Όπως εξήγησε: «Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας είναι στοχαστικές, δηλαδή είναι αβέβαιες. Δεν λειτουργούν όλο το χρόνο. Δεν λειτουργούν όλη την ημέρα. Δεν μπορεί κανείς να ξέρει, ακριβώς, πότε λειτουργούν. Συνεπώς, έχουμε πολύ μεγαλύτερα συστήματα, πολύ περισσότερα gigawatt (GW), από τη ζήτηση του ηλεκτρικού μας συστήματος».
Και αυτό το βασικό χαρακτηριστικό των ΑΠΕ επηρεάζει τη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας. Ο κ. Σκυλακάκης σημείωσε πως, υπό αυτές τις συνθήκες, «οι επενδύσεις ΑΠΕ δεν θα πρέπει να θεωρούν τη ζήτηση δεδομένη. Η πορεία των τιμών στο σύστημα του μέλλοντος θα είναι βίαιη, με αναταράξεις. Θα υπάρχουν περίοδοι με υψηλές τιμές και άλλες με πολύ χαμηλές. Σήμερα, εισερχόμαστε σε μία περίοδο χαμηλών τιμών και οι επενδυτές -ειδικά αυτοί που στοχεύουν και στην αυτοκατανάλωση- πρέπει, κατά το δυνατόν, να μελετούν πολύ προσεκτικά το ενεργειακό τους προφίλ. Δηλαδή, τί ώρα καταναλώνουν, σε σχέση με την ώρα που παράγουν. Διότι όταν δεν υπάρχει ταυτοχρονισμός, η ενέργεια αυτή μπορεί να υφίσταται ή περικοπές ή να πωλείται σε πολύ χαμηλές τιμές».
Ο Υπουργός χαρακτήρισε την ενεργειακή μετάβαση ως μια δύσκολη άσκηση, αναφέροντας: «Είναι σαν να διασχίζεις ένα ποτάμι και ταυτόχρονα να πρέπει να αλλάξεις βάρκα. Τη βάρκα από το παλιό θερμικό σύστημα στο καινούργιο σύστημα που βασίζεται στις ΑΠΕ. Και αυτή η αλλαγή θα έχει αρκετές αναταράξεις που θα προκαλούν οι ίδιες οι αγορές, όχι μόνο σε εμάς, στην Ελλάδα, θα είναι διεθνές το φαινόμενο».
Όπως πρόσθεσε: «Πρέπει να είμαστε όλοι προσεκτικοί, να έχουμε μέτρο σε αυτά που ζητάμε και σε αυτά που κάνουμε, καθώς πέραν του υψηλού κόστους της ενεργειακής μετάβασης, η χώρα μας πρέπει να ανταπεξέλθει και στο κόστος της προσαρμογής στην κλιματική κρίση. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι δημόσιοι πόροι θα είναι περιορισμένοι και πρέπει να τους χρησιμοποιούμε με τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα», είπε ο κ. Σκυλακάκης, τονίζοντας πως η παρούσα κυβέρνηση μπορεί να στέκεται, βάσιμα, με «καθαρό μέτωπο» απέναντι στον ελληνικό λαό, χάρη στην προσπάθειά της να αυξάνει παντού την αποτελεσματικότητα λειτουργίας των συστημάτων (π.χ. κοινωνική και οικονομική λειτουργία, κ.λπ.), που είναι και η ουσία των μεταρρυθμίσεων που υλοποιεί.
«Η Ελλάδα για να μπορεί να είναι αποτελεσματική πρέπει και να διαχειρίζεται με αποτελεσματικότητα τους οικονομικούς πόρους. Και αυτό είναι που πρέπει να εξασφαλίσουμε και στη δίκαιη μετάβαση, σε σχέση με το ποιους επενδυτές θα προσελκύσουμε, πόσο μεγάλες εταιρίες, πόσο καλές θα είναι, πόσο θα αφήσουν αποτύπωμα στον τόπο, πόσο θα μείνουν, κατά πόσο θα δημιουργήσουν, παράλληλα τοπικά οικοσυστήματα, κ.ά.» επισήμανε ο Υπουργός, για να προσθέσει: «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, του οποίου είχα την τιμή να είμαι στενός συνεργάτης, έλεγε πως ο καλός Σαμαρείτης δεν έμεινε στην ιστορία για την καλή του διάθεση, αλλά γιατί είχε τα χρήματα που του επέτρεπαν να είναι ο καλός Σαμαρείτης».
Τόνισε πως το γεγονός ότι η χώρα μας έχει υπερτριπλασιάσει σχεδόν τις επενδύσεις σε δίκτυα μεταφοράς και διανομής από το 2019, σε συνδυασμό με τις διεθνείς διασυνδέσεις, ανοίγουν δυνατότητες για να προχωρήσει, ταχύτερα, η εγκατάσταση των ΑΠΕ.
Αναφορικά με τον ηλεκτρικό χώρο σημείωσε: «Θα απελευθερώσουμε χώρο. Θα φτάσουμε και στις ενεργειακές κοινότητες. Θα συζητήσουμε το θέμα της Δυτικής Μακεδονίας και αυτό θα γίνει σχετικά γρήγορα. Ωστόσο, κομμάτι της απελευθέρωσης θα οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιοι επενδυτές δεν θα ολοκληρώσουν τα έργα για τα οποία έχουν ζητήσει ενεργειακό χώρο».
Υπογράμμισε, ακόμη, πως υπάρχει υψηλό ενδιαφέρον για πολύ μεγάλες, «πράσινες» επενδύσεις στη Δυτική Μακεδονία, «από αυτές που για να τις προσελκύσουμε πρέπει να κάνουμε ειδική νομοθεσία, γιατί ανταγωνιζόμαστε με άλλα κράτη εντός και εκτός Ευρώπης για την προσέλκυσή τους», δήλωσε ο κ. Σκυλακάκης.
Στη συνέχεια παρέθεσε τρία, βασικά πλεονεκτήματα που αφορούν στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας -πέραν των επιδοτήσεων και του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης: «Έχει βιομηχανική εμπειρία, ακριβώς λόγω της ιστορίας του λιγνίτη. Έχει ηλεκτρικές και άλλες υποδομές. Μην ξεχνάμε ότι τελειώνει ένας πολύ σημαντικός δρόμος, που καταλήγει στη Δυτική Μακεδονία, ο Ε65, ο οποίος διευρύνει το εσωτερικό πεδίο της αγοράς της και όχι μόνο. Και προπαντός, έχει τη διάθεση -κι αυτό μπορώ να το πω από τη συνεργασία με τους τοπικούς φορείς- να προχωρήσει σε επενδύσεις».
Τέλος, ο κ. Σκυλακάκης αναφέρθηκε στο γεγονός ότι η απολιγνιτοποίηση αποτελεί οικονομική πραγματικότητα, παρά πολιτική επιλογή. «Το 2010, στην Επιτροπή Περιβάλλοντος της Ευρωβουλής, είχα δώσει μόνος μου τη μάχη για να κερδίσουμε 18 επιπλέον μήνες λειτουργίας των εργοστασίων. Πολλά συνέβησαν από το 2010 και μετά. Και όταν, πλέον, η υλοποίηση της απολιγνιτοποίησης έφτασε -όταν άρχισαν, δηλαδή, να κλείνουν τα εργοστάσια, διότι δεν είχαν πια ώρες λειτουργίας- συνέβη και η αλλαγή στις τιμές του CO2. Και αυτή η μόνιμη αλλαγή, κατέστησε το λιγνίτη -ακόμη και στο πιο σύγχρονο εργοστάσιο- το πιο ακριβό καύσιμο από αυτά που διαθέτουμε, τουλάχιστον με τις σημερινές τιμές του φυσικού αερίου».