Η επισήμανση αυτή ήρθε λίγες ώρες μετά τις δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Ενέργειας, Οικονομίας και Κλίματος Ρόμπερτ Χάμπεκ, ο οποίος σημείωσε σε ομιλία του την Τρίτη: «Αυτό που είδαμε την περασμένη εβδομάδα παίρνει μια άλλη διάσταση. Η μείωση παραδόσεων φυσικού αερίου μέσω του Nord Stream αποτελεί επίθεση εναντίον μας».
Η κατάσταση που όλοένα και περισσότερο ξεφεύγει από τα χέρια των Ευρωπαίων περιγράφεται και στην έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, η οποία δημοσιοποιήθηκε εχθές. Ο Οργανισμός επισήμανε πως αυτή τη στιγμή οι επενδύσεις είναι κεντρικής σημασίας για την αντιμετώπιση των πολλαπλών πλευρών της ενεργειακής κρίσης που έχει προκληθεί από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οι επενδύσεις, συνεχίζει η έκθεση, θα επιφέρουν την ανακούφιση από την πίεση που δέχονται οι καταναλωτές, την τόνωση της οικονομικής ανάκαμψης και – για την Ευρώπη ειδικότερα – τη μείωση της εξάρτησης από τη Ρωσία.
Επίσης στην έκθεση υπογραμμίζεται πως οι σημερινές υψηλές τιμές των ορυκτών καυσίμων προκαλούν πόνο σε πολλές οικονομίες, αλλά προκαλούν επίσης ένα άνευ προηγουμένου απροσδόκητο κέρδος για τους παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου. Το παγκόσμιο εισόδημα στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου αναμένεται να εκτιναχθεί στα 4 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2022, περισσότερο από το διπλάσιο του μέσου όρου της πενταετίας, με το μεγαλύτερο μέρος του να πηγαίνει στα μεγάλα κράτη εξαγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Αυτά τα απροσδόκητα κέρδη παρέχουν μια ευκαιρία μια φορά σε κάθε γενιά για τις χώρες που παράγουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο να χρηματοδοτήσουν τον τόσο απαραίτητο μετασχηματισμό των οικονομιών τους. Η έκθεση σημειώνει πως το μερίδιο των δαπανών των εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου για καθαρή ενέργεια αυξάνεται μεν, αλλά αργά δε. Η αύξηση αυτή παρατηρείται κυρίως στις ευρωπαϊκές μεγάλες εταιρείες και σε μικρές αλυσίδες άλλων εταιρειών διεθνώς.
Συνολικά, οι επενδύσεις καθαρής ενέργειας αντιπροσωπεύουν περίπου το 5% των κεφαλαιουχικών δαπανών των εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου παγκοσμίως, από 1% που ήταν το 2019.
Σε κάθε περίπτωση ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας υπογραμμίζει πως η επιτάχυνση των επενδύσεων σε όλες τις πτυχές της ενεργειακής μετάβασης στις αναπτυσσόμενες οικονομίες πρέπει να αποτελεί πρώτη προτεραιότητα, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των χορηγών τους, των πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών και πολλών άλλων παραγόντων.
Ωστόσο αναγνωρίζει ο Οργανισμός στην έκθεσή του πως βραχυπρόθεσμα, ο αγώνας για διαφοροποίηση των προμηθειών από τη Ρωσία και για την κάλυψη των σχετικών ελλείψεων προμηθειών συνεπάγεται κάποια βραχυπρόθεσμη ανοδική επένδυση για άλλους παραγωγούς, καθώς και ορισμένες νέες υποδομές LNG, ακόμη και σε έναν κόσμο που εργάζεται για καθαρές μηδενικές εκπομπές έως το 2050.
«Κανείς δεν πρέπει να φανταστεί ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μπορεί να δικαιολογήσει ένα κύμα νέας μεγάλης κλίμακας υποδομής ορυκτών καυσίμων σε έναν κόσμο που θέλει να περιορίσει την υπερθέρμανση του πλανήτη στον 1,5 C», σημειώνει.