Συγκεκριμένα οι εταιρείες εμπορίας καυσίμων πρέπει να ελέγχουν αν υπάρχει και λειτουργεί το σύστημα εισροών – εκροών σε 5.500 πρατήρια με τα οποία συνεργάζονται πανελλαδικά, να κάνουν κάθε χρόνο έλεγχο ποιότητας καυσίμων και κυρίως να διακόπτουν τη συνεργασία με παραβατικά πρατήρια καθώς και με όλα όσα ανήκουν στα ίδια πρόσωπα.
Όλα τα παραπάνω συνιστούν αυξημένες υποχρεώσεις για τις μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου όπως οι ΑEGEAN OIL, ΑVIN OIL, BP ΕΛΛΗΝΙΚΗ, CORAL, CORAL GAS, ΕKO, ΕΛΙΝΟΪΛ, ΕΤΕΚΑ, MELCO OIL , REVOIL και SHELL.
Επίσης, η σφράγιση εγκαταστάσεων για νοθεία και λαθρεμπόριο καυσίμων, καθώς και για παραποίηση φορολογικών μηχανισμών ορίζεται σε δύο έτη, ανεξάρτητα από το εάν κατά το χρόνο επιβολής της σφράγισης, η εγκατάσταση χρησιμοποιείται από την παραβατική επιχείρηση ή από άλλη που άνοιξε στη θέση της. Αυτό εισάγεται προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο να «παρακάμπτονται» στην πράξη τα «λουκέτα» που επιβάλλονται.
Το Δημόσιο έχει σε ετήσια βάση απώλεια εσόδων από το λαθρεμπόριο στα καύσιμα περί τα 400 εκατ. ευρώ, μέγεθος που πιστοποιήθηκε για πρώτη φορά με βάση αναγωγές της αγοράς στα αποτελέσματα για την παραβατικότητα από ελέγχους που έκανε η ίδια η ΑΑΔΕ. Σημειωτέον ότι το σύστημα εισροών-εκροών που ακόμη και σήμερα αδυνατεί να λειτουργήσει ολοκληρωμένα, κόστισε στα πρατήρια και στις εταιρείες του κλάδου πάνω από 100 εκατ. ευρώ.
Σημειώνεται, πως η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων έχει κατά καιρούς αναπτύξει ηλεκτρονικές εφαρμογές για την αξιοποίηση των δεδομένων που παράγει το σύστημα εισροών-εκροών και την αποτελεσματικότερη στόχευση των ελέγχων. Ωστόσο, η προβληματική λειτουργεία των συστημάτων εισροών – εκροών σε πολλά πρατήρια, δεν βοηθούσε στα να παραχθούν αξιόπιστα δεδομένα.