Αυτό επισημαίνεται σε επιστολή της προς τη ΡΑΑΕΥ, που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη Δευτέρα, στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της διαβούλευσης επί της εισήγησης του ΔΕΣΦΑ για το πρόγραμμα ανάπτυξης του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΕΣΦΑ) την περίοδο 2023-2032.
Η ΔΕΔΑ τονίζει ότι η σύνδεση δεν επιβάλλεται λόγω κορεσμού δικτύου και οι επιπτώσεις σε τελικούς πελάτες και διαχειριστές θα είναι αρνητικές. Σημειώνει ότι η σύνδεση της ΕΛΒΑΛ με το εθνικό σύστημα μεταφοράς (ΕΜΣΦΑ) , έργο που περιλαμβάνεται στο 10ετές πρόγραμμα του ΔΕΣΦΑ 2022-2032, ο οποίος και θα το χρηματοδοτήσει, είναι έργο που “δεν τεκμηριώνεται από κανένα στοιχείο”, εφόσον δεν υπάρχει κορεσμός του τοπικού δικτύου διανομής.
Η ΔΕΔΑ υποστηρίζει ακόμα ότι η απ’ ευθείας σύνδεση με τον ΔΕΣΦΑ θα επιφέρει μία σειρά από αρνητικές επιπτώσεις σε τελικούς πελάτες και διαχειριστές, οι οποίες ουδόλως μετριάζονται από την καθυστέρηση στην ημερομηνία ένταξης στο Σύστημα κατά ένα έτος, σε σχέση με το εγκεκριμένο πρόγραμμα ανάπτυξης 2022-2032.
Υπογραμμίζει επίσης ότι επειδή η χρηματοδότηση του έργου θα γίνει από τον ΔΕΣΦΑ αυτό θα επιβαρύνει αναίτια το σύνολο των καταναλωτών φυσικού αερίου, που είναι συνδεδεμένοι είτε με δίκτυα διανομής είτε με το ΕΣΦΑ.
Μάλιστα η εταιρεία κάνει λόγο και για «δεδικασμένο» τονίζοντας ότι αν η συγκεκριμένη βιομηχανία αποχωρήσει, τότε θα δημιουργηθεί προηγούμενο και για άλλες εταιρείες, οι οποίες πιθανόν στο μέλλον να θελήσουν να μεταπηδήσουν από τον τοπικό διαχειριστή δικτύου στον ΔΕΣΦΑ, με ανυπολόγιστες επιπτώσεις, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.
Ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση όμως, θα έχουν οι τελικοί πελάτες στη Στερεά Ελλάδα, σύμφωνα με την εταιρεία, η οποία σημειώνει ότι «η αποστέρηση μεγάλου μέρους της διανεμόμενης ποσότητας από τα οικεία δίκτυα διανομής της ΔΕΔΑ θα οδηγήσει σε κατακόρυφη αύξηση των σχετικών τιμολογίων διανομής, διότι η ΔΕΔΑ θα είναι πλέον υποχρεωμένη να οδηγηθεί στην υποβολή αιτήματος έκτακτης αναθεώρησής τους».
Προσθέτει δε ότι «ουδέποτε στο παρελθόν αποσυνδέθηκε τελικός πελάτης από το Δίκτυο Διανομής για να συνδεθεί απ’ ευθείας στο αντίστοιχο της μεταφοράς, προκειμένου να απαλλαγεί από το τέλος διανομής» και συμπληρώνει ότι «η ολοκλήρωση ενός τέτοιου εγχειρήματος θα αποτελέσει στο μέλλον, πάγιο και αναφαίρετο δικαίωμα αποσύνδεσης, το οποίο θα ασκήσει κάθε τελικός πελάτης του οποίου η δυναμικότητα και η γεωγραφική θέση επιτρέπει τη σύνδεση με το ΕΣΦΑ. Αυτό θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη βιωσιμότητα των διαχειριστών διανομής της χώρας και παράλληλα δημιουργεί την εσφαλμένη εικόνα του ανταγωνισμού ανάμεσα στους διαχειριστές δικτύων, κάτι που είναι εντελώς αντίθετο με το πνεύμα της παροχής ρυθμιζόμενων υπηρεσιών».
Τέλος, καταλήγει ότι μία τέτοια μετάβαση θα μπορούσε να υλοποιηθεί μόνον για τεχνικούς λόγους, δηλαδή στην περίπτωση που ο κορεσμός της δυναμικότητας ενός δικτύου διανομής δεν επιτρέπει την επαρκή τροφοδοσία του τελικού πελάτη. Σε διαφορετική περίπτωση οι ενδεχόμενες επιπτώσεις είναι πιθανότατα ανυπολόγιστες, προσθέτει.