Ακόμα και οι επιδοτήσεις που δίνονται μέσω των προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας δεν επαρκούν για να προχωρήσουν νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα σε δράσεις εξοικονόμησης. Δεν είναι λίγα τα νοικοκυριά που αναβάλουν τις δράσεις, παρά το γεγονός πως ξεκίνησαν να αναζητούν λύσεις. Άλλωστε, αρκετοί πόροι περίσσεψαν από τον πρώτο κύκλο του προγράμματος «Εξοικονομώ 2023), με αποτέλεσμα να βγει και δεύτερος κύκλος.
«Οι παρεμβάσεις για εξοικονόμηση ενέργειας που προωθήθηκαν κατά την ίδια περίοδο επέφεραν πολύ μικρότερη εξοικονόμηση ενέργειας και βελτίωση του ανθρακικού αποτυπώματος του τομέα από το αναμενόμενο. Το τελευταίο σχετίζεται πιθανώς με τα υψηλά επίπεδα ενεργειακής ένδειας (ή «ενεργειακής φτώχειας») στην Ελλάδα, καθώς ένα σημαντικό ποσοστό των νοικοκυριών αδυνατεί να θερμάνει και να ψύξει επαρκώς την κατοικία του, γεγονός που πιθανώς οφείλεται σ’ ένα έντονο φαινόμενο ενεργειακής ανάδρασης. Με άλλα λόγια, τα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας που εφαρμόστηκαν βοήθησαν τα νοικοκυριά περισσότερο να λάβουν καλύτερες ενεργειακές υπηρεσίες παρά να μειώσουν την ενεργειακή τους κατανάλωση», αναφέρει σε έκθεση του το Green Tank (Στρατηγικές για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος και την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας στα ελληνικά νοικοκυριά).
Το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας
Το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας μελετάται με βάση τρεις δείκτες που προέκυψαν από την έρευνα EU-SILC που διεξάγεται ετησίως σε όλα τα κράτη μέλη. Τον δείκτη S1 (αδυναμία επαρκούς θέρμανσης κατοικίας), τον δείκτη S2 (ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λογαριασμούς κοινής ωφέλειας) και τον δείκτη S3 (διαβίωση σε κατοικία με διαρροή στην οροφή, υγρούς τοίχους, δάπεδα ή θεμέλια, ή σήψη στα κουφώματα ή στο δάπεδο).
Σύμφωνα με το Green Tank η ανάλυση αυτών των τριών υποκειμενικών δεικτών δείχνει ότι «οι ενεργειακά φτωχοί πολίτες προέρχονται από όλα τα εισοδηματικά εκατοστημόρια, ωστόσο το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας παρουσιάζεται σημαντικά πιο έντονο στα φτωχά νοικοκυριά. Η διακύμανση των δεικτών S1 και S2 κατά την περίοδο 2010-2021 δείχνει ότι, σε μεγάλο βαθμό, τα πολύ υψηλά ποσοστά ενεργειακής φτώχειας (άνω του 25%) που καταγράφονται στην Ελλάδα για αρκετά χρόνια κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου οφείλονται στην οικονομική κρίση, στη μείωση του εισοδήματος των νοικοκυριών (από το 2010 έως περίπου το 2016) και στην αύξηση των τιμών της ενέργειας, η οποία δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση του εισοδήματος. Από την άλλη πλευρά, 15% των νοικοκυρών διαμένει σε κατοικίες με σοβαρά λειτουργικά προβλήματα. Στην περίπτωσή τους, το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας πιθανότατα παρουσιάζει περισσότερα δομικά χαρακτηριστικά».
Να σημειωθεί πως η ΕΚΠΟΙΖΩ – Ένωση Καταναλωτών – Ποιότητα Ζωής θα προχωρήσει σε στοχευμένες ενημερώσεις ευάλωτων καταναλωτών, μέσω ερωτηματολογίων και εκδηλώσεων. Στόχος είναι να αναδειχθούν τα προβλήματα που αποτρέπουν αυτά τα νοικοκυριά να προχωρήσουν σε δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας. Τα συμπεράσματα της έρευνας, σύμφωνα με πληροφορίες, σκοπεύει να τα καταθέσει στο υπουργείο Ενέργειας.