Η Ελλάδα επισφράγισε την επενδυτική βαθμίδα από τουλάχιστον δύο από τους «Βig Three» οίκους, S&P, Moody’s και Fitch, που απαιτείται για την ένταξή της στο γκρουπ του «investment grade», που παρακολουθείται από το 95% των επενδυτών. Ταυτόχρονα, η JP Morgan εκτιμά πως η ανάπτυξη θα φτάσει στο 2,4% το 2023, με το ΑΕΠ να σκαρφαλώνει στα 223 δισ. ευρώ, ενώ ο ετήσιος πληθωρισμός θα κυμανθεί μεσοσταθμικά στο 4,2% φέτος για να υποχωρήσει κοντά στο 2% του χρόνου.
Όσο, λοιπόν, η Ελλάδα παραμείνει σε τροχιά μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής πειθαρχίας, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί για την επόμενη μέρα. Βεβαίως, η αναβάθμιση δεν είναι πανάκεια, θέλει διαρκή προσπάθεια και βελτίωση, αφού η μετάβαση στην χρηματοδότηση από τις αγορές πάντα κρύβει κινδύνους, καθώς το κόστος δανεισμού έχει αυξηθεί και θα αυξηθεί περαιτέρω, ενώ η διάρκεια των δανείων ενδέχεται να μειωθεί. Η επιστροφή μας στις αγορές φέρνει προκλήσεις και ευκαιρίες με την προϋπόθεση της συνέχισης της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής. Όσο σημαντικό επίτευγμα και αν είναι, ως εθνικός στόχος, η επενδυτική βαθμίδα δεν σημαίνει πως βάζει τέλος στις προκλήσεις για την Ελλάδα, που παύει πλέον να αποτελεί εξαίρεση στην Ευρωζώνη, που εξυπηρετεί το εξωτερικό χρέος της, αλλά θέλει ακόμα δουλειά και χρόνο για να το μειώσει στα επιθυμητά επίπεδα.
Ο ΟΔΔΗΧ, την περασμένη εβδομάδα, άντλησε από τις αγορές συνολικά 400 εκατ. ευρώ με την επανέκδοση δύο ελληνικών ομολόγων, 5ετούς και 10ετούς διάρκειας, με αυξημένο όμως επιτόκιο 3,85% και 4,34%, από 3,3% και 4,01% στην προηγούμενη δημοπρασία, αντίστοιχα. Οι συνολικές προσφορές για τον 10ετή τίτλο λήξεως το 2033, ύψους 250 εκατ. ευρώ, ανήλθαν σε 947 εκατ. ευρώ, ενώ για τον 5ετή τίτλο λήξεως το 2028, ύψους 150 εκατ., σε 542 εκατ. ευρώ. Επίσης, εντός της τρέχουσας εβδομάδας, ο ΟΔΔΗΧ, μέσω δημόσιας εγγραφής, θα δημοπρατήσει έντοκα γραμμάτια εξάμηνης διάρκειας, ύψους 625 εκατ. ευρώ, σε ιδιώτες επενδυτές, με ανώτατο ποσό τα 15.000 ευρώ. Στην αντίστοιχη δημοπρασία τον Σεπτέμβριο, η απόδοση στα εξάμηνα έντοκα διαμορφώθηκε στο 3,9%, έναντι 1,56%, που είναι η απόδοση που προσφέρουν οι προθεσμιακές καταθέσεις για ένα έτος. Ο συνδυασμός της επενδυτικής βαθμίδας, με τη μείωση του «country risk», μαζί με την αυξημένη όρεξη για νέες εκδόσεις ομολόγων, οδηγεί την ΤτΕ στην εκτίμηση για τοποθέτηση κεφαλαίων έως και 10 δισ. ευρώ στα ελληνικά ομόλογα το 2024.
Όσον αφορά στα ζητήματα της αγοράς, σύμφωνα με τα τελικά στοιχεία της Eurostat, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα «κατέβασε ταχύτητα» και διαμορφώθηκε στο 2,4% τον Σεπτέμβριο, από 3,5%, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη μείωση σε επίπεδο μήνα. Στην ευρωζώνη, ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 4,3%, με τα χαμηλότερα ετήσια ποσοστά να καταγράφονται στην Ολλανδία, τη Δανία και το Βέλγιο, ενώ τα υψηλότερα ετήσια ποσοστά εντοπίζονται στην Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία. Τον Σεπτέμβριο, ο ετήσιος πληθωρισμός μειώθηκε σε είκοσι ένα κράτη-μέλη της ΕΕ, παρέμεινε σταθερός σε ένα και αυξήθηκε σε πέντε. Στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, εκτιμάται ότι θα υπάρξει σημαντική ετήσια αποκλιμάκωση του πληθωρισμού το 2024, με μείωση κατά 50%, από το 4,6% φέτος, στο 2,3% του χρόνου. Παρά, όμως, την αποκλιμάκωση του ΔΤΚ, οι μεγάλες πληθωριστικές εστίες των τροφίμων και καταναλωτικών αγαθών παραμένουν ενεργές και προειδοποιούν ότι η αντιμετώπιση του πληθωρισμού θα τραβήξει σε βάθος χρόνου. Αναφορικά με την ευρωπαϊκή οικονομία, που «φλερτάρει με την ύφεση», η ενεργειακή εξάρτηση παραμένει ένας διαρκής κίνδυνος, όλο το τρέχον έτος, με προσθήκη μάλιστα στην εξίσωση την άγνωστη ανοδική τάση της τιμής του πετρελαίου και φυσικού αερίου. Οι απειλές που αντιμετωπίζουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες στο τέλος του 2023 είναι, κατά σειρά μεγαλύτερου κινδύνου, ο επίμονος πληθωρισμός, η μακροχρόνια ακρίβεια, η διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, ο κλυδωνισμός των αναδυόμενων αγορών, η ισοτιμία ευρώ-δολαρίου, οι αναταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, τα σκαμπανεβάσματα στις αγορές, αλλά, εσχάτως, και το γεωπολιτικό ρίσκο μετά τις δυσάρεστες εξελίξεις στο Ισραήλ. Τέλος, στις 26 Οκτωβρίου, στην ετήσια συνεδρίαση του Δ.Σ. της Ε.Κ.Τ., στην Αθήνα, αναμένεται να αποφασιστεί, για πρώτη φορά, μετά από 15 μήνες, η παύση στις αυξήσεις των επιτοκίων.
Ο πρόεδρος του Ε.Β.Ε.Π., Βασίλης Κορκίδης, επισημαίνει: «Εάν το δεύτερο εξάμηνο του 2023 δεν μας είχαν βρει τόσες συμφορές, το πρώτο θέμα συζητήσεων και αναλύσεων θα ήταν η συνεχής αναβάθμιση της επενδυτικής βαθμίδας που κατέκτησε η ελληνική οικονομία. H ανάκτηση του αξιόχρεου της οικονομίας αποτελούσε ορόσημο για την χώρα μας και μέσα στο βαρύ κλίμα που επικρατεί παγκοσμίως, η πρόσφατη αναβάθμιση και αυτή που θα ακολουθήσει μέχρι τέλος του έτους δεν παύει να αποτελεί σημαντική θετική εξέλιξη, που έκλεισε οριστικά μια δυσάρεστη παρένθεση 13 ετών και δοκιμασιών. Προϋπόθεση, όμως, για το οικονομικό επιτελείο παραμένει η προσήλωση στη δημοσιονομική ευθύνη και τη μεταρρυθμιστική επιτάχυνση. Παρά λοιπόν την ευρωπαϊκή και παγκόσμια ανησυχία, τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας ακολουθούν μια σταθερή πορεία αναβάθμισης, που σημαίνει φθηνότερος δανεισμός για Δημόσιο, τράπεζες, επιχειρήσεις, νοικοκυριά, αλλά και μιας καλύτερης καθημερινότητας για όλους».