Πρέπει να απευθυνθούμε στις εταιρείες εκείνες που προχωρούν πρώτες για να αγκαλιάσουν τις αλλαγές στο ενεργειακό τους μείγμα και που το κάνουν με τον πιο έξυπνο τρόπο. Να χρηματοδοτήσουμε το τεράστιο κόστος που σχετίζεται με την αλλαγή ολόκληρου του ενεργειακού-οικονομικού μας συστήματος.
Τα αρχικά ΕΔΕΥ σε αρκετούς δεν λένε πολλά πράγματα, ενδεχομένως να δημιουργούν ένα μπέρδεμα με τη σχεδόν ομόηχη ΔΕΗ. Εδώ και δέκα χρόνια η Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων διαχειρίζεται τα δικαιώματα του κράτους στην έρευνα και εκμετάλλευση πετρελαίου και αερίου στην ελληνική επικράτεια. Οι πρόσφατες παραιτήσεις διεθνών εταιρειών, όπως η Repsol, από δικαιώματα έρευνας που πρόσφατα τους είχαν παραχωρηθεί και άλλες συναφείς εξελίξεις πυροδότησαν σενάρια για πρόωρο τέλος της πετρελαϊκής εποχής στην Ελλάδα με ποικίλες γεωπολιτικές και οικονομικές παρενέργειες.
Ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΔΕΥ Αριστοφάνης Στεφάτος -δρ Γεωλογίας και Γεωφυσικής με πολύχρονη προϋπηρεσία σε διευθυντικές θέσεις σε ιδιωτικές εταιρείες υδρογονανθράκων στο εξωτερικό, ιδιαίτερα νορβηγικές- απαντώντας στα σχετικά ερωτήματα της εφημερίδας μας (σε συνέχεια της μίνι έρευνας «Ο ελληνικός γρίφος των υδρογονανθράκων», «Εφ.Συν.» 29/4/2021) υποστηρίζει ότι στη μη αναστρέψιμη στροφή προς την πράσινη ενέργεια υπάρχει ένας κρίσιμος μεταβατικός ρόλος για την ΕΔΕΥ, τις πετρελαϊκές και τους πιθανούς ελληνικούς υδρογονάνθρακες.ADVERTISING
• Ενώ η νομοθετική κύρωση των τελευταίων συμβάσεων παραχώρησης έρευνας υδρογονανθράκων είναι υπόθεση λίγων μηνών, παρατηρούμε μια κλιμακούμενη τάση αποχώρησης των εταιρειών. Σηματοδοτεί αυτό την αρχή του τέλους της εποχής των υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, πριν καν αυτή αρχίσει;
Οχι, σίγουρα όχι. Αυτό που βιώνουμε είναι ο μεγαλύτερος μετασχηματισμός του τομέα από την ανακάλυψη πετρελαίου και φυσικού αερίου πριν από 100 χρόνια. Φυσικά δεν αφορά αποκλειστικά τους υδρογονάνθρακες, αλλά τον τομέα της ενέργειας συνολικά. Αυτό που βλέπουμε είναι μια πραγματική αλλαγή παραδείγματος, την οποία επιβάλλει η αυξανόμενη συνειδητοποίηση από την κοινωνία ότι οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή. Αυτή η παραδοχή καθορίζει τη δημόσια ζήτηση και ασκεί πίεση προς τις επιχειρήσεις και τους πολιτικούς να ενεργήσουν χωρίς καθυστέρηση.
Παράλληλα πιστεύω ότι οι βιομηχανικά και οικονομικά αναπτυγμένες χώρες αντιλαμβάνονται ότι παρουσιάζεται και μια ευκαιρία προκειμένου να μειώσουν την ενεργειακή τους εξάρτηση από τις παραδοσιακά πετρελαιοπαραγωγές χώρες, γεγονός με ιδιαίτερη σημασία σε μια εποχή όπου οι παγκόσμιοι εμπορικοί ανταγωνισμοί κλιμακώνονται. Η πανδημία συνέβαλε στο να δημιουργηθεί μια αίσθηση επείγοντος και να αποκαλυφθεί η τεράστια πολυπλοκότητα του παγκόσμιου κοινωνικο-οικονομικού μας συστήματος.
Οπως γνωρίζετε, πολλές χώρες εργάζονται σήμερα σκληρά για να βρουν μια ισορροπία αναφορικά με το πώς να αντιμετωπίσουν αυτές τις πολυπλοκότητες: για παράδειγμα εάν κλείσουμε την κοινωνία, μπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις στον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού, αλλά έχει επίσης τεράστιο αρνητικό αντίκτυπο σε άλλες πτυχές της υγείας και την οικονομία. Κάτι αντίστοιχο βιώνουμε και στον τομέα της ενέργειας. Η Ελλάδα όμως διαθέτει ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, καθώς μπορεί να λειτουργήσει και να γεφυρώσει τον παραδοσιακό ενεργειακό κόσμο με τον αναδυόμενο νέο.
• Υπάρχει κάποιος μεταβατικός ρόλος για την ΕΔΕΥ στη μη αναστρέψιμη στροφή προς τις ΑΠΕ;
Αν και ακούγεται οξύμωρο, η ΕΔΕΥ παίζει βασικό ρόλο σε αυτή τη μετάβαση. Το γεγονός ότι πρέπει να αλλάξουμε το ενεργειακό μας μείγμα ενσωματώνοντας πιο βιώσιμες και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι αδιαμφισβήτητο και δεδομένο. Οπως γνωρίζετε, η Ελλάδα έχει ξεκινήσει ένα από τα πιο φιλόδοξα και επιτυχημένα ταξίδια της Ευρώπης προκειμένου να επιτύχει την επιθυμητή μετάβαση. Το ερώτημα όμως δεν αφορά τον τελικό μας προορισμό -με τον οποίο όλοι συμφωνούμε- αλλά τον δρόμο για να φτάσουμε εκεί. Είναι ο τεράστιος χώρος τον οποίο θα χρειαστεί να καλύψουμε στο βάθος των δεκαετιών που θα απαιτηθούν μεταξύ των πιο ρυπογόνων υδρογονανθράκων και μιας οικονομίας που τροφοδοτείται αποκλειστικά από καθαρές ανανεώσιμες πηγές.
• Δηλαδή τι εναλλακτικό θα μπορούσατε να προτείνετε στις πετρελαϊκές που την προηγούμενη δεκαετία προσελκύστηκαν στη χώρα για τα πιθανά κοιτάσματα;
Νομίζω ότι με δεδομένα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς θα πρέπει να απευθυνθούμε στις εταιρείες εκείνες που προχωρούν πρώτες για να αγκαλιάσουν τις αλλαγές στο ενεργειακό τους μείγμα και που το κάνουν με τον πιο έξυπνο τρόπο. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι το φυσικό αέριο θα πρέπει να διαδραματίσει έναν καταλυτικό ρόλο ως «καύσιμο γέφυρα» σε αυτήν τη μετάβαση - χωρίς αυτό δεν είναι πιθανό να διατηρήσουμε το ενεργειακό μας σύστημα λειτουργικό καθώς εξαλείφουμε τον λιγνίτη και περιμένουμε τις ανανεώσιμες πηγές για να συμπληρώσουν το κενό. Πρέπει συνεπώς να χρηματοδοτήσουμε το τεράστιο κόστος που σχετίζεται με την αλλαγή ολόκληρου του ενεργειακού-οικονομικού μας συστήματος.
Πιστεύω ότι η Ελλάδα πρέπει να επιταχύνει τις προσπάθειές της για να κερδίσει χρήματα από τον πλούτο που έχουμε όσον αφορά τους καθαρότερους υδρογονάνθρακες, όπως το φυσικό αέριο. Αυτό έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει σημαντικά έσοδα, όχι μόνο για την οικονομική ανάκαμψη, αλλά και για την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης. Πιστεύω επίσης ότι η ενίσχυση του στρατηγικού ενεργειακού αποτυπώματος της Ελλάδας είναι προς το γεωπολιτικό συμφέρον της χώρας. Βλέπουμε ήδη πως οι εξελίξεις γύρω από το υγροποιημένο φυσικό αέριο (ΥΦΑ), τον αγωγό TAP, τον IGΒ (σ.σ. ελληνοβουλγαρικός αγωγός) και άλλες ενεργειακές επενδύσεις έχουν θέσει την Ελλάδα σε πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή και στην Ε.Ε.
• Στις εναλλακτικές που συζητιούνται περιλαμβάνονται οι αποθηκεύσεις αερίου και διοξειδίου και το λεγόμενο μπλε υδρογόνο. Μάλιστα μια σχετική πρόταση έχει μπει και στο ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Είναι πραγματικά πράσινες αυτές οι τεχνολογίες;
Συμμερίζομαι πλήρως την εθνική στρατηγική για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και την επιτάχυνση της μετάβασης σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Και δουλειά μου ως διευθύνων σύμβουλος της ΕΔΕΥ είναι να εφαρμόσω αυτές τις εθνικές στρατηγικές. Προσωπικά ελπίζω ότι θα το κάνουμε με την ίδια αποτελεσματικότητα και στη βάση της προσέγγισης άλλων επιτυχημένων κρατών.
Για παράδειγμα η Νορβηγία, όπου έζησα για πολλά χρόνια μέχρι την πρόσφατη επιστροφή μου στην Ελλάδα, έχει έναν ζωντανό και πολύ επιτυχημένο τομέα υδρογονανθράκων με ετήσια έσοδα δισεκατομμυρίων δολαρίων που διατίθενται για την υγεία, την εκπαίδευση, τις συντάξεις και άλλες εθνικές προτεραιότητες, όπως και σε έργα μείωσης του περιβαλλοντικού αποτυπώματος (π.χ. το εμβληματικό έργο δέσμευσης και αποθήκευσης του διοξειδίου του άνθρακα - Northern Lights).
Και το κάνουν με την αυστηρότερη περιβαλλοντική και κοινωνική μέριμνα. Δεν βρίσκω λόγο γιατί η Ελλάδα δεν πρέπει να προσπαθήσει να κάνει το ίδιο. Η αξιοποίηση υπαρχουσών εγκαταστάσεων και ο μετασχηματισμός τους σε έργα καθαρής μείωσης του διοξειδίου του άνθρακα είναι αναμφισβήτητα πράσινα έργα κυκλικής οικονομίας. Τέτοια έργα μπορούν να προσφέρουν μελλοντικές λύσεις για την εγχώρια βιομηχανία, να επιταχύνουν μια ρεαλιστική μετάβαση στο υδρογόνο και να δώσουν προστιθέμενη αξία στις υποδομές φυσικού αερίου.
Πρόσφατα μέσω της απόκτησης της ΔΕΠΑ Διεθνών Εργων συμμετέχουμε και σε σημαντικά έργα μεταφοράς, όπως στους διακρατικούς αγωγούς IGB και EastMed, τα οποία θα ενισχύσουν την καθετοποίηση του ενεργειακού μας συστήματος. Επεκτεινόμαστε όμως και οριζόντια διερευνώντας πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε συνέργειες μεταξύ των υδρογονανθράκων και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ειδικά στο υπεράκτιο περιβάλλον.
συνέντευξη στον Γιάννη Κιμπουρόπουλο στην Εφημερίδα των Συντακτών