρα των 50 ετών, να συγκρατήσουν πλημμύρα 1.000 ετών».
Σύμφωνα με τον κ. Σκυλακάκη, «ο αντιπλημμυρικός σχεδιασμός που έχει η χώρα στηρίζεται στα πλέον πρόσφατα (από το 2018) Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας (ΣΔΚΠ) περιλαμβανομένων των Χαρτών Επικινδυνότητας και Χαρτών Κινδύνων Πλημμύρας, που δίνουν μία ένδειξη μόνο για το που θα γίνουν οι πλημμύρες.
Η ένδειξη είναι μεν χρήσιμη, αλλά αυτή η χρησιμότητά της είναι πεπερασμένη, καθώς οι χάρτες στηρίζονται στη μη ρεαλιστική υπόθεση ότι το νερό πέφτει ομοιόμορφα σε όλες τις περιοχές και με σταθερό ρυθμό καθ΄ όλη τη διάρκεια της ημέρας, ενώ επίσης δεν περιλαμβάνει την εξαιρετικά σημαντική διάσταση των φερτών υλικών.
Οι στατικοί αυτοί χάρτες αντί για δυναμικά μοντέλα πρόβλεψης, η έλλειψη μέτρων πρόληψης για ανθεκτικότητα παραγωγικών δραστηριοτήτων έναντι μεγάλων πλημμυρικών φαινομένων και η έλλειψη συνεκτικότητας, ώστε το δίκτυο αντιπλημμυρικών έργων να λειτουργεί ως ενιαίο σύνολο, ήταν οι αντικειμενικές αδυναμίες των σχεδίων εκείνων«.
Σε ότι αφορά τη συνεκτικότητα ο κ. Σκυλακάκης επισημαίνει πως «πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι ένα αντιπλημμυρικό σύστημα, που περιλαμβάνει μία ολόκληρη λεκάνη απορροής ή πολλές συνδεδεμένες λεκάνες απορροής, είναι τόσο ισχυρό όσο το πιο αδύναμο σημείο του, από πλευράς αντιπλημμυρικής προστασίας που προσφέρει το δίκτυο των αντιπλημμυρικών έργων».
«Η αντιπλημμυρική προστασία δεν αφορά ένα μεμονωμένο έργο, αλλά απαιτεί πληθώρα μεμονωμένων αντιπλημμυρικών έργων, που λειτουργούν ως ενιαίο σύνολο για την κάλυψη της λεκάνης απορροής και η υλοποίησή τους έχει απαιτήσει δεκαετίες και έχει γίνει με πολύ μεγάλο κόστος. Συνεπώς, η αλλαγή επιπέδου αντιπλημμυρικού σχεδιασμού, ανεξαρτήτως σε πιο επίπεδο πρέπει να γίνει, αφήνει τον αντιπλημμυρικό σχεδιασμό στον ενδιάμεσο χρόνο μέχρι την ολοκλήρωση όλων των έργων που αφορούν σε μία λεκάνη απορροής, σε μεγάλο βαθμό, πιο κοντά στο προηγούμενο παρά στο επόμενο, επίπεδο, από πλευράς προστασίας την οποία προσφέρει» σημειώνει ο κ. Σκυλακάκης.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει «η πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων και φορέων που επιμελούνται την υλοποίηση του αντιπλημμυρικού σχεδιασμού είναι μία δομική αδυναμία του ελληνικού αντιπλημμυρικού σχεδιασμού, καθώς οι φορείς έχουν διαφορετικές ικανότητες και επίπεδα αποτελεσματικότητας. Συνεπώς, η υλοποίηση του αντιπλημμυρικού σχεδιασμού είναι τόσο ικανοποιητική όσο ο πιο αδύναμος φορέας της».
Ακόμη ο κ. Σκυλακάκης υπογραμμίζει « η κλιματική κρίση έχει δύο χαρακτηριστικά: Πρώτον, για τα επόμενα 30 τουλάχιστον χρόνια είναι μη αναστρέψιμη και πιθανώς επιδεινούμενη, με φαινόμενα που δεν υπήρχαν στους προηγούμενους αιώνες. Δεύτερον, για το μέγεθος αυτών των φαινομένων υπάρχει πολύ σημαντική αβεβαιότητα, καθώς τα κλιματικά μοντέλα είναι ακόμη ατελή. Συνεπώς, ο σχεδιασμός μας θα πρέπει να γίνεται με την υπόθεση ενός δυσμενούς, ρεαλιστικού σεναρίου.
Η κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει την καινούρια πραγματικότητα όσον αφορά στα πλημμυρικά φαινόμενα κινήθηκε κατά την προηγούμενη τετραετία προς δύο κατευθύνσεις: Καταρχάς, επένδυσε σε σημαντικά αντιπλημμυρικά έργα, μετά τον Ιανό, τα οποία βρίσκονται σε διάφορους βαθμούς υλοποίησης, ενώ παράλληλα ξεκίνησε την ενοποίηση της πολιτικής σε ότι αφορά στην παρακολούθηση των θεμάτων των υδάτων, παρά τη σφοδρή αντίδραση της αντιπολίτευσης, με τη θεσμοθέτηση της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) και τον προγραμματισμό της μεταρρύθμισης στα θέματα των παρόχων υπηρεσιών ύδατος όπως οι ΔΕΥΑ και οι ΓΟΕΒ/ΤΟΕΒ».
Ωστόσο, «ο ερχομός, όμως, μίας πλημμύρας που συμβαίνει 1 φορά στα 1.000 χρόνια, που δεν είχε προβλεφθεί, αλλάζει τα υδρολογικά δεδομένα της χώρας και απαιτεί μία συνολική αναθεώρηση του αντιπλημμυρικού σχεδιασμού, που θα λαμβάνει υπόψη ότι:
- Πρέπει να βελτιώσουμε τα κλιματικά μοντέλα, για να αποκτήσουμε μία ασφαλέστερη -κατά το δυνατόν- πρόβλεψη για τη συχνότητα των «υπερ-πλημμυρών» στις επόμενες δεκαετίες. Ταυτόχρονα, πρέπει (παράλληλα με την ολοκλήρωση της επικαιροποίησης χαρτών επικινδυνότητας, που αποτελεί και νομική μας υποχρέωση) να περάσουμε από τους στατικούς χάρτες πλημμύρας σε δυναμικά μοντέλα πρόβλεψης και παρακολούθησης πλημμυρών, με προτεραιότητα στις πιο επικίνδυνες περιοχές.
- Πρέπει το όποιο επίπεδο αντιπλημμυρικής προστασίας αποφασιστεί (π.χ. πλημμύρες που συμβαίνουν κάθε 50 χρόνια, με βάση τα νέα κλιματικά δεδομένα), να διασφαλιστεί -με αντιπλημμυρικά έργα και σχέδια αντιπλημμυρικής προστασίας- ότι υπάρχει παντού, λειτουργεί αποτελεσματικά και υλοποιείται στο πλαίσιο ενός αυστηρού σχεδιασμού (χρονοδιαγράμματα, ποιότητα εκτέλεσης και ολιστική αντιμετώπιση των φαινομένων πλημμύρας).
- Θα πρέπει να εισαχθεί στο σχεδιασμό μας, κατά προτεραιότητα, η έννοια της ανθεκτικότητας και να υποστηριχθεί με πολύ σημαντικούς πόρους. Και η ανθεκτικότητα αφορά τόσο το χρονικό διάστημα, που χρειάζεται για να ανέβει το επίπεδο αντιπλημμυρικής προστασίας όσο και για να διαχειριστούμε φαινόμενα που μπορεί να είναι μεγαλύτερα από τον αντιπλημμυρικό σχεδιασμό, στο περιβάλλον αβεβαιότητας στο οποίο έχουμε εισέλθει. Πρώτα από όλα, ο σχεδιασμός μας θα πρέπει να προστατεύει κατά απόλυτη προτεραιότητα την ανθρώπινη ζωή. Επιπλέον, η έννοια της ανθεκτικότητας είναι εγγενής στη νέα Ευρωπαϊκή στρατηγική για την κλιματική κρίση (Πράσινο Βιβλίο για το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Προστασίας των Υποδομών Ζωτικής Σημασίας και Οδηγία 2022/2557) και περιλαμβάνει ανθεκτικότητα κρίσιμων υποδομών, που μπορεί να πρέπει να έχουν πολύ μεγαλύτερο επίπεδο ανθεκτικότητας, από το επίπεδο αντιπλημμυρικής ανθεκτικότητας. Αυτό σημαίνει ότι οι υποδομές αυτές θα πρέπει να αντέχουν σε πλημμύρες π.χ. 1.000 ετών, ακόμα και αν το γενικό επίπεδο του αντιπλημμυρικού σχεδιασμού είναι χαμηλότερο. Ακόμη, ο σχεδιασμός πρέπει να αφορά και σε παραγωγικές υποδομές και δραστηριότητες του ιδιωτικού τομέα.
Η υλοποίηση αυτού του σχεδιασμού απαιτεί χρόνο για μελέτη. Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να ξεκινήσει και να υλοποιηθεί με πάρα πολύ μεγάλη ταχύτητα, διότι απλούστατα δεν γνωρίζουμε πόσο χρόνο έχουμε».