Οι στόχοι του ΕΣΕΚ για μείωση της ετήσιας κατανάλωσης προϊόντων πετρελαίου κατά 21,6% το 2030 σε σύγκριση με το 2022και κατά 7,1% στον τομέα των μεταφορών θα ασκήσει ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις. Αυτό επισημαίνεται σε μελέτη του ΙΟΒΕ για την κατάσταση του κλάδου το 2023 όπου οι εταιρείες πέρα από τη μείωση της αξίας των πώλησεων κατέγραψαν απώλειες και σε όγκο ενώ υποχώρησαν και τα κέρδη σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι μικτά κέρδη των εταιριών του κλάδου ενώ είχαν ενισχυθεί μετά τη σημαντική υποχώρηση που σημείωσαν το 2020, πλέον βρίσκονται στο επίπεδο του 2018.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, η ετήσια κατανάλωση προϊόντων πετρελαίου θα μειωθεί κατά 21,6% το 2030 σε σύγκριση με το 2022 (και κατά 7,1% στον τομέα των Μεταφορών), δημιουργώντας πρόσθετες πιέσεις στις εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών. Ραγδαία, όμως, θα είναι η μείωση της κατανάλωσης πετρελαιοειδών την επόμενη περίοδο 2031-2050. Στον τομέα των Μεταφορών, η μείωση της κατανάλωσης πετρελαιοειδών θα βασιστεί μεσοπρόθεσμα στην υποκατάσταση με ηλεκτρική ενέργεια (ηλεκτροκίνηση) και μακροπρόθεσμα στην ανάπτυξη των αερίων καυσίμων (προηγμένα και συνθετικά βιοκαύσιμα) και πράσινου υδρογόνου, καθώς και στην ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης. Οι εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών έχουν αναλάβει μεγάλο τμήμα της υποχρέωσης βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης (περίπου 56% του συνόλου ή 815 ktoe). Ειδικότερα, για την περίοδο 2024-2030 θα απαιτηθεί από τις Εταιρίες Εμπορίας Πετρελαιοειδών να επιτύχουν εξοικονομήσεις ενέργειας στην τελική κατανάλωση, υλοποιώντας και τεχνικά μέτρα (εκτός από οριζόντια/συμπεριφορικά), τα οποία απαιτούν σημαντικές επενδύσεις. Αυτό συνεπάγεται, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, υψηλό κόστος συμμόρφωσης εφόσον οι εταιρείες δεν λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στους τομείς που χρησιμοποιούνται πετρελαιοειδή (πλην αεροπορικών μεταφορών).
Το κόστος αυτό δημιουργεί ένα επιπλέον βάρος για τα οικονομικά αποτελέσματα των εταιριών του κλάδου και περισσότερο για εκείνες που παρουσιάζουν ζημιές ή οριακή κερδοφορία.
Η αναμενόμενη υποχώρηση των πωλήσεων θα διατηρήσει τις σημαντικές πιέσεις στα οικονομικά αποτελέσματα των εταιριών του κλάδου, και ιδίως σε εκείνες που στηρίζουν τις πωλήσεις τους σε προϊόντα που κατευθύνονται στην εσωτερική αγορά (κυρίως βενζίνες και πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης). Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η οικονομική δυνατότητα, ιδίως των μικρότερων επιχειρήσεων του κλάδου, για την υλοποίηση των απαιτούμενων επενδύσεων μετασχηματισμού (ηλεκτροκίνηση, σταθμοί υδρογόνου, κ.λπ.), θα είναι περιορισμένη.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη των αποτελεσμάτων των 12 εταιρειών που εξετάζει η μελέτη του ΙΟΒΕ (ΑVIN OIL, BP, CORAL, CORAL GAS, ΕKO, ΕΛΙΝΟΪΛ, ΕΤΕΚΑ, LPC, MELCO OIL, REVOIL, SHELL & MOH AVIATION)
Τα μικτά κέρδη των εταιριών εμπορίας πετρελαιοειδών υποχώρησαν στα 483 εκατ. το 2023 από 528 εκατ. το 2022 (μείωση 8,4%).
Τα καθαρά κέρδη προ φόρων περιορίστηκαν στα 33,6 εκατ. το 2023 από 82,2 εκατ. το προηγούμενο έτος (μείωση 59,1%).
Αντιστοίχως τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους υποχώρησαν στα 24 εκατ. το 2023 από 64,7 εκατ. το 2022 (μείωση 63,1%).
Αν απομονωθούν οι επιδόσεις των εταιριών εμπορίας που πωλούν αεροπορικά καύσιμα ή δραστηριοποιούνται σε διεθνείς πωλήσεις και εμπόριο (trading) προκύπτει ότι το 2023 τα κέρδη του κλάδου μετατρέπονται σε ζημιές ύψους -16,8 εκατ. ευρώ προ φόρων και -19,8 εκατ ευρώ μετά από φόρους.
Το συνολικό περιθώριο μικτού κέρδους των εταιριών εμπορίας πετρελαιοειδών ενισχύθηκε οριακά το 2022 σε 3,3% από 3% το 2022 και 4,2% κατά μέσο όρο την περίοδο 2015-2023.
Το περιθώριο καθαρού κέρδους προ φόρων ήταν συνολικά οριακά θετικό (0,2%) το 2023, μειωμένο σε σύγκριση με το 2022. Η πλειονότητα των εταιριών σημείωσε οριακή κερδοφορία. Το συνολικό περιθώριο καθαρού κέρδους προ φόρων ήταν αρνητικό για τις πωλήσεις εσωτερικού το 2023 και γίνεται οριακά θετικό με τη συμπερίληψη των πωλήσεων αεροπορικών καυσίμων και του διεθνούς trading.
Οι συνολικές επενδύσεις του κλάδου ενισχύθηκαν περαιτέρω κατά 10,5%, σε 91,6 εκατ. το 2023 από 82,9 εκατ. το 2022. Ο αριθμός των πρατηρίων το 2023 μειώθηκε στα 4.898 πρατήρια από 4.952 το 2022 (-1,1%).